Κυπριακό: Τι αποφάνθηκαν διεθνείς νομικοί σύμβουλοι για τη διάσκεψη της Γενεύης
Αναφαίρετο δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι να απορρίψει τροποποίηση ή ανανέωση της συνθήκης Εγγυήσεως, αν δεν συμμετέχει με το καθεστώς που την υπέγραψε το 1960, ενώ το καλύτερο σενάριο θα ήταν η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.
Αυτά αναφέρονται σε εμπιστευτική γνωμάτευση των διεθνών νομικών Lowe και Pellet για τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διάσκεψη της Γενεύης, που έφερε στη δημοσιότητα η εφημερίδα «Σημερινή».
Η 19 σελίδων γνωμάτευση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμη και χωρίς τη διακριτή συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας - δηλαδή χωρίς την πρόσκλησή της όπως και έγινε - δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα. Παρά ταύτα, οι δύο έγκριτοι νομικοί είχαν υποδείξει ότι θα ήταν απαραίτητο και επαρκές μέτρο προστασίας να προέβαινε σε δήλωση ο πρόεδρος Αναστασιάδης ότι «η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διάσκεψη για τη διερεύνηση πρακτικών λύσεων στο πρόβλημα που συζητεί γίνεται άνευ βλάβης (without prejudice) στη γνωστή θέση ότι η συνθήκη του 1960 για τις εγγυήσεις είναι άκυρη». Θέση, που θα συμβάδιζε απόλυτα με τη γνωστή κάθετη τοποθέτηση στο non paper εργασίας του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, ότι η παραβίαση της συνθήκης από την Τουρκία το 1974 την καθιστά ανενεργή και άκυρη.
Σημειώνεται, πάντως, με έμφαση ότι η γνωμάτευση των δύο νομικών ξεκαθαρίζει σε μεγάλο βαθμό ότι πιθανή τροποποίηση ή κατάργηση των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας θα πρέπει να υπογραφεί από την Κυπριακή Δημοκρατία, πριν από την έγκριση μιας συμφωνίας σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα. Στη γνωμάτευσή τους οι Lowe και Pellet, η οποία παραμένει , αφού η διάσκεψη της Γενεύης ουσιαστικά συνεχίζεται, οι δύο εμπειρογνώμονες από Γαλλία και Βρετανία καταλήγουν στο συμπέρασμα, αντλώντας νομολογία από το διεθνές δίκαιο, και κυρίως από τη Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών, ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι μέρος της όποιας συμφωνίας ακύρωσης ή μετατροπής των υπό συζήτηση συνθηκών, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «θα ήταν χωρίς νόημα να τροποποιηθεί η συνθήκη του 1960, αν απουσίαζε ένα μέρος της, πόσω μάλλον η Κυπριακή Δημοκρατία (Κ.Δ), της οποίας η πολιτική οντότητα είναι το αντικείμενο και ο στόχος της εν λόγω συνθήκης».
Σημειώνουν, μάλιστα, πως η εν λόγω Συνθήκη (Εγγυήσεων) μπορεί να θεωρηθεί και ως διμερής (οι εγγυήτριες δυνάμεις ως ένα σώμα και η Κ.Δ το άλλο) και ως εκ τούτου η παρουσία του ενός εκ των δύο μερών είναι αναγκαία προϋπόθεση. Επικαλούμενοι, δε, το σχετικό άρθρο της Συνθήκης της Βιέννης απαριθμούν τρία διαφορετικά δικαιώματα που διαθέτουν τα συμβαλλόμενα μέρη διεθνών συνθηκών:
- Το δικαίωμα να ενημερώνονται για οποιαδήποτε πρόταση τροποποίησης μίας συνθήκης
- Το δικαίωμα να λαμβάνουν μέρος στη λήψη απόφασης για την πρόταση τροποποίησης
- Το δικαίωμα να συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για την τροποποίηση
Κατά τους δύο νομικούς, ένα ήταν (και εξακολουθεί να είναι) το δύσκολο ερώτημα σε σχέση με τη διάσκεψη και αυτό αφορά στο «κατά πόσον η Κυπριακή Δημοκρατία δικαιούται να αποφασίσει ακριβώς στο πώς θα εκπροσωπηθεί σε μια τέτοια διάσκεψη». Και καταλήγουν σε τέσσερεις κατά την άποψή τους ξεκάθαρες απαντήσεις, ως εξής:
1. Η Ελληνοκυπριακή κοινότητα (Ε/κ) κοινότητα δεν έχει νομικό δικαίωμα συμμετοχής υπό αυτή την ιδιότητα στη διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης του 1960 που έχει στόχο την τροποποίηση ή την κατάργησή της.
2. Η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως και τα άλλα κράτη - μέρη της Συνθήκης, έχει το δικαίωμα να αποφασίσει από μόνη της τη σύνθεση της αντιπροσωπείας της στη διάσκεψη. Παρεμφερώς η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να εντάξει στην αντιπροσωπεία της εκπροσώπους της Ε/κ κοινότητας.
3. Κανένα από τα συμβαλλόμενα κράτη δεν είναι νομικά υποχρεωμένο να συμμετέχει στη διάσκεψη και η Τουρκία μπορεί νομικά να αντιδράσει για τη σύνθεση της αντιπροσωπείας της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μη συμμετέχει στη διάσκεψη (όπως η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να πράξει το ίδιο, αντιδρώντας στη σύνθεση της τουρκικής αντιπροσωπείας).
4. Ένα κράτος μέρος της Συνθήκης είτε συμμετέχει επίσημα, είτε όχι στη διάσκεψη έχει το δικαίωμα να αποδεχθεί οποιαδήποτε τροποποίηση της συνθήκης. Και αντίστροφα είτε συμμετέχει επίσημα, είτε όχι μπορεί να απορρίψει οποιαδήποτε τροποποίηση.
Η γνωμοδότηση των δύο νομικών απαντά και στο κρίσιμο ερώτημα, αν προκύπτουν συνέπειες με βάση το διεθνές δίκαιο, από τη στάση της Τουρκίας (που επιβεβαιώθηκε στη Γενεύη) να δηλώνει ενώπιον της διάσκεψης ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Και η απάντησή τους είναι ότι «η μόνη συνέπεια που υπάρχει περιορίζεται σε συμβολικό και πολιτικό χαρακτήρα, άρα δεν προκύπτει εκ τούτου έννομο αποτέλεσμα».Σημειώνουν, δε, πως δεδομένου του σεβασμού στις διεθνείς συνθήκες, η Τουρκία έχει νομική υποχρέωση να αντιμετωπίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος.
Αυτό που, κατά τους δύο έγκριτους νομικούς, έχει δικαίωμα να κάνει η Τουρκία - και προφανώς το πράττει - είναι να μην αναγνωρίζει την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς δεν προκύπτει από το διεθνές δίκαιο μια τέτοια υποχρέωση. Και καταλήγουν πως δήλωση πριν ή κατά τη διάρκεια της διάσκεψης από την Τουρκία περί μη αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας (όπως έγινε) μπορεί να αγνοηθεί και η διάσκεψη να συνεχιστεί κανονικά. Χαρακτηρίζουν, τέλος, ως εντελώς θεωρητικό το ρίσκο «αποαναγνώρισης», «υποβάθμισης» ή «εξαφάνισης» της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη της γνωμάτευσης ουσιαστικά οι δύο νομικοί ενέκριναν την πρόταση του προέδρου Αναστασιάδη για αποστολή επιστολής στον ΓΓ του ΟΗΕ, με την οποία ξεκαθάρισε ότι συμμετέχει στη διάσκεψη υπό τη διπλή του ιδιότητα, δηλαδή ως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως εκπρόσωπος της Ε/κ πλευράς. Ένα άλλο συναφές σημείο είναι το γεγονός πως οι δύο νομικοί απέρριψαν a priori την εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον υπουργό Εξωτερικών, παρόντος του προέδρου Αναστασιάδη, ο οποίος θα φαινόταν ότι εκπροσωπεί μόνο την Ε/κ κοινότητα και θα οδηγούσε σε παράξενες συνθήκες. Σημειώνουν μάλιστα ότι με βάση το διεθνές δίκαιο κάτι τέτοιο ουσιαστικά θα περιέπλεκε την κατάσταση.