Απορρίπτει η Ελλάδα τις θέσεις του ΔΝΤ για εργασιακά και χρέος
Δεν υιοθετεί η κυβέρνηση τις συστάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την αγορά εργασίας, τις συλλογικές συμβάσεις και το κατώτατο μισθό σύμφωνα με όσα προκύπτουν από την επιστολή του εκπροσώπου της Ελλάδος στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, η οποία επισυνάπτεται στην έκθεση του Ταμείου για την ελληνική οικονομία.
Στην επιστολή του προς το Ταμείο ο κ. Ψαλιδόπουλος τονίζει μεταξύ άλλων πως οι ελληνικες Αρχές ζητούν από το ΔΝΤ να αναγνωρίσει τη σημαντική δημοσιονομική προσπάθεια και την ικανότητα της οικονομίας να παράγει σημαντικά πλεονάσματα στο ευνοϊκό περιβάλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, το οποίο καθορίζει τους στόχους για τη δημοσιονομική πολιτική και τις δεσμεύσεις των χωρών της ζώνης του ευρώ.
Ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ αναφέρει πως οι Αρχές χαιρετίζουν το γεγονός πως το Ταμείο αναθεώρησε τις εκτιμήσεις του για το πλεόνασμα της περιόδου 2018-2022 στο 3,5%, υποδεικνύοντας ότι οι προηγούμενες δημοσιονομικές προβλέψεις του Ταμείου ήταν σημαντικά πιο απαισιόδοξες, με περιθώριο τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ σε διαρθρωτικούς όρους.
«Παρά την αναθεώρηση, οι Αρχές εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι δεν προβλέπεται πρόσθετος χώρος από το 2019 έως το 2022, ενώ η υποκείμενη γραμμή βάσης περιλαμβάνει την μονομερή εφαρμογή της προ-νομοθετικής δέσμης μέτρων», σημειώνει ο κ. Ψαλιδόπουλος και προσθέτει πως η έκθεση παρουσιάζει μια υπερβολικά αρνητική εικόνα της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, δίνοντας έμφαση στις καθυστερήσεις χωρίς να εστιάζει στα επιτεύγματα.
Στο σημείο αυτό ο κ. Ψαλιδόπουλος ξεκαθαρίζει πως οι ελληνικές Αρχές δεν συμμερίζονται τις θέσεις του ΔΝΤ για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αλλά και για το κατώτατο μισθό. «Στην περίοδο μετά το πρόγραμμα, η ανάπτυξη πρέπει να είναι περιεκτική και οι ευκαιρίες πρέπει να είναι διαθέσιμες για όλους. Συνεπώς, ο συνετός σχηματισμός μισθών είναι ουσιαστικός, καθώς η οικονομική ανάπτυξη κερδίζει δυναμική που απαιτεί συνεργασία μεταξύ των αρχών και των κοινωνικών εταίρων κατά τον καθορισμό των κατώτατων μισθών», σημειώνει σχετικά στην επιστολή του προς το Ταμείο.
Ακόμη προσθέτει πως οι ελληνικές Αρχές λαμβάνουν γνώση της άποψης του ΔΝΤ σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τους κατώτατους μισθούς, αλλά δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην άποψη αυτή και παραμένουν πεπεισμένοι για την ανάλυση που έχουν παράσχει μέχρι στιγμής.
Οι Αρχές υπενθυμίζουν ότι οι διαδικασίες της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκής μεταχείρισης ανεστάλησαν προσωρινά το 2012 με καθορισμένο χρονικό ορίζοντα για την αποκατάσταση τους. Επιπλέον, αναφέρει πως στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος του ESM, δημιουργήθηκε μια ανεξάρτητη ομάδα εμπειρογνωμόνων με τη συναίνεση όλων των συνομιλητών, οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί με την αξιολόγηση αυτών των αρχών.
«Οι εμπειρογνώμονες τάχθηκαν υπέρ της επαναφοράς των δύο αρχών: ομόφωνα υπέρ της άρσης της αναστολής της αρχής της επεκτασιμότητας και πλειοψηφικά υπέρ της άρσης της αναστολής της αρχής της ευνοϊκής μεταχείρισης», τονίζεται στην επιστολή. «Δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις αυτές ανεστάλησαν προσωρινά με ακριβή ημερομηνία επανένταξης, οι ελληνικές αρχές διαφωνούν με την άποψη ότι η επαναφορά αποτελεί αντιστροφή της πολιτικής», σημειώνεται στην επιστολή Ψαλιδόπουλου.
Τέλος, στην επιστολή αναφέρεται πως οι ελληνικές Αρχές χαιρετίζουν το γεγονός ότι το ΔΝΤ αναγνωρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, σημειώνεται πως οι υποθέσεις που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους παραμένουν υπερβολικά απαισιόδοξες όσον αφορά στην ονομαστική ανάπτυξη, τη δημοσιονομική πορεία και τα ποσοστά αναχρηματοδότησης από τις αγορές, ιδίως λόγω του μεγάλου χάσματος παραγωγής, των χαμηλών ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας και των πολυάριθμων μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια.
«Σε σύγκριση με τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν από όλα τα άλλα θεσμικά όργανα, το βασικό σενάριο του ΔΝΤ είναι σύμφωνο με το αρνητικό σενάριο, αποτυγχάνοντας έτσι να ενσωματώσει τη δυνατότητα καλύτερων από αναμενόμενων αποτελεσμάτων. Αυτές οι ασύμμετρες παραδοχές οφείλονται σε ένα χαμηλότερο σενάριο πρωτογενών πλεονασμάτων, στην ανεπαρκή αξιολόγηση του αντίκτυπου των μεταρρυθμίσεων στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σε σημαντικά πιο απαισιόδοξες παραδοχές για το κόστος αναχρηματοδότησης σε σύγκριση με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα της αγοράς», αναφέρει σε έντονο ύφος ο κ. Ψαλιδόπουλος και υποστηρίζει πως «η λογική πίσω από αυτές τις υποθέσεις χρειάζεται μια λεπτομερή εξήγηση».