Πώς θα ρυθμιστούν χρέη επιχειρηματιών έως 50.000 ευρώ
Διευκρινιστική εγκύκλιο για τη ρύθμιση μέσω εξωδικαστικού μηχανισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών επιχειρηματιών κι επαγγελματιών που κυμαίνονται από 20.000 έως 50.000 ευρώ εξέδωσε ο ειδικός γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, Φώτης Κουρμούσης.
Πρόκειται για χρέη προς τράπεζες, Δημόσιο, ασφαλιστικούς φορείς κι άλλους πιστωτές και οι οδηγίες αυτές αφορούν τα κριτήρια αξιολόγησης των οφειλετών και διευθέτησης των οφειλών τους.
Σύμφωνα με τα κυριότερα σημεία, ένας οφειλέτης για να υπαχθεί στην αυτοματοποιημένη διαδικασία ρύθμισης πρέπει να κρίνεται βιώσιμος. Οι όροι που πρέπει να πληροί σωρευτικά είναι:
-Να έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων κατά την τελευταία χρήση ή σε δύο από τις τρεις τελευταίες χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης.
- Ο λόγος του συνόλου των προς ρύθμιση οφειλών κατά την 31η Δεκεμβρίου του 2016, μετά την αφαίρεση του συνόλου των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα, ποσοστού 95% των απαιτήσεων του Δημοσίου από πρόστιμα και ποσοστού 85% των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, προς το καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων να είναι ίσος ή μικρότερος από οκτώ.
Όταν η συνολική αξία της περιουσίας του οφειλέτη είναι τουλάχιστον 25 φορές μεγαλύτερη από τη συνολική οφειλή προς ρύθμιση, το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δεν επιτρέπεται να υποβάλλουν προτάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών ή να ψηφίζουν υπέρ τους.
Για τη ρύθμιση των χρεών οι ιδιώτες πιστωτές αφαιρούν το σύνολο των τόκων υπερημερίας, το Δημόσιο διαγράφει το 95% των απαιτήσεων από πρόστιμα της Εφορίας και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης το 85% των απαιτήσεων από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής.
Οι δόσεις της ρύθμισης μπορούν να φτάσουν τις 120 σε τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, το ελάχιστο ποσό να είναι τα 50 ευρώ. Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων στην περίπτωση των λοιπών ιδιωτών πιστωτών δεν επιτρέπεται να ξεπερνά τις 24 κι εφόσον τα χρέη προέρχονται από συμβάσεις παροχής εργασίας να μην είναι περισσότερες από έξι.