Σούπερ μάρκετ: Ήρθε για να μείνει η ιδιωτική ετικέτα
Μπορεί η Ελλάδα να υπολείπεται ακόμα σημαντικά, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στο μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας επί των συνολικών πωλήσεων των σούπερ μάρκετ, ωστόσο, τουλάχιστον σε συγκεκριμένες κατηγορίες, φαίνεται πως έχουν «εισχωρήσει» για τα ...καλά στα καλάθια των καταναλωτών.
Η στροφή σημαντικής μερίδας Ελλήνων καταναλωτών στα Private Label προϊόντα, εκείνων δηλαδή που παράγουν οι εταιρείες για λογαριασμό των αλυσίδων σούπερ μάρκετ και φέρουν το σήμα τους, παρατηρήθηκε και κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Επανήλθαν σε ανοδική «τροχιά» εκ νέου μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης όταν οι καταναλωτές άρχισαν να αναζητούν οικονομικότερες λύσεις ως «αντίδοτο» στην ακρίβεια.
Σχεδόν 1,5 χρόνο μετά, τα στοιχεία της NielsenIQ για το α΄ εξάμηνο του 2023, στα οποία πλέον συμπεριλαμβάνονται και τα πραγματικά δεδομένα από το discount κανάλι των σούπερ μάρκετ – σημαντικό για την μέτρηση πωλήσεων των PL προϊόντων – εμφανίζουν το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας στο 24,8%. Σε κατηγορίες μάλιστα όπως εκείνη των προϊόντων οικιακής φροντίδας το ποσοστό φτάνει το 35,2%. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι παρότι η μέση τιμή πώλησης των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας έχει αυξηθεί σημαντικά – ποσοστιαία ακόμη και περισσότερο σε σχέση με τα επώνυμα – εντούτοις συνεχίζουν να «προσελκύουν» καταναλωτές, καθώς συγκριτικά παραμένουν οικονομικότερες επιλογές κατά τις αγορές τους.
Δυσκολότερα στα τρόφιμα
Πρόσφατη έρευνα της ΕΥ έδειχνε ότι οι Έλληνες εμφανίζονταν πιο απρόθυμοι να «εγκαταλείψουν» τα επώνυμα προϊόντα στις κατηγορίες των τροφίμων και των ποτών (αλκοολούχων και μη αλκοολούχων) ενώ αντίθετα η τάση προς τα PL ήταν εντονότερη σε κατηγορίες που αφορούσαν στα είδη φροντίδας του σπιτιού. Κάτι άλλωστε που φαίνεται αναμενόμενο καθώς ευκολότερα μάλλον ένας καταναλωτής θα αλλάξει την σταθερή επιλογή του σε χαρτικά ή απορρυπαντικά, σε σχέση με κάποιο προϊόν της καθημερινής διατροφή του.
Τα στοιχεία των εταιρειών μετρήσεων πάντως δείχνουν πως ακόμη και σε βασικές κατηγορίες τροφίμων και κυρίως σε εκείνες με τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις όπως για παράδειγμα σε γαλακτοκομικά, ελαιόλαδο, αλεύρι, συσκευασμένο κρέας, τα μερίδια των PL προϊόντων αυξήθηκαν σε σημαντικό ποσοστό μετά την ενεργειακή κρίση. Παρότι βεβαίως δεν προσέγγισαν τα αντίστοιχα ποσοστά άλλων κατηγοριών, αποτελεί γεγονός ότι «έκοψαν» πωλήσεις από αντίστοιχα επώνυμα της δικής τους κατηγορίας.
Τάση που θα παραμείνει;
Με τις ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά να συνεχίζονται, υπάρχει από τη μία πλευρά η εκτίμηση στελεχών της αγοράς ότι η διαρκής άνοδος της ιδιωτικής ετικέτας είναι για ακόμη μία φορά συγκυριακή, όσο παραμένουν οι πληθωριστικές πιέσεις δηλαδή.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο είναι πολλοί πλέον εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα δεδομένα στην αγορά πλέον είναι εντελώς διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν. Όπως και η συμπεριφορά των καταναλωτών που έχει αλλάξει έπειτα από τις διαδοχικές κρίσεις τις οποίες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν -τη μία μετά την άλλη- τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, σημειώνουν, να συγκρίνουμε τις σημερινές αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών με εκείνες προ πανδημίας όταν σε λίγους μήνες θα έχει συμπληρωθεί μία πενταετία πολλαπλών αλλαγών σε πολλά μάλιστα επίπεδα, που έφερε η υγειονομική αρχικά και η ενεργειακή κρίση στη συνέχεια.
Επιπλέον η εικόνα στη συνείδηση των καταναλωτών για τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε έναν σημαντικό βαθμό έχει βελτιωθεί σε σχέση με το παρελθόν. Τουλάχιστον σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων – λιγότερο στα τρόφιμα- μειώνεται συνεχώς το ποσοστό όσων τα θεωρούσαν κατώτερης ποιότητας σε σχέση με τα επώνυμα.
Τέλος στελέχη της αγοράς του λιανεμπορίου προχωρούν στην εκτίμηση ότι όταν ο καταναλωτής κάνει τελικά την επιλογή και «εγκαταλείψει» ένα προϊόν για ένα άλλο τελικά δημιουργείται μία νέα συνήθεια με το καινούριο και δύσκολα θα επιστρέψει κάποια στο προηγούμενο, όταν μάλιστα αυτή διατηρείται για ένα εύλογο χρονικό διάστημα.