Απρόθυμες οι ελληνικές κυβερνήσεις να περικόψουν τις φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών
«Πως οι Έλληνες εφοπλιστές αναβαθμίζουν τον ρόλο τους και γιατί αυτό κοστίζει στην Αθήνα εκατομμύρια» τιτλοφορείται μια μεγάλη έρευνα του Reuters για τους εφοπλιστές και την άρνηση των ελληνικών κυβερνήσεων να τους φορολογήσουν.
Οι Έλληνες εφοπλιστές λένε ότι είναι πολύ ισχυροί για να πληρώσουν φόρους. Όμως αν η Αθήνα φορολογούσε τους εφοπλιστές, όπως όλους τους άλλους, ο κλάδος θα ήταν κατά πολύ μικρότερος.
Την ημέρα που ανέλαβε το Υπουργείο Ναυτιλίας, τον Ιούνιο του 2012, ο Κωστής Μουσουρούλης, δέχτηκε στο γραφείο του έναν 90χρονο εφοπλιστή. Ακόμη θυμάται τα λόγια του: «Μη ξεχνάς, ο καλύτερος υπουργός ναυτιλίας είναι ο υπουργός που δεν κάνει τίποτα για την ναυτιλία. Είναι αυτός που μας αφήνει ήσυχους.»
Έτσι το θέλουν οι Έλληνες εφοπλιστές. Οι μεγιστάνες που κατέχουν έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους στον κόσμο αντιστάθηκαν σθεναρά σε όποιον αποπειράθηκε να τους φορολογήσει, απειλώντας ότι θα φύγουν από την χώρα κι ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πλήγμα για την οικονομία. Πρόσφατα, την ώρα που οι διεθνείς πιστωτές διέσωζαν επανειλημμένα την χώρα, οι δανειστές πίεζαν την Αθήνα να αυξήσει το μερίδιο φορολόγησης των εφοπλιστών. Εκείνοι αντιστάθηκαν σε κάθε προσπάθεια εγκατάλειψης των φοροαπαλλαγών που απολαμβάνουν και καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να τους αγγίξει.
«Η ναυτιλία είναι το μαξιλάρι της ελληνικής οικονομίας», λέει η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών.
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή λέει ότι η συνεισφορά της ναυτιλίας ανέρχεται στα 9 δις – ή στο 4% του ελληνικού ΑΕΠ
Αν κάποιος υπολογίσει και τα παρακλάδια της ναυτιλίας, τότε το ποσοστό εκτινάσσεται στο 7,5% του ΑΕΠ, ή περίπου στα 17 δις ευρώ το χρόνο. Στον κλάδο απασχολούνται 192.000 άνθρωποι, δηλαδή το 4% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας.
Όμως σύμφωνα με την ανάλυση του Reuters, ο ηρωικός ρόλος των εφοπλιστών στην ελληνική οικονομία είναι μύθος.
Κι αυτό γιατί οι Έλληνες εφοπλιστές περιλαμβάνουν στα στατιστικά τους δισεκατομμύρια που ποτέ δεν επιστρέφουν στην ελληνική οικονομία. Αν η Ελλάδα υπολόγιζε τις πληρωμές σε ελληνικές εταιρείες και ιδιώτες - όπως και οι άλλες χώρες – η συμβολή της ναυτιλίας θα ήταν ισοδύναμη με περίπου 1% του ΑΕΠ.
Για την Ελλάδα, το κόστος των φοροαπαλλαγών που απολαμβάνουν οι εφοπλιστές ισούται με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αν και το ποσό αυτό συγκρινόμενο με το ελληνικό χρέος είναι μικρό, την ίδια στιγμή άλλες κατηγορίες πολιτών πρέπει να «σφίξουν το ζωνάρι». Η χώρα έχει περικόψει τα επιδόματα ανεργίας κατά 1/5, τις δαπάνες υγείας κατά 1/10 στα χρόνια μεταξύ του 2009 και του 2012 στο πλαίσιο περικοπών των δαπανών που προβλέπεται από τα προγράμματα διάσωσης της Ε.Ε. και του ΔΝΤ.
Οι φοροαπαλλαγές των αγροτών κόπηκαν και η Ελλάδα αύξησε την φορολογία της μεσαίας τάξης. Από την άλλη, οι μεγιστάνες της ναυτιλίας, εξακολουθούν να έχουν φοροαπαλλαγές που διασφαλίζονται από το Σύνταγμα.
Οι εφοπλιστές «είναι ισχυροί, βάζουν τα μέσα ενημέρωσης να γράψουν ό,τι θέλουν,» λέει ο οικονομολόγος και πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου στο Reuters. Και μόλις τολμήσεις να τους αγγίξεις τους ακούς να λένε "Είμαστε το 7% του ΑΕΠ, φέρνουμε 17 δις στην οικονομία κάθε χρόνο, 200.000 θέσεις εργασίας...". Μόνο που δεν είναι έτσι».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κυβερνητικό κόμμα του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, αρχικά είχε δεσμευθεί να βάλει τέλος στις γενναίες φοροαπαλλαγές του κλάδου. Ο υπουργός Ναυτιλίας, Θοδωρής Δρίτσας, αναγνωρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι εφοπλιστές δεν είναι αποτελεσματικός. Ο ίδιος δηλώνει ότι η κυβέρνηση πρόκειται να αναθεωρήσει το φορολογικό σύστημα κι ότι θα δώσει τις λεπτομέρειες την επόμενη χρονιά.
Όμως ενώ υποστηρίζει ότι οι αλλαγές στην φορολόγηση των εφοπλιστών είναι πιθανές, η κυβέρνηση φαίνεται απρόθυμη να υπερασπιστεί οτιδήποτε θα έθετε σε κίνδυνο την ναυτιλία.
«Αυτό που είναι σημαντικό για εμάς είναι να διατηρήσουμε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής ναυτιλίας», λέει ο υπουργός.
Η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών δεν θέλησε να κάνει κάποιο σχόλιο για την ανάλυση του Reuters, όμως είπε ότι οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι χρησιμοποίησε πολιτική επιρροή ή τα μέσα ενημέρωσης για την διαιώνιση ανακριβειών σχετικά με την οικονομική συμβολή του κλάδου, αποτελεί «έναν εντελώς ψευδή ισχυρισμό».