ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤτΕ: Στο 1,9% η ανάπτυξη το 2019 - Η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις

ΤτΕ: Στο 1,9% η ανάπτυξη το 2019 - Η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις
EUROKINISSI

Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, αλλά και στις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ξεπεραστούν πάγια προβλήματα αναφέρεται η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2018-2019 που υποβλήθηκε σήμερα (01/07) στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο από το διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Γιάννη Στουρνάρα.

Στην έκθεση σημειώνεται πως η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα που κληροδότησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,9% το 2019, 2,1% το 2020 και 2,2% το 2021. Η άνοδος του ΑΕΠ θα στηριχθεί κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις εξαγωγές.

Κατά τους συντάκτες της έκθεσης οι σημαντικότερες προκλήσεις είναι οι ακόλουθες:

Το πολύ υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να καθυστερεί την ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας.

Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου η βιωσιμότητα όμως βελτιώθηκε σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018) δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.

Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη περίοδο (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) έχει αρνητικό αντίκτυπο στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ακόμη πιο έντονη όταν συνοδεύεται από πολύ υψηλή φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) και περικοπές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ανάκαμψης και την αύξηση της παραοικονομίας.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να είναι αρνητικό και συνεχίζει να τροφοδοτεί την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας.

Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, το μεγάλο ποσοστό ανεργίας των νέων και το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες, θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και οδηγούν σε απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Η δημογραφική κρίση, που οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού και στη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού και χαμηλότερη δυνητική ανάπτυξη, αυξάνοντας τους κινδύνους για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οικονομικών.

Η υψηλή εισοδηματική ανισότητα σε συνδυασμό με την περιορισμένη επίδραση των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας (15,83% το 2017 στην Ελλάδα, σε σχέση με 33,98% στην ΕΕ). Η παγκοσμιοποίηση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι δημογραφικές αλλαγές και η κλιματική αλλαγή δημιουργούν νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν και τις κοινωνικές ανισότητες. Παρότι το κράτος παρεμβαίνει μέσω της κοινωνικής και φορολογικής πολιτικής για να διασφαλίζει την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες, τα έως τώρα αποτελέσματα δεν κρίνονται επαρκή.

Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή διείσδυση σε ευρυζωνικές επικοινωνίες υψηλής ταχύτητας και περιορισμένες βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα για το 2019 κατατάσσεται 26η μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και ψηφιακού αναλφαβητισμού και εγκλωβισμό σε μόνιμα χαμηλή παραγωγικότητα.

Η πολυετής ύφεση έχει αφήσει ένα εξαιρετικά μεγάλο επενδυτικό κενό, το οποίο ενδέχεται να υποβαθμίσει σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας (σε σταθερές τιμές 2010), συμπεριλαμβανομένων των κατοικιών, υποχώρησε κατά 67,4 δισ. ευρώ μεταξύ 2010 και 2016.

Το φορολογικό περιβάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς τις επενδύσεις. Αυτό οφείλεται στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, στην εκτεταμένη γραφειοκρατία και πολυνομία, στην ανασφάλεια δικαίου και τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και γενικότερα στην ύπαρξη εμποδίων και προσκομμάτων που αποδεδειγμένα παρεμποδίζουν την υλοποίηση επενδύσεων, επιδεινώνοντας εν τέλει το επιχειρηματικό κλίμα. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα όχι μόνο είναι χαμηλή σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά και υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το δείκτη ευχέρειας του επιχειρείν (ease of doing business) της Παγκόσμιας Τράπεζας (Οκτώβριος 2018), το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (Οκτώβριος 2018), αλλά και με βάση την παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας για το 2019 του IMD World Competitiveness Center.

Η κλιματική αλλαγή απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπισή της. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ενεργό ρόλο στον τομέα αυτό μέσω της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ).

Στο σημείο αυτό η κεντρική τράπεζα αναφέρεται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις για επιτάχυνση της ανάκαμψης με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.

Κατά τους συντάκτες της έκθεσης, δεδομένων των προκλήσεων και των κινδύνων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, προτεραιότητα την επόμενη περίοδο θα πρέπει να δοθεί στις ακόλουθες πολιτικές, που έχουν ως στόχο τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις:

1ον: Απαιτείται δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), με ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών, ώστε να αυξηθεί η τραπεζική χρηματοδότηση και να ανακάμψουν οι επενδύσεις.

2ον: Είναι ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Δηλαδή θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε μεγαλύτερο βαθμό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές και η εναλλακτική χρηματοδότηση (π.χ. τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η συμμετοχική χρηματοδότηση και οι εξειδικευμένες χρηματιστηριακές πλατφόρμες αγορών μετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι μετατρέψιμες ομολογίες κ.λπ.). Σημαντική ώθηση στις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης μπορεί να δοθεί μεσοπρόθεσμα και από την υλοποίηση της ένωσης κεφαλαιαγορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

3ον: Απαιτείται μια πιο επιθετική πολιτική προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί να καλύψει τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης. Για να προσελκύσει η χώρα περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες ενεργοποιούν και πρόσθετες ιδιωτικές επενδύσεις, και να δοθεί έμφαση στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και αστάθεια του νομοθετικού, ρυθμιστικού και θεσμικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και το υψηλό κόστος δανεισμού, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων που αφορούν τις διεθνείς πληρωμές και τη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό.

4ον: Πρέπει επίσης να ισχυροποιηθεί η ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών και να ενισχυθεί το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, οι χώρες με ισχυρούς, ανεξάρτητους θεσμούς και ισχυρό κράτος δικαίου που εμπνέει σεβασμό επιτυγχάνουν υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, καθώς διευκολύνονται οι επενδύσεις σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Παρεμβάσεις στη δημόσια διοίκηση, στη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών και ιδιαίτερα στη δικαιοσύνη δεν συνάδουν με ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.

5ον: Είναι καταλυτικής σημασίας όχι μόνο να μην σημειώνεται οπισθοδρόμηση και να ακυρώνονται μεταρρυθμίσεις, αλλά να ενισχύονται εκείνες που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει τα κίνητρα για καινοτομία και νέες επενδύσεις, οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγικότητα και απασχόληση και βελτιώνει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

6ον: Σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και να υιοθετηθεί ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να είναι φιλικότερο προς τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη.

Η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος, αλλά πιθανότατα χαμηλότερο: διότι, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα έσοδα από τις περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.

7ον: Είναι αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία σχημάτων σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, στη βελτίωση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω μιας σύγχρονης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης, στην αύξηση των δημόσιων επενδύσεων που έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία και στην εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων σε όλες τις επιχειρήσεις και φορείς της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου τομέα γενικότερα, από ένα μέγεθος και πάνω. Οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα βελτιστοποιούν το σύνολο των εθνικών πόρων, δηλ. το άθροισμα των δημόσιων και ιδιωτικών, και προσφέρουν λύσεις ακόμη και σε τομείς όπως η κοινωνική ασφάλιση και η υγεία, αυξάνοντας και όχι μειώνοντας τους διαθέσιμους πόρους για τους πολίτες και βελτιώνοντας το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ευρωπαϊκές χώρες με ιδιαίτερα ενισχυμένο κράτος πρόνοιας, όπως οι σκανδιναβικές, είναι αυτές στις οποίες κατ’ εξοχήν βρίσκουν εφαρμογή τέτοια σχήματα στην κοινωνική ασφάλιση και στην υγεία, όπου οι ιδιωτικοί πόροι συμπληρώνουν τους δημόσιους και ο ιδιωτικός τομέας εποπτεύεται, ελέγχεται και αδειοδοτείται από το Δημόσιο για τέτοιου είδους δραστηριότητες.

8ον: Πρέπει να ενισχυθεί το «τρίγωνο της γνώσης», δηλ. η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνουν την επιχειρηματικότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων. Κάτι τέτοιο συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης και του μεριδίου του κλάδου των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών (ΤΠΕ) στο ΑΕΠ. Συνολικά, η ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης θα οδηγήσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, στην αύξηση του αποθέματος γνώσης και παραγωγικού κεφαλαίου, στην ανάπτυξη εξωστρεφών κλάδων και γενικότερα στην προώθηση της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης.

9ον: Τέλος, προϋπόθεση για την επίτευξη των πολιτικών που περιγράφηκαν παραπάνω είναι ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, με τον ανασχεδιασμό διαδικασιών και αρμοδιοτήτων, την ψηφιοποίηση και την αξιολόγηση και αναβάθμιση του στελεχιακού δυναμικού και των υποδομών της.