Πώς αλλάζει τις ισορροπίες στην Ουκρανία η χρήση ATACMS - Το διακύβευμα για τον Τραμπ
Η απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς κατά στόχων στη Ρωσία ακολουθεί ένα γνώριμο μοτίβο.
Ο Λευκός Οίκος αρνείται επί μήνες να ικανοποιήσει το αίτημα των Ουκρανών, φοβούμενος ότι θα προκαλέσει κλιμάκωση. Το Κίεβο διαμαρτύρεται έντονα για την άρνηση και ακριβώς όταν το αίτημα φαίνεται να παραμένει μετέωρο η κυβέρνηση Μπάιντεν το εγκρίνει.
Το αίτημα της Ουκρανίας για HIMARS, άρματα μάχης Abrams, F16 - όλα ακολούθησαν ένα παρόμοιο μοτίβο άρνησης και υπεκφυγής και στη συνέχεια έγκρισης, σχεδόν τη στιγμή που είναι πολύ αργά.
Είναι πολύ αργά για τα αμερικανικής κατασκευής Συστήματα Τακτικών Πυραύλων Στρατού, ή ATACMS, για να κάνουν τη διαφορά αν χτυπήσουν στόχους βαθιά μέσα στη Ρωσία;
Η απάντηση είναι πολύπλοκη και ίσως εξηγεί ένα μέρος της απροθυμίας της κυβέρνησης Μπάιντεν να χορηγήσει την άδεια.
Μπορούν τα ATACMS να κάνουν τη διαφορά;
Πρώτον, υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των ATACMS που μπορεί να αποκτήσει η Ουκρανία. Έτσι, ακόμη και το Κίεβο να είναι σε θέση να πλήξει βαθιά μέσα στη Ρωσία - και το μεγαλύτερο βεληνεκές των ATACMS είναι 100 χιλιόμετρα - δεν πρόκειται να αποφέρει μια αλλαγή στο πεδίο της μάχης εν μία νυκτί.
Οι αναλυτές έχουν καταγράψει τον όγκο των ρωσικών στόχων που βρίσκονται στην εμβέλεια αυτών των πυραύλων - με το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου να απαριθμεί εκατοντάδες στόχους - μετά την ενημέρωση που φαίνεται να έκανε η κυβέρνηση Μπάιντεν ότι τα ρωσικά αεροδρόμια που βρίσκονται στην εμβέλεια του ATACMS είδαν τα επιθετικά τους αεροσκάφη να απομακρύνονται βαθύτερα στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Αλλά πραγματικά, η Ουκρανία δεν θα αποκτήσει αρκετούς ATACMS για να αλλάξει την πορεία του πολέμου.
Δεύτερον, η Ουκρανία μπόρεσε να διεισδύσει βαθύτερα στο εσωτερικό της Ρωσίας χρησιμοποιώντας εγχώρια κατασκευασμένα και φθηνότερα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφώνησαν να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης αυτών των συσκευών, οι οποίες φαίνεται να έχουν προκαλέσει χάος γύρω από τα αεροδρόμια της Μόσχας και στις ενεργειακές υποδομές της Ρωσίας.
Τρίτον, η άδεια χρήσης αμερικανικών πυραύλων ακριβείας για να πλήξουν βαθύτερα στο εσωτερικό της Ρωσίας είναι, όπως ακούγεται, αρκετά προκλητική.
Είναι αλήθεια ότι η Μόσχα είναι αρκετά αδύναμη στρατιωτικά τώρα και είναι απίθανο να επιδιώξει πλήρη σύγκρουση με το ΝΑΤΟ ή τις ΗΠΑ.
Αλλά κάποια στιγμή, το Κρεμλίνο θα επιδιώξει να αποκαταστήσει την πολεμική του δεινότητα. Οι μυστικές υπηρεσίες της Μόσχας έχουν κατηγορηθεί για δολιοφθορές σε πολιτικούς στόχους σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων πρόσφατων αναφορών ότι πακέτα παγιδευμένα με εκρηκτικά τοποθετήθηκαν σε αεροπλάνα ταχυμεταφορών εντός της Ευρώπης.
Γιατί ο Λευκός Οίκος πήρε την απόφαση τώρα
Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε δίκιο να σταθμίσει την πρακτική χρησιμότητα των χτυπημάτων μεγαλύτερου βεληνεκούς, έναντι του ενδεχόμενου παράπλευρων ζημιών σε άμαχο πληθυσμό στα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, εάν η Ρωσία αισθανόταν υποχρεωμένη να ανταποδώσει με κάποιο τρόπο.
Επομένως, δεν ήταν τόσο απλή ή προφανής απόφαση όσο ισχυρίζονταν ορισμένοι υποστηρικτές της στο Κίεβο. Ο ευρύτερος στόχος φαίνεται ότι ήταν να πείσει την κυβέρνηση Μπάιντεν να βάλει μπει πιο βαθιά στο παιχνίδι του πολέμου της Ουκρανίας, δηλαδή να πετάξει το γάντι.
Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος τονίζει ότι ήταν η ανάπτυξη βορειοκορεατικών στρατευμάτων στο Κουρσκ που πυροδότησε την απόφασή του και ότι αυτή είναι η απάντηση των ΗΠΑ στην κλιμάκωση της Μόσχας.
Δυτικοί αξιωματούχοι σημειώνουν ότι η ανάπτυξη της Βόρειας Κορέας σημαίνει ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία επεκτείνεται και μετεξελίσσεται σε κάτι στο οποίο οι αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ινδοειρηνικό έχουν πλέον ρόλο. Το γεγονός αυτό έχει κάνει τον πόλεμο ελαφρώς πιο παγκόσμιο για την Αμερική.
Στα μάτια του Μπάιντεν πρόκειται για μια κλιμάκωση, ως απάντηση σε μια κλιμάκωση.
Αλλά το γεγονός ότι καθυστέρησε τόσο πολύ λόγω του εξαιρετικού συμβολισμού της χορήγησης αυτής της άδειας, απλώς δίνει βάρος στην ισχύ της απόφασης που μόλις έλαβε.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να πιστεύει ότι μπορεί να μιλήσει για ειρήνη, αλλά θα κληρονομήσει έναν πόλεμο όπου τα διακυβεύματα μόλις έγιναν σημαντικά μεγαλύτερα.