ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Στα 15 δισ. ευρώ ετησίως το επενδυτικό έλλειμμα στην Ελλάδα

Στα 15 δισ. ευρώ ετησίως το επενδυτικό έλλειμμα στην Ελλάδα
Thessaloniki Summit

Η βιωσιμότητα των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που καλείται να επιτύχει η Ελλάδα σε μεσοπρόθεσμη βάση, αλλά και το επενδυτικό έλλειμμα που μαστίζει τη χώρα βρέθηκαν στο επίκεντρο του διήμερου συνεδρίου Thessaloniki Summit, που διοργανώνει στην πόλη ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδας (ΣΒΒΕ).

Ο τομεάρχης Οικονομικών της ΝΔ Χρήστος Σταϊκούρας χαρακτήρισε ως οικονομικά μη αποδοτική και κοινωνικά άδικη την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, που ακολουθείται τα τελευταία 2,5 χρόνια και επισήμανε ότι τα πολύ υψηλά πλεονάσματα είναι ανέφικτα για μακρές χρονικές περιόδους, ιδίως σε χώρες που βίωσαν βαθιά και παρατεταμένη ύφεση και έχουν υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας.

Αναφερόμενος στο πρόβλημα βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, ο κ. Σταϊκούρας επισήμανε ότι «παραμένει κρίσιμης σημασίας για την οικονομία και την πορεία της χώρας, παρά την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2013 και τη βελτίωση του "προφίλ" του από το 2012. Αποδεικνύεται έτσι ότι η δημοσιονομική ισορροπία και οι παρεμβάσεις ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους συνιστούν μεν αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της βιωσιμότητάς του, δεν αποτελούν, όμως από μόνα τους, και ικανή συνθήκη. Και αυτό γιατί, συγχρόνως, απαιτείται η επίτευξη και διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης».

Ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πάνος Τσακλόγλου ανέφερε από την πλευρά του πως δεν τυγχάνουν διεθνούς αποδοχής τα δύο βασικά επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης για τα πλεονάσματα, δηλαδή ότι ο ελληνικός λαός έχει υποφέρει πολύ και ότι ουδείς μπορεί να διατηρήσει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Ενδεικτικά ανέφερε το παράδειγμα του Βελγίου, που όπως είπε, με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ κατάφερε να διατηρήσει υψηλά πλεονάσματα για 28 χρόνια και μέχρι το 2008, με μέσο πλεόνασμα 3,8%.

Πάντως, υπενθύμισε δε ότι σε χώρες όπως το Βέλγιο το χρέος το διακατείχαν κυρίως οι τράπεζες, κάτι που σημαίνει πως ότι πλεόναζε διατίθετο στην οικονομία για την ανάπτυξη, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας, που το χρέος το κατέχει κυρίως ο δημόσιος τομέας, οτιδήποτε προκύπτει σε πρωτογενές πλεόνασμα μεταφέρεται στο εξωτερικό, με ότι αυτό σημαίνει για την οικονομία.

Περισσότερο αισιόδοξος σήμερα για την ελληνική οικονομία, συγκριτικά με επτά χρόνια πριν, δήλωσε ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα, Κρίς Άλεν. Αν και αναγνώρισε πως το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα είναι «πολύ φτωχό», τόνισε ότι υπάρχουν όπως ο τουρισμός, η αγροδιατροφή, τα logistics, η πληροφορική και οι επικοινωνίες που παρουσιάζουν όντως μεγάλο ενδιαφέρον.

Ο κ. Άλεν επισήμανε ότι η υλοποίηση της επένδυσης στο Ελληνικό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την στην προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων, αλλά και ότι η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης μπορεί να αποτελέσει πηγή επενδύσεων.

Ωστόσο, ανέφερε πως υπάρχει μεγάλο κενό επενδύσεων στην Ελλάδα, που βρίσκεται στο 11% του ΑΕΠ, και τόνισε ότι η χώρα χρειάζονται 15 δισ. ευρώ ετησίως προκειμένου να φτάσει το μέσο ευρωπαϊκό όρο.

«Η προσέλκυση επενδύσεων συνεπάγεται βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος» και στο πλαίσιο αυτό επισήμανε ότι «ακόμη υπάρχουν πολλά εμπόδια», όπως η μη εφαρμογή των νόμων, οι δυσκολίες στις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις, τα δομικά προβλήματα στα ενεργειακά δίκτυα και οι καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις.