Λύση «καθαρής εξόδου» από το Μνημόνιο με στήριξη των τραπεζών
Μέχρι σήμερα το σενάριο της «καθαρής εξόδου» της Ελλάδος από το Μνημόνιο «σκόνταφτε» στην ΕΚΤ. Πλέον έχει βρεθεί αξιόπιστος τρόπος να ξεπεραστεί το εμπόδιο αυτό με μια κίνηση που θα ευνοήσει τόσο τις ελληνικές τράπεζες όσο και το Ελληνικό Δημόσιο.
Για όσους δεν το γνωρίζουν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποδέχεται σήμερα τα ομολόγα που της καταθέτουν οι ελληνικές τράπεζες ως ενέχυρα για να αντλούν ρευστότητα, αποκλειστικά επειδή η χώρα είναι σε πρόγραμμα στήριξης. Αυτό συμβαίνει διότι τα ελληνικά ομολόγα αξιολογούνται σήμερα ως «σκουπίδια» (junk) από τους οίκους αξιολόγησης, ήτοι ως ομόλογα τα οποία απέχουν από τον επιθυμητό τύπο επένδυσης.
Το μεγάλο πρόβλημα που απασχολούσε το δημόσιο διάλογο έως σήμερα και το οποίο είχε εγερθεί επανειλημμένα από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, ήταν πως εάν η χώρα βγει από το πρόγραμμα και παράλληλα δεν έχει λάβει από τους οίκους αξιολόγησης βαθμολογία που να καθιστά τα ομόλογά της επιλέξιμα ως ενέχυρα από την ΕΚΤ, -πάνω από τη βαθμίδα «σκουπιδιών» – τότε η Κεντρική Τράπεζα δεν θα μπορεί να δίνει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες.
« H αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και (β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους», ανέφερε η ΤτΕ για το θέμα στην τελευταία της έκθεση για τη νομισματική πολιτική.
Η ελληνική λύση στο πρόβλημα
Τα σοβαρά αυτά θέματα έρχεται να επιλύσει μια και καλή, μια εξαιρετικά δημιουργική λύση την οποία επεξεργάζεται ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών.
Η βασική ιδέα είναι ότι οι τράπεζες θα «προικοδοτηθούν» με καταθέσεις του Δημοσίου σε τέτοιο βαθμό που θα καλυφθεί η ανάγκη τους για ρευστότητα και έτσι δεν θα έχουν κανένα λόγο να προσφύγουν στην ΕΚΤ, τουλάχιστον έως ότου αναβαθμιστεί η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος στα εποπτικά επίπεδα που θέτει η Κεντρική Τράπεζα.
Πως θα γίνει αυτό; Το Δημόσιο θα αντλήσει από τις αγορές έως 9 δισ. ευρώ το επόμενο εξάμηνο προκειμένου να κτίσει το μαξιλάρι ασφαλείας για τη μετά το Μνημόνιο εποχή. Σε αυτά τα χρήματα θα προστεθούν ακόμη 9 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) προκειμένου το συνολικό απόθεμα ασφαλείας να αγγίξει τα 18 δισ. ευρώ και να καλύπτει πλήρως τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος έως τα τέλη του 2020.
Η λύση που επεξεργάζεται ο ΟΔΔΗΧ προβλέπει πως τα 9 δισ. ευρώ που θα αντλήσει το Δημόσιο από τις αγορές, αντί να κατατεθούν στο σύνολο τους στον ειδικό λογαριασμό που έχει ανοιχτεί στην Τράπεζα της Ελλάδος -και στον οποίο ήδη βρίσκονται 1,4 δισ. ευρώ για το «μαξιλάρι ασφαλείας»- θα κατατεθούν στις εμπορικές τράπεζες.
Με αυτή τη κίνηση θα υπερκαλυφθούν οι ανάγκες ρευστότητας των τραπεζών και θα απεξαρτηθούν από την ανάγκη πρόσβασης στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος ή στον ELA. Γιατί; Με τη κίνηση αυτή θα μειωθεί αισθητά το έλλειμμα ρευστότητας των τραπεζών, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των δανείων που έχουν χορηγήσει και των καταθέσεων τους.
Το κόστος που θα συνοδεύει αυτή τη λύση δεν θα είναι απαγορευτικό. Εάν αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα οι τράπεζες λαμβάνουν ρευστότητα με επιτόκιο 1,55% από τον έκτακτο μηχανισμό του Ευρωσυστήματος (ELA), το Δημόσιο αναμένεται να τους ζητήσει επιτόκιο κοντά στο 1% για περίπου 10 δισ. ευρώ καταθέσεων. Αυτό σημαίνει πως το Δημόσιο θα κερδίζει 100 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση από την κίνηση αυτή.
Ο ΟΔΔΗΧ στη θέση της ΕΚΤ
Αλλά οι δευτερογενείς επιπτώσεις της λύσης αυτής είναι ακόμη πιο σημαντικές. Μεταφέροντας 10 δισ. ευρώ καταθέσεων στις τράπεζες το Δημόσιο θα στείλει το μήνυμα πως τα τραπεζικά ιδρύματα είναι ασφαλή και πως δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα «κουρέματος» καταθέσεων ή άλλων κινδύνων στο μέλλον. Αυτό θα λειτουργήσει καταλυτικά στην πλήρη άρση των capital controls.
Αλλά τα θετικά δεν σταματούν εκεί. Μια τόσο μεγάλη ένεση ρευστότητας στις τράπεζες θα τροφοδοτήσει και την ικανότητα τους να χορηγούν δάνεια. Έτσι, πολλές αιτήσεις δανειοδότησης που σήμερα παραμένουν παγωμένες λόγω της απομόχλευσης των τραπεζικών ισολογισμών θα βρεθούν σε καλύτερη μοίρα. Τα χρήματα από τα δάνεια αυτά θα τροφοδοτήσουν την πραγματική οικονομία και θα λειτουργήσουν ως μηχανισμός τόνωσης της ανάπτυξης.
Με το μηχανισμό αυτό ουσιαστικά το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και ο ΟΔΔΗΧ θα υποκαταστήσουν για ένα διάστημα – έως ότου αναβαθμιστεί επαρκώς πιστοληπτικά η Ελλάδα – την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο ρόλο της τροφοδότησης των τραπεζών με ρευστότητα.
Το μόνο ενδιάμεσο βήμα προς τη λύση αυτή, έχει να κάνει με τα stress test των τραπεζών, καθώς θα πρέπει να καλυφτούν εγκαίρως τα όποια κεφαλαιακά κενά αναδείξουν τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ, ώστε εν συνεχεία να προικοδοτηθούν οι τράπεζες με τον πακτωλό καταθέσεων του Δημοσίου.
Παραδόξως, εφόσον αυτή η λύση εφαρμοστεί, η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα της Ευρωζώνης που θα έχει καταφέρει να βγει από το Μνημόνιο χωρίς να έχει κάνει χρήση του προγράμματος της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και χωρίς να στηρίζεται στη φθηνή ρευστότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.