Μιχάλης Κατρίνης: Οι οριακές αντοχές της ελληνικής οικονομίας
Ανανεώθηκε:
Η πανδημία μετά από δύο περίπου χρόνια από την αρχική της εμφάνιση έχει πάψει, πλέον, να λογίζεται ως σοκ.
Αντίθετα, αποτελεί καθοριστικό και σχεδόν μόνιμο παράγοντα της καθημερινότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται τους τελευταίους πολλούς μήνες.
Και μπορεί οι αλλαγές που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε στις αρχές του 2020 να ήταν απρόσμενες και δραματικές, σε βαθμό που καμία κοινωνία ή οικονομία δεν μπορούσε να είναι επαρκώς προετοιμασμένη, ωστόσο σήμερα, στη νέα χρονιά που ήδη διανύουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για πρωτοφανή κατάσταση.
Δυστυχώς, όμως, σε ένα παρεμφερές με τις υπόλοιπες δυτικές χώρες επιβαρυμένο περιβάλλον, την χώρα μας την κατατρέχει μια επιπλέον «δουλεία»: μπήκε στη νέα υγειονομική και οικονομική κρίση, δίχως να έχει απαντήσει πειστικά, στα όσα την οδήγησαν στην υπερδεκαετή οικονομική κρίση.
Δεν έγιναν καίρια βήματα σε κρίσιμα ζητήματα όπως η δημοσιονομική εξυγίανση, η μεταρρύθμιση του δημοσίου, η πραγματική προσέλκυση επενδύσεων, ο εκσυγχρονισμός του κοινωνικού κράτους και του ΕΣΥ και η ουσιαστική αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου στις συνθήκες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Και όλα αυτά παραμένουν ακόμη ανολοκλήρωτα σήμερα, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης της ΝΔ, όταν αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας πριν από δυόμιση χρόνια.
Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε πρόβλεψη για το 2022 είναι κυριολεκτικά επισφαλής. Πρόκειται για ένα στοίχημα, το οποίο κανείς δεν γνωρίζει αν θα βγει για τη χώρα, με πρώτους τους διεθνείς πιστοληπτικούς οίκους που εξακολουθούν να εμφανίζονται διστακτικοί σε αξιολογήσεις τους που θα εντάξουν τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα. Και αυτό από μόνο του δείχνει ότι το κυβερνητικό αφήγημα περί «θωρακισμένης» ελληνικής οικονομίας, που θα κινείται στο διηνεκές με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης, είναι έωλο.
Και πως να μην είναι έωλο, όταν τα δύο διαχρονικά δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή το εμπορικό έλλειμμα και το πρωτογενές έλλειμμα παραμένουν, με αποτέλεσμα τα ελληνικά δεκαετή ομόλογα να εκτιναχθούν προς τα πάνω, μόλις η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι τα προγράμματα στήριξης των ευρωπαϊκών οικονομιών βαίνουν προς το τέλος τους.
Ταυτόχρονα, επιτείνοντας την τέλεια οικονομική «καταιγίδα» που συμπληρώνει την υγειονομική, είχαμε στο δεύτερο μισό του 2021 και την έλευση ενός πληθωριστικού κύματος, μετά από πολλά χρόνια. Η ακρίβεια αφού «ξορκίστηκε» τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ως δήθεν «προσωρινή», σήμερα, συνομολογείται από όλους, πως θα έχει περισσότερο μόνιμα χαρακτηριστικά.
Συνεπώς, απαιτεί γενναία μέτρα για την αντιμετώπισή της, προς αποφυγή φαινομένων ακραίας φτωχοποίησης των αδυνάτων κοινωνικών στρωμάτων. Ωστόσο, η κυβερνητική ρητορική περί ισχυρής και στέρεας οικονομικής ανάπτυξης αδυνατίζει ακόμη περισσότερο, όταν ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης και ο υπουργός Οικονομικών παραδέχονται πως, παρά τις ανατιμήσεις, δε μπορούν να μειώσουν τον ΦΠΑ σε βασικά είδη του καλαθιού της νοικοκυράς, εξαιτίας του κινδύνου «δημοσιονομικού εκτροχιασμού».
Οι όροι του παιχνιδιού θα μπορούσαν να αλλάξουν, βέβαια, αν γινόταν μια ορθολογικότερη διαχείριση των πολυαναμενόμενων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Και σε αυτό το πεδίο, ωστόσο, η κυβέρνηση της ΝΔ επέδειξε συντηρητικά αντανακλαστικά, επιβεβαιώνοντας τις πολιτικές της εξαρτήσεις, αφού ενίσχυσε μόνο τις λίγες και ήδη ισχυρές επιχειρήσεις, αφήνοντας στη «μοίρα» τους το βασικό κορμό της ελληνικής οικονομίας, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα; Οι μικρές επιχειρήσεις κυριολεκτικά «πνίγονται», εξαιτίας του αποκλεισμού τους τόσο από τον τραπεζικό δανεισμό, όσο και από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, οδηγούμενες σε κατάσταση μόνιμης υστέρησης στην καλύτερη περίπτωση ή και «λουκέτου» στη χειρότερη.
Το 2022 θα μπορούσε να σημάνει την είσοδο σε μια μετα-πανδημική πραγματικότητα με όρους αισιοδοξίας, αν η χώρα άλλαζε πολλούς από τους συντελεστές με τους οποίους προσπαθεί να λύσει τα προβλήματά της.
Όσο όμως οι βασικότεροι συντελεστές της εξίσωσης παραμένουν, μια ΝΔ προσανατολισμένη στην άνευ όρων ενίσχυση των ισχυρών και μια αξιωματική αντιπολίτευση χωρίς ουσιαστικές προτάσεις, η κατάσταση δυστυχώς θα παραμένει στο τέλμα μιας μη βιώσιμης οικονομίας και σε ένα «success story» δίχως αντίκρισμα.
* Ο Μιχάλης Κατρίνης είναι Βουλευτής και πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΙΝΑΛ