ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ξεκίνησε το «παζάρι» για τα πρωτογενή πλεονάσματα

Ξεκίνησε το «παζάρι» για τα πρωτογενή πλεονάσματα

«Η συζήτηση στο Eurogroup του Δεκεμβρίου θα αφορά το πόσο σφικτά θα κρατά η Γερμανία τα λουριά στην Ελλάδα». Με την έκφραση αυτή -που παραπέμπει στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδος, θεσμών και Ευρωζώνης για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων του ελληνικού προγράμματος- έμπειρος αξιωματούχος των Βρυξελλών απάντησε στο CNN Greece για το τι πρέπει να περιμένουμε στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.

Η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από τις αρχές Νοεμβρίου – το δεκαετές έχει υποχωρήσει στο 7,4% από το υψηλό έτους του 11,8% - έχει καταδείξει πως οι αγορές προεξοφλούν μια θετική κατάληξη στο ζήτημα της απομείωσης του βάρους του χρέους. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ωστόσο πως η προσοχή των επενδυτών δεν επικεντρώνεται στις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος που έως το 2030 δεν θα ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ, αλλά στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Γιατί; Διότι η συνέχιση της λιτότητας – ειδικά σε βάθος πέραν της δεκαετίας - ερμηνεύεται από τους επενδυτές ως εν δυνάμει πηγή αδυναμίας και πολιτικής αστάθειας. Δεδομένου δε πως στην αποδεκατισμένη από την επταετή ύφεση ελληνική οικονομία η επιβολή νέων φόρων και η περικοπή ανελαστικών δαπανών απλά χειροτερεύει την κατάσταση, ο καθορισμός των πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα συμβατά με τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας είναι για τις αγορές και ο «δείκτης ρίσκου» για τη χώρα.

Αυτό το ξέρει το ΔΝΤ και για το λόγο αυτό επιμένει διαρκώς σε δημόσιες τοποθετήσεις του να τοποθετεί στο 1,5% του ΑΕΠ το όριο στο οποίο μπορούν να κινηθούν με ρεαλιστικές παραδοχές τα πρωτογενή πλεονάσματα της Ελλάδος σε βάθος χρόνου. Η ελληνική πλευρά συντάσσεται στην ίδια γραμμή και ζητά το πλεόνασμα του 3,5% να ισχύσει μόνον για το 2018 και ύστερα να προσαρμοσθεί στα επίπεδα του 2% του ΑΕΠ.

Αυτό όμως δεν αρκεί στη Γερμανία που θέλει να χρησιμοποιεί τη δημοσιονομική σύσφιγξη στην Ελλάδα ως μέσω πίεσης, αλλά και εγχώριας πολιτικής κατανάλωσης. Το επιχείρημα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι πως όσο μεγαλύτερα θα είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα, τόσο ταχύτερα θα μειώνεται το χρέος. Η λογική αυτή ωστόσο παραβλέπει το θεμελιώδη κανόνα πως ο μονός τρόπος για να μειωθεί το χρέος σε απόλυτους όρους είναι η επίτευξη ανάπτυξης, την οποία όμως τα διαρκή μέτρα λιτότητας υποσκάπτουν σε συνεχή βάση.

Ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ απεκάλυψε χθες πως η Ευρωζώνη θα εκκινήσει άμεσα συζητήσεις για το θέμα αυτό με το ΔΝΤ. Συγκεκριμένα δήλωσε τα εξής: «Ένα από τα ζητήματα που θα πρέπει να δούμε είναι αυτό των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν οριστεί από το 2018 και σε μεσοπρόθεσμη βάση στο 3,5% του ΑΕΠ. Έρχεται το σημείο που πρέπει να καθορίσουμε τι σημαίνει μεσοπρόθεσμο και πότε θα μειώσουμε αυτό το στόχο. Είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητήσουμε με το ΔΝΤ πριν καταστεί δυνατή η κατάρτιση της έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους».

Η νέα στρατηγική της κυβέρνησης

Η ελληνική πλευρά δίνει μεγάλο βάρος στην υπόθεση των πρωτογενών πλεονασμάτων (και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι το 2019 είναι εκλογικό έτος). Η νέα φρασεολογία που υιοθετεί η κυβέρνηση για το χρέος και η οποία έχει ήδη δημοσιοποιηθεί από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη είναι ότι μπορούμε να μειώσουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα σε χαμηλά και ρεαλιστικά επίπεδα χωρίς να κάνουμε κάτι περισσότερο από αυτό που ήδη έχουν δεσμευτεί από τις 25 Μαΐου να υλοποιήσουν τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο Eurogroup.

«Εμάς ακόμη και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους μας εξυπηρετούν. Δείτε πόσο χαμηλά έχουν μειωθεί οι αποδόσεις των διετών ομολόγων. Αυτές θα πάνε ακόμη χαμηλότερα το επόμενο δίμηνο, διότι οι επενδυτές αναμένουν την υπαγωγή μας στο QE», αναφέρει κυβερνητικό στέλεχος στο CNN Greece, αποσαφηνίζοντας πως αν και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος δεν χρειάζεται να υλοποιηθούν άμεσα, αλλά στο τέλος του προγράμματος, ωστόσο η παραμετροποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων πρέπει να γίνει τώρα.

Αυτό η Ελλάδα το ζητά αφενός για να ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αφετέρου για να δώσει από τώρα το σήμα στις αγορές και στην ιδιωτική οικονομία ότι σε χρονικό ορίζοντα δύο ετών, το 2019 θα υπάρχει ο κατάλληλος δημοσιονομικός χώρος για να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές των επιχειρήσεων και αντίστοιχα, οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, παρεμβάσεις που θα οδηγήσουν σε τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και θα ενισχύσουν τον ενάρετο κύκλο για την ελληνική οικονομία.

Θέση του οικονομικού επιτελείου -που ασπάζονται και οι θεσμοί - είναι πως μια τέτοια εξέλιξη θα αποκαταστήσει σε ικανό βαθμό την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στη δυνατότητα της Ελλάδος να εξυπηρετεί το χρέος της και θα οδηγήσει σε σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου, συμπαρασύροντας το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα συνολικά (των τραπεζών αλλά και επιχειρήσεων που εκδίδουν ομολογιακά δάνεια).