Εκλογές στην Τουρκία: Αντίστροφη μέτρηση για τις κάλπες – Διακριτικά παρακολουθούν οι Βρυξέλλες
Ανανεώθηκε:
Ένα εικοσιτετράωρο πριν από τις εκλογές στην Τουρκία, οι Βρυξέλλες παρακολουθούν στενά, αλλά και από απόσταση ποιο θα είναι το διακύβευμα της κάλπης και εάν οι ψηφοφόροι θα ταχθούν υπέρ του κεμαλισμού ή εάν ο Ταγίπ Ερντογάν θα καταφέρει να εξασφαλίσει με θεμιτά ή και αθέμιτα μέσα την παραμονή του στην εξουσία.
Η ΕΕ καλεί για μία εκλογική αναμέτρηση «διαφανή και χωρίς αποκλεισμούς», με τον αρμόδιο εκπρόσωπο της Κομισιόν Πίτερ Στάνο να σημειώνει αφενός ότι «η Τουρκία είναι σημαντικός εταίρος για την ΕΕ», αλλά να υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη η διαδικασία να διεξαχθεί με βάση τα δημοκρατικά πρότυπα και όλα τα κόμματα να σέβονται το κράτος δικαίου και την βούληση των πολιτών.
Μία χώρα σχεδόν 85 εκατομμυρίων, η οποία έλαβε το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ το 1999, πασχίζει να ισορροπήσει μεταξύ της δημοκρατικής Δύσης και μιας όλο πιο απολυταρχικής κλίσης, με ορισμένους Ευρωπαίους διπλωμάτες να εκτιμούν ότι η παραμονή του Ταγίπ Ερντογάν πιθανόν να σήμαινε μια γνώριμη πεπατημένη από την μία, με σκαπανεβάσματα και απρόβλεπτη συμπεριφορά από την άλλη. Άλλοι ισχυρίζονται ότι μια αλλαγή και η άνοδος στην εξουσία του Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου θα σηματοδοτούσε την αρχή μιας νέας εποχής μακριά από «αυταρχισμό». Η ΕΕ δεν αναμένει ότι η αλλαγή σκυτάλης θα μπορέσει να γίνει εύκολα. Ένας ασταθής κυβερνητικός σχηματισμός με μία ισχυρή αντιπολίτευση στον αντίποδα, θα έδενε τα χέρια του Κιλιντσάρογλου, ο οποίος-εάν εκλεγεί- θα κληθεί να δώσει απτά δείγματα της διάθεσής του να συνεργαστεί με την ΕΕ. «Η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο των Τούρκων» επισημαίνει ευρωπαϊκή πηγή, εξηγώντας ότι «η Άγκυρα πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν είναι όλα ένα παζάρι. Εάν επιθυμούν καλύτερη εταιρική σχέση με την Ένωση, θα πρέπει να προχωρήσουν μόνοι τους σε πράξεις και προς το παρόν αυτό δεν συμβαίνει».
Από την πλευρά του, ο Ίαν Λέσερ, Αντιπρόεδρος του German Marshall Fund και Εκτελεστικός Διευθυντής του παραρτήματός του στις Βρυξέλλες, εκτιμά ότι, εάν ο Πρόεδρος Ερντογάν και το AKP χάσουν την εξουσία, «κάποια πράγματα είναι πιθανό να αλλάξουν στη διεθνή πολιτική της Τουρκίας, με επιπτώσεις για την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες. Ο τρόπος έχει σημασία. Η ρητορική που προέρχεται από την Άγκυρα πιθανότατα θα είναι διαφορετική και λιγότερο εμπρηστική. Οι επαγγελματίες θα ανακτήσουν την επιρροή τους στην πολιτική σε βασικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ και της περιφερειακής ασφάλειας. Μια πιο ορθόδοξη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής και μια πιο ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα θα καθησυχάσουν τους διεθνείς επενδυτές. Κάποιο είδος λύσης στις αντιπαραθέσεις σχετικά με την αγορά των ρωσικών S-400 από την Τουρκία και την εκκρεμή ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ είναι πιθανή. Αυτό θα έχει ιδιαίτερη απήχηση στο αμερικανικό Κογκρέσο, όπου η κριτική στην Άγκυρα είναι ιδιαίτερα έντονη. Η Τουρκία πιθανότατα θα υιοθετήσει μια πιο πολυμερή προσέγγιση για την ενεργειακή ανάπτυξη και τον πολιτικό διάλογο στην Ανατολική Μεσόγειο». Από την άλλη, ανοιχτό και φλέγον παραμένει το ζήτημα του μεταναστευτικού, διότι με τις ανάγκες να έχουν μετατοπιστεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, παραμένει άγνωστο πού και πώς θα βρεθεί οικονομική στήριξη για την Τουρκία με τα αποτελέσματα της όποιας βοήθειας να είναι άγνωστα. Η διαχείριση του θέματος της τελωνειακής ένωσης, αλλά και των θεωρήσεων πλέει επίσης σε αχαρτογράφητα νερά με τα υπάρχοντα δεδομένα. H μερική εναρμόνιση της Τουρκίας με την εμπορική πολιτική της ΕΕ προς τρίτες χώρες δημιουργεί δεύτερες σκέψεις και κάνει έμπειρους Ευρωπαίους αξιωματούχους να τάσσονται υπέρ της θεσμοθέτησης λειτουργικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών, αλλά και της διεύρυνσης σε τεχνικό επίπεδο των πεδίων εφαρμογής της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης.
Όποιος και να επικρατήσει πάντως στην μονομαχία της Τουρκίας, το πρώτο εξάμηνο της νέας κυβέρνησης αναμένεται να είναι δύσκολο εξαιτίας της οικονομικής καταβαράθρωσης της χώρας και του πληθωρισμού που εκτιμάται ότι θα φτάσει κοντά στο 47% στο τέλος της φετινής χρονιάς, με πολλούς να μην αποκλείουν ότι το ΔΝΤ βρίσκεται εκ νέου προ των πυλών, κάτι που θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο και σε οποιαδήποτε πιθανή προσπάθεια επαναπροσέγγισης ΕΕ-Τουρκίας.