ΚΟΣΜΟΣ

Οπλοκατοχή στις ΗΠΑ: Από το Φαρ Ουέστ στην πανίσχυρη NRA

Οπλοκατοχή στις ΗΠΑ: Από το Φαρ Ουέστ στην πανίσχυρη NRA
AP Photo/Andrew Selsky, File

Κάθε φορά που διαβάζουμε για μακελειό στις ΗΠΑ, με πολίτες κάθε ηλικίας και ψυχολογικής κατάστασης να ανοίγουν πυρ με πυροβόλα όπλα εναντίον ανυποψίαστων ανθρώπων σε σχολεία, καταστήματα, εμπορικά κέντρα ή στο δρόμο, η ερώτηση είναι αμείλικτη: Μα, επιτέλους, τι κάνουν οι Αρχές σε ένα μεγάλο και πανίσχυρο κράτος, που υπερηφανεύεται ότι βαδίζει στο δρόμο της δημοκρατίας από την ίδρυσή του;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Το να ρίξει κάποιος ανάθεμα στις κυβερνήσεις και να τις κατηγορήσει για αδιαφορία, αναλγησία και ωχαδερφισμό είναι η συνηθισμένη αντίδραση. Φαίνεται, όμως, πολύ ρηχή, αν κάποιος προσπαθήσει να σκάψει βαθύτερα στο πρόβλημα. Ούτως ή άλλως, ο περιορισμός της οπλοκατοχής δεν έχει λυθεί με οποιαδήποτε κυβέρνηση, Ρεπουμπλικάνων ή Δημοκρατικών.

Κάτι που δείχνει ότι δεν είναι μόνο θέμα πολιτικής βούλησης. Αγγίζει άλλες χορδές, πιο ευαίσθητες. Πώς καλλιεργήθηκε στις ΗΠΑ το αίσθημα ασφάλειας που προσφέρει ένα πυροβόλο όπλο στο σπίτι; Τι είναι το λόμπι του NRA; Ποιες προσπάθειες έχουν γίνει για να περιοριστούν τα όπλα; Και, τέλος πάντων, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να αποκτήσει κάποιος πολίτης όπλο στις ΗΠΑ, σε σχέση με άλλες χώρες; Οι απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις θα βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα το πρόβλημα.

Φαρ Ουέστ και Γουάιατ Ερπ

Η εμμονή στην νόμιμη οπλοκατοχή στις ΗΠΑ μοιάζει αφύσικη, αν τη συγκρίνει κανείς με τα προηγμένα ευρωπαϊκά έθνη, ακόμα και την Ελλάδα. Με τα σημερινά δεδομένα τα πράγματα είναι ακόμα πιο θολά. Για να τα αποκρυπτογραφήσει κανείς καλύτερα, οφείλουμε να ταξιδέψουμε σχεδόν 1,5 αιώνα νωρίτερα.

Την έννοια του Φαρ Ουέστ την έχουμε συνδέσει με τις κινηματογραφικές ταινίες, με τις οποίες γέμιζαν τα κυριακάτικα βράδια της μονοπωλιακής κρατικής τηλεόρασης. Οι σκηνές που περιγράφονται εκεί, βέβαια, κάθε άλλο παρά αρχαίες είναι. Περιγράφουν την καθημερινότητα πόλεων που σήμερα έχουν εξελιχθεί σε τεράστια αστικά κέντρα. Η εικόνα όλων των πολιτών, ακόμα και των νόμιμων, να κουβαλάνε ένα περίστροφο στη ζώνη τους και μια καραμπίνα στο πλευρό του αλόγου τους, ήταν κάτι συνηθισμένο.

Την εποχή που οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν εναποθέσει την ασφάλειά τους στην αστυνομία, στις περισσότερες ΗΠΑ η ασφάλεια ήταν ευθύνη του πολίτη. Ο σερίφης, επίσης πιστολάς, έπρεπε να είναι γρήγορος και γενναίος για να επιβιώσει. Ο Γουάιατ Ερπ, η θρυλική φιγούρα που αποτελεί και σήμερα λαϊκό ήρωα κυρίως στην αμερικανική δύση, υπήρξε πράγματι, δεν ήταν μύθος. Η περιβόητη μονομαχία στο ΟΚ Κοράλ της Αριζόνα, που έγινε και ταινία, συνέβη πράγματι, το 1881. Ο Ερπ πέθανε το 1929, στα 81 του χρόνια.

Με αυτές τις αναφορές, φυσικά, δεν δίνεται άλλοθι στην οπλοκατοχή. Τονίζεται, απλά, η αντίφαση: Την ώρα που στην Ευρώπη η κατοχή μη κυνηγετικού όπλου σχετιζόταν σχεδόν αυτόματα με την παρανομία, στις ΗΠΑ η κάθε οικογένεια επί δεκαετίες, ειδικά στα μικρότερα αστικά κέντρα και τις φάρμες, θεωρούσε φυσικό να κατέχει όπλα για την προσωπική της ασφάλεια.

Η εικόνα των πιστολάδων που επιδείκνυαν τα όπλα τους σε κοινή θέα ατόνησε, βέβαια, με τα χρόνια. Τα όπλα, ωστόσο, δεν εξαφανίστηκαν, ούτε αποτέλεσαν μουσειακό είδος. Η διαφορά την αμερικανικής νομοθεσίας, που επιτρέπει στον ιδιοκτήτη να ανοίγει πυρ πρώτος (δηλαδή μη ευρισκόμενος σε άμυνα) όταν κάποιος παραβιάζει την ιδιοκτησία του, ενίσχυσε αυτό το αίσθημα. Το οποίο δεν ξεριζώθηκε ούτε με την παρουσία και τη δραστηριότητα της αστυνομίας.

Πιο πολλά τα όπλα από τους ανθρώπους

Το κύμα υποστήριξης της οπλοκατοχής δεν έχει τις ρίζες του στις μεγαλουπόλεις, αλλά στην περιφέρεια. Και κυρίως στις μεσοδυτικές πολιτείες, που αποτελούν την «κόκκινη ζώνη», μια γεωγραφική περιοχή που παραδοσιακά στηρίζει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Το δε ζήτημα, από αριθμητικής πλευράς, είναι τεράστιο, σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.

Σύμφωνα με έρευνα του 2017, στις ΗΠΑ αντιστοιχούν 120 πυροβόλα όπλα σε κάθε 100 πολίτες! Σε απόλυτους αριθμούς, τα όπλα συνολικά υπολογίστηκαν σε 393.347.000 σε πληθυσμό 326,5 εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό δίνει στις ΗΠΑ μια απόλυτη πρωτιά στον συγκεκριμένο τομέα. Το δεύτερο κράτος στον πίνακα είναι η σπαρασσόμενη από εμφύλιο πόλεμο Υεμένη, όπου αντιστοιχούν 52,8 όπλα σε 100 κατοίκους. Σε περίοπτες θέσεις βρίσκουμε την Σερβία (39,1 όπλα ανά 100 κατοίκους, 5η θέση), την Κύπρο (34,0 όπλα ανά 100 κατοίκους, 9η) και τη Βόρεια Μακεδονία (29,8 όπλα ανά 100 κατοίκους, 15η). Η Ελλάδα βρίσκεται στην 36η θέση, της

αντιστοιχούν 17,6 όπλα ανά 100 κατοίκους.
Ο κολοσσιαίος αυτός αριθμός δείχνει και γιατί δυσκολεύονται όλες οι κυβερνήσεις να επιβάλλουν περιορισμούς. Από την άλλη, οι υποστηρικτές της οπλοκατοχής έχουν οργανωθεί σε λόμπι που επηρεάζουν καταστάσεις και πολλές φορές εκβιάζουν κιόλας, ώστε να πετύχουν την αναστολή οποιασδήποτε τέτοιας ρύθμισης.

NRA: Το πανίσχυρο λόμπι των όπλων

To 1871, λίγα χρόνια μετά το τέλος του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το NRA (National Rifle Association) από δύο βετεράνους μαχητές, τον δημοσιογράφο Γουίλιαμ Τσερτς και τον δικηγόρο Τζορτζ Γουίνγκεϊτ. Σκοπός του ήταν να εμποδίσει το κύμα αφοπλισμού που είχε σαρώσει τις ΗΠΑ μετά τις ακρότητες της αδελφοκτόνας σύρραξης. Οι δύο ιδρυτές χρησιμοποίησαν τις γνωριμίες τους σε κυβερνητικά πόστα, ώστε να υποστηρίξουν το δικαίωμα «κάθε Αμερικανού» να έχει πυροβόλο όπλο. Ασφαλώς δεν περίμεναν ότι η οργάνωσή τους, η οποία δεν έτυχε μεγάλης απήχησης όσο ζούσαν, θα εξελισσόταν στον σημερινό γίγαντα.

Η εμπλοκή της NRA με τα πολιτικά δρώμενα ξεκίνησε το 1934 όταν άρχισε να ενημερώνει τα μέλη της σχετικά με επερχόμενα νομοσχέδια για τα πυροβόλα όπλα. Υποστήριξε δύο νόμους ελέγχου της οπλοκατοχής, το National Firearms Act το 1934 και το Gun Control Act του 1968. Έγινε πιο ενεργή πολιτικά μετά την ψήφιση του GCA τη δεκαετία του 1970, οπότε κι εγκατέλειψε την πολιτική ίσων αποστάσεων ανάμεσα στα δύο κόμματα και συνδέθηκε περισσότερο με τους Ρεπουμπλικάνους.

Το 1975, άρχισε να προσπαθεί να επηρεάσει άμεσα την πολιτική πραγματικότητα μέσω ενός νεοσύστατου λόμπι, του Ινστιτούτου Νομοθετικής Δράσης. Το 1977 σχημάτισε τη δική της Επιτροπή Πολιτικής Δράσης (PAC), για να διοχετεύει κεφάλαια στους πολιτικούς.

Η NRA αρχικά στόχευε στο να οργανώσει τους κυνηγούς, τους οπαδούς της πρακτικής σκοποβολής και τους αθλητές-σκοπευτές. Τον τελευταίο μισό αιώνα, όμως, προτεραιότητά της είναι να προασπίσει, όπως αναφέρει, το δικαίωμα του Αμερικανού πολίτη στην προσωπική του ασφάλεια.

Σήμερα η NRA συγκαταλέγεται πλέον στις πιο ισχυρές ομάδες λόμπι ειδικών συμφερόντων στις ΗΠΑ, με σημαντικά κεφάλαια για να επηρεάζει τα μέλη του Κογκρέσου στην πολιτική των όπλων. Ο ετήσιος τζίρος της ξεπερνάει τα 250 εκατομμύρια δολάρια. Τα μέλη της ξεπερνούν τα 5 εκατομμύρια Αμερικανούς πολίτες, ένας αριθμός που μπορεί να επηρεάσει οποιαδήποτε εκλογική μάχη και σε εθνικό επίπεδο, όχι μόνο σε τοπικό.

Ηγέτης της οργάνωσης σήμερα είναι ο 74χρονος Γουέιν Λα Πιέρ, ο οποίος κατέχει το πόστο του διευθύνοντα συμβούλου. Βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση από το 1991 και θεωρείται ένα πρόσωπο-κλειδί στο πανίσχυρο λόμπι των όπλων, που επηρεάζει πρόσωπα και καταστάεις στην Ουάσιγκτον. Στο πρόσφατο παρελθόν ο Λα Πιέρ έχει υποστηρίξει απόψεις περί γενικής απαγόρευσης πώλησης αυτόματων όπλων σε πολίτες, βαρύτερες ποινές για όσους δολοφονούν με όπλα, μέχρι και ηλεκτρονικό φακέλωμα των ψυχιατρικώς ασθενών και αποστολή της λίστας στα καταστήματα πώλησης όπλων.

Από το ερωτηματολόγιο στο κατάστημα

Η τυπική διαδικασία για την νόμιμη απόκτηση όπλου στις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα χαλαρή: Στις περισσότερες πολιτείες το αστυνομικό τμήμα της περιοχής προμηθεύει τον ενδιαφερόμενο μ’ ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο ζητά να μάθει για τις τυχόν ποινικές καταδίκες του υποψήφιου κατόχου, τα περιστατικά οικογενειακής βίας και την καταγωγή του μέχρι δεύτερης γενιάς (δηλαδή αν είναι ή όχι πρόσφατος μετανάστης). Όταν ελεγχθούν όλα αυτά, μπορεί να πάρει την άδεια οπλοκατοχής.

Αυτή η διαδικασία είναι όπως φαίνεται. Απολύτως γραφειοκρατική. Προφανώς κανείς καταδικασμένος ή καταγγελλόμενος για περιστατικά βίας δεν θα απευθυνθεί σε νόμιμο πωλητή όπλων. Άλλωστε και οι ίδιες οι αμερικανικές αρχές παραδέχονται ότι στο περίπου 1/3 των όπλων που πωλούνται δεν ελέγχεται το ιστορικό των κατόχων.

Τα βήματα για την απόκτηση όπλου είναι πανεύκολα και ελάχιστα, σε σχέση με όσα συμβαίνουν σε πολλά άλλα κράτη. Την αυστηρότερη νομοθεσία την έχει η Ιαπωνία, όπου ο υποψήφιος περνάει μια μηνιαία εκπαίδευση σχετικά με τα όπλα, παίρνει πιστοποιητικά από διάφορους γιατρούς σχετικά με την διανοητική-ψυχική του κατάσταση και μικροβιολόγους, εξηγεί ο ίδιος σε συνέντευξη σε ψυχολόγο της αστυνομίας γιατί χρειάζεται το όπλο και πρέπει να τοποθετήσει στο σπίτι του χρηματοκιβώτιο, ώστε να το αποθηκεύει.

Στη Νέα Ζηλανδία κλιμάκιο της τοπικής αστυνομίας επισκέπτεται το περιβάλλον του υποψήφιου αγοραστή (σπίτι, γειτονιά, εργασία) και παίρνει συνεντεύξεις από άτομα που τον γνωρίζουν για να σκιαγραφήσει το προφίλ του, πριν εκδώσει την άδεια. Στη Νότια Αφρική καταχωρούνται τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Στο Μεξικό, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ταξιδεύει ως την πρωτεύουσα Πόλη του Μεξικού αν βρίσκεται στην επαρχία, επειδή εκεί βρίσκεται το μοναδικό κατάστημα νόμιμης πώλησης όπλων.

Στην Αυστραλία, για να αποτραπεί η παρορμητική βία, ακόμα κι αν ο ενδιαφερόμενος καταθέσει όλα τα δικαιολογητικά πρέπει να περιμένει τουλάχιστον ένα μήνα πριν εγκριθεί η άδειά του. Στον Καναδά απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του/της συντρόφου του ενδιαφερομένου, με έγγραφη δήλωση. Στη Γερμανία ο ενδιαφερόμενος με αίτησή του δίνει την διαρκή άδεια στις αστυνομικές αρχές να εισβάλλουν στο σπίτι του χωρίς προειδοποίηση και να ερευνήσουν αν το όπλο βρίσκεται σε ασφαλές μέρος.

Στη Βραζιλία ο υποψήφιος αγοραστής καλείται να δείξει ότι μπορεί να πετύχει στόχο στα 5-7 μέτρα με ποσοστό ευστοχίας τουλάχιστον 60%. Επίσης, αν το όπλο μετακινηθεί για οποιοδήποτε λόγο, πρέπει να δηλώνεται στην τοπική αστυνομία με online αίτηση. Στο Ισραήλ μπορεί μαζί με το όπλο να αγοράσει αυστηρά ως 50 σφαίρες.

Περιορισμοί και κανονισμοί υπάρχουν πολλοί και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. Αυτό που λείπει, όπως φαίνεται, είναι η καθαρή πολιτική βούληση να περιοριστεί δραστικά το πρόβλημα.