Γερμανικές εκλογές 2017: Η ιστορία των κομμάτων και το μέλλον τους μετά τις εκλογές
Συμμετοχή στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση; Αυτό είναι ιστορικά το διακύβευμα για τα γερμανικά κόμματα με τις πολιτικές συμμαχίες να παρασύρουν κόμματα «βαρέων βαρών», όπως οι συντηρητικοί και οι σοσιαλδημοκράτες, που είναι αντίθετα σε θέματα αρχής, σε έναν κοινό χορό. Ακολουθούν οι έξι κυριότεροι σχηματισμοί και τι αναμένουν από την ψηφοφορία της 24ης Σεπτεμβρίου:
Κατηγορία βαρέων βαρών: στόχος η καγκελαρία
Μετά τoν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όλες οι κυβερνήσεις στη Δυτική Γερμανία και στη συνέχεια στην ενωμένη Γερμανία είχαν επικεφαλής το κόμμα Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), σε συμμαχία με τους βαυαρούς συντηρητικούς της CSU, ή, σπανιότερα, με τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα υπήρξαν μάλιστα εταίροι σε τρεις «μεγάλους συνασπισμούς», από τους οποίους οι δύο υπό την ηγεσία της Άνγκελα Μέρκελ, το 2005-2009 και από το 2013.
Επικεφαλής με μεγάλη διαφορά στις δημοσκοπήσεις, οι συντηρητικοί της Μέρκελ φαίνονται έτοιμοι να διατηρήσουν την καγκελαρία, με μια πολιτική γραμμή που κινείται στο κέντρο, αλλά θα πρέπει να βρουν έναν ή περισσότερους εταίρους.,
Το SPD μπορεί ως εκ τούτου να χρειαστεί να αποφασίσει στις 24 Σεπτεμβρίου αν θέλει να κυβερνήσει ή αν θέλει να βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Θα μπορούσε να «ωφεληθεί αν περάσει κάποιο καιρό στην αντιπολίτευση», εκτιμά στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Τίμο Λοχότσκι, πολιτειολόγος στο Γερμανικό Ίδρυμα Μάρσαλ. Διότι το πιο παλιό κόμμα στη Γερμανία διέρχεται τόσο μια κρίση στρατηγικής όσο και μια κρίση ταυτότητας: το γεγονός ότι ήταν ο «μικρότερος εταίρος» των συντηρητικών είχε ως αποτέλεσμα η κριτική του προς την κ. Μέρκελ να μην «ακούγεται».
Από την άλλη, το SPD έχασε ένα μέρος της λαϊκής βάσης του μεταρρυθμίζοντας την αγορά εργασίας και το σύστημα χορήγησης κοινωνικών επιδομάτων από το 2003 έως το 2005 -- μια μεταρρύθμιση, όμως, στην οποία πιστεύεται πως οφείλεται η σημερινή οικονομική ευημερία της Γερμανίας, η οποία πιστώνεται, ωστόσο, στην καγκελάριο.
Φιλελεύθεροι και Πράσινοι: στόχος η κυβέρνηση
Για καιρό «κόμμα ρυθμιστής» που μπορεί να σχηματίζει και να λύνει συνασπισμούς, οι φιλελεύθεροι του FDP υπέστησαν το 2013 τόσο μεγάλη εκλογική ήττα (4,76%) ώστε δεν κατάφεραν ούτε να μπουν στο κοινοβούλιο. Η επιστροφή τους στην Μπούντεσταγκ θα ήταν μια νίκη για τον νεαρό ηγέτη του κόμματος και θα τους έδινε τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν μια συμμαχία με τους συντηρητικούς.
Οι Πράσινοι, που εισήλθαν στην κυβέρνηση από το 1998 έως το 2005 υπό την ηγεσία του SPD, θα πρέπει να διασαφηνίσουν τη γραμμή τους: θα κυβερνήσουν αυτή τη φορά με τους συντηρητικούς και τους φιλελεύθερους, σε έναν γάμο χωρίς προηγούμενο σε ομοσπονδιακό επίπεδο; Ή θα συμβιβαστούν στην αντιπολίτευση του SPD και της ριζοσπαστικής αριστεράς;
Αυτό το ζήτημα τακτικής συνοδεύεται από μια θεμελιώδη συζήτηση: με τη σταδιακή εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας που αποφασίστηκε το 2011, στη συνέχεια με την έγκριση, φέτος, του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, οι Πράσινοι έχουν χάσει τα δυο ιστορικά θέματα της ατζέντας τους και είναι υποχρεωμένοι να αναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους.
AfD και Die Linke: σταθερά στην αντιπολίτευση
Το κόμμα της γερμανικής λαϊκής δεξιάς, που ιδρύθηκε την άνοιξη του 2013, απέτυχε το επόμενο φθινόπωρο να εισέλθει στην Μπούντεσταγκ, την κάτω βουλή του κοινοβουλίου. Με τις δημοσκοπήσεις να του δίνουν ποσοστά γύρω στο 8-10%, το κόμμα φαίνεται αυτή τη φορά ότι θα τα καταφέρει.
Το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς Die Linke, που ιδρύθηκε το 2007 από κομμουνιστές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και απογοητευμένους του SPD, είναι εταίρος σε συνασπισμούς πολλών περιφερειακών κυβερνήσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη του Βερολίνου.
Όμως η είσοδός του σε μια κυβέρνηση υπό το SPD σε ομοσπονδιακό επίπεδο θεωρείται για την ώρα ένα πολύ απίθανο σενάριο. Ο σοσιαλιστικός λόγος του στην οικονομία, η απαίτησή του να βγει η Γερμανία από το ΝΑΤΟ και να σταματήσει να στέλνει στρατεύματα στο εξωτερικό είναι ανυπέρβλητες γραμμές για τους σοσιαλδημοκράτες.