Παναγιώτης Καπόπουλος: Επενδυτική ανάκαμψη και πληθωριστικές προσδοκίες
Ανανεώθηκε:
Η νέα κανονικότητα στο μεταπανδημικό περιβάλλον αναμένεται να έχει ως βασικό δομικό στοιχείο, τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, καθώς η πανδημία, επιτάχυνε τεκτονικές αλλαγές που αναμένονταν να λάβουν χώρα μεταγενέστερα αναδεικνύοντας νέους κινδύνους αλλά και σημαντικές ευκαιρίες για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία.
O πληθωρισμός, σε αρκετές χώρες, καταγράφει ιστορικά υψηλά πολλών ετών. Οι πληθωριστικές πιέσεις συνδέονται με τη ραγδαία αύξηση των τιμών ενέργειας και της αναντιστοιχίας μεταξύ της αυξημένης ζήτησης και της αδύναμης προσφοράς, λόγω των δυσχερειών που επέφερε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Στην Ελλάδα το πληθωριστικό φαινόμενο εξελίσσεται με μικρή καθυστέρηση και ελαφρώς μικρότερη ένταση σε σύγκριση με την Ευρωζώνη.
Η διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων είναι καθοριστικής σημασίας καθώς η άνοδος του επιπέδου τιμών σε βασικά προϊόντα και κυρίως στην ενέργεια, επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, συμπιέζοντας εν τέλει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Ωστόσο, η συσσώρευση αποταμιεύσεων το προηγούμενο διάστημα, καθώς και οι φορολογικές ελαφρύνσεις και οι μεταβιβάσεις (π.χ. η επιδότηση ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου θέρμανσης για τη χειμερινή περίοδο 2021-2022), αντισταθμίζουν εν μέρει την αρνητική επίπτωση του πληθωρισμού στο διαθέσιμο εισόδημα και συνεπώς στην κατανάλωση.
Στον μεσοχρόνιο ορίζοντα, πρόσθετες αιτίες ανησυχίας είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, το κόστος μετάβασης από τα επιβαρυντικά για το περιβάλλον ορυκτά καύσιμα στις ανακυκλώσιμες πηγές ενέργειας ενδέχεται να προσδώσει μονιμότερα χαρακτηριστικά στο πληθωριστικό φαινόμενο, καθώς η χρήση του φυσικού αερίου ως καυσίμου μετάβασης σε συνδυασμό με τους γεωπολιτικούς κινδύνους που συνδέονται με τη διένεξη Ρωσίας - Ουκρανίας πιθανόν να κρατήσουν υψηλά την τιμή του. Δεύτερον, η αναζωπύρωση των πληθωριστικών προσδοκιών μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρές δευτερογενείς επιδράσεις που θα έθεταν σε κίνηση μία σπειροειδή εξέλιξη τιμών-μισθών, ένα φαινόμενο που επικρατούσε στη χώρα μας σε προηγούμενες δεκαετίες.
Εκτός των ανωτέρω προκλήσεων, η νέα χρονιά θα αναδείξει σημαντικές ευκαιρίες για την Ελλάδα. Η ταχεία και ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2021, οδήγησε στην ανάκτηση μεγάλου μέρους των απωλειών που προκάλεσε η υφεσιακή διαταραχή του προηγούμενου έτους. Τούτο οφείλεται κυρίως στην καλύτερη του αναμενομένου επίδοση των εξαγωγών υπηρεσιών, λόγω της αξιοσημείωτης ανάκαμψης του τουρισμού και της ισχυρής αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Το 2022, το μίγμα της οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να διαφοροποιηθεί σημαντικά, με μεγαλύτερη συμμετοχή των επενδύσεων, με αποτέλεσμα η νέα χρονιά να περιορίσει περαιτέρω του επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε κατά τη μακρά ύφεση που ακολούθησε την κρίση χρέους το 2010. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η ενεργοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα, μέσω επενδυτικών προγραμμάτων και μόχλευσης από το τραπεζικό σύστημα.
Επιπλέον, καθοριστικής σημασίας στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων είναι η βελτίωση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και η μείωση της απόκλισης από την επενδυτική βαθμίδα. Ο στόχος αυτός είναι εφικτός, αφού οι ιδιαίτερα ισχυροί ρυθμοί μεγέθυνσης σε ονομαστικούς όρους, σε συνδυασμό με τις χαμηλές ονομαστικές πληρωμές τόκων, θα οδηγήσουν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε πτωτική πορεία. Η πρόσφατη διεύρυνση, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), του χρονικού ορίζοντα επανεπένδυσης σε ελληνικούς τίτλους, μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων τον προσεχή Μάρτιο, δύναται να διασφαλίσει τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας στο μεσοδιάστημα, μέχρι την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, από τη χώρα μας.
Τέλος, η ανάγκη για κοινωνική αποστασιοποίηση την περίοδο της πανδημίας ενίσχυσε έτι περαιτέρω τον ψηφιακό μετασχηματισμό σε πολλούς κλάδους της οικονομίας. Ο ρυθμός υιοθέτησης της τεχνολογίας αναμένεται να διατηρηθεί αμείωτος και ενδεχομένως να επιταχυνθεί σε ορισμένους κλάδους, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των υφιστάμενων θέσεων εργασίας να αλλάξει σημαντικά ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκτελούνται, υπό την έννοια ότι μπορεί να αυτοματοποιηθεί μέρος των εργασιών ή να προκύψουν νέα αντικείμενα εργασίας που σχετίζονται πρωτίστως με την τεχνολογία. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση και οι επιχειρήσεις καλούνται να υιοθετήσουν πολιτικές επανεκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού, με σκοπό την απόκτηση νέων δεξιοτήτων.
* Ο Παναγιώτης Καπόπουλος είναι Chief Economist της Alpha Bank