«Η μεγάλη παραίτηση» - Μία τάση που έχει αρχίσει να γίνεται πολύ δημοφιλής
Ανανεώθηκε:
Ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι και εργαζόμενες φαίνεται να παραιτούνται τα τελευταία χρόνια. Κατά κάποιο τρόπο, η παραίτηση έχει αρχίσει να φαντάζει μία δελεαστική ιδέα εν έτει 2023.
Να σημειωθεί ότι, όταν ο καθηγητής συμπεριφοράς Άντονι Κλότζ επινόησε τον όρο «η Μεγάλη Παραίτηση» το 2021, το έκανε για να σχολιάσει μια τάση. Δύο χρόνια μετά, όμως, διερωτάται αν δημιούργησε, σε κάποιο βαθμό, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σύμφωνα με το BBC.
Κάνει, δε, αυτή την παρατήρηση γιατί φαίνεται πως η παραίτηση μάλλον έχει αρχίσει να γίνεται «viral». Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα στοιχεία του Ιανουαρίου, που έχουν δημοσιευθεί από το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας της χώρας έδειξαν ότι σχεδόν 49 εκατομμύρια εργαζόμενοι και εργαζόμενες εγκατέλειψαν τις δουλειές τους το 2021 και περισσότεροι από 50 εκατομμύρια εργαζόμενοι παραιτήθηκαν το 2022.
Μία άλλη δημοσκόπηση που διεξήγαγε η πλατφόρμα του LinkedIn σε 2.000 εργαζομένους, έδειξε πως σχεδόν τα 3/4 της λεγόμενης «Gen Z», που εκπροσωπούν τις ηλικίες ατόμων έως και 23 ετών, καθώς και τα 2/3 των millennials, που εκπροσωπούν τις ηλικίες έως και 38 ετών σκέφτονται να παραιτηθούν φέτος.
Οι λόγοι για τους οποίους οι εργαζόμενοι/ες υποβάλλουν την παραίτησή τους ποικίλουν. Περισσότερη ευελιξία, καλύτεροι μισθοί, η ανάγκη για καλύτερο εργασιακό κλίμα, είναι μερικοί από αυτούς. Ωστόσο, οι ερευνητές παρατηρούν την ανάδυση ενός φαινομένου που ονομάζεται «μεταδοτικότητα της αλλαγής» για να περιγράψουν μία συνθήκη κατά την οποία, όταν ένα άτομο παραιτείται, η πιθανότητα οι συνάδελφοί τους να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους αυξάνεται. Μία σχετική έκθεση που έχει δημοσιευθεί, καταγράφει ένα ποσοστό της τάξεως του 25%.
Ο Κλοτζ, αναφέρει πως ο «παράγοντας coolness», που νιώθει κανείς όταν εγκαταλείπει μια δουλειά μπορεί να δώσει έναν αέρα ενδυνάμωσης στους εργαζόμενους.
«Πολλοί από εμάς αισθανθήκαμε ανίσχυροι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ακόμη και πριν από αυτήν», αναφέρει, ενώ σημειώνει πως «η παραίτηση από τη δουλειά σας μπορεί να είναι μια στιγμή ενδυνάμωσης».
Εξηγώντας, ο Κλόντζ σημειώνει πως «κατά τη διάρκεια της εργασιακής μας απασχόλησης, ο εργοδότης έχει τη δύναμη. Χρειαζόμαστε ένα μισθό, επομένως ανεχόμαστε πράγματα που θέλει ο εργοδότης να κάνουμε, ακόμα κι αν δεν το θέλουμε. Μόλις αρχίσετε να σκέφτεστε να παραιτηθείτε, αυτή η δυναμική ισχύος αρχίζει να αλλάζει. Και αυτό είναι ελκυστικό. Όταν αρχίζεις να σκέφτεσαι «Δεν το χρειάζομαι πια αυτό. Θα μπορούσα να κάνω ό,τι έκανε ο συνάδελφός μου και να πάω να δουλέψω σε άλλο οργανισμό» δημιουργείται μία δυναμική.
Αυτή η αίσθηση ενδυνάμωσης είναι η θετική πλευρά. Ωστόσο, η τάση της παραίτησης μπορεί να επισκιάσει το γεγονός ότι, το να μείνει κάποιος χωρίς δουλειά, δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ο Κλόντζ εξηγεί πως, ένα από τα μειονεκτήματα της «δημοφιλίας» της παραίτησης, είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι αποτελεί μια αρκετά γρήγορη και εύκολη απόφαση. Αυτό θα μπορούσε να τους οδηγήσει να πάρουν μια αρκετά επιπόλαιη απόφαση, προτού σταθμίσουν τις επιλογές τους.
Εφόσον είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν όλοι, φαίνεται εύκολο να γίνει, λέει ο Κλοντζ, «όταν στην πραγματικότητα, είναι μια από τις μεγαλύτερες αποφάσεις καριέρας που μπορείς να πάρεις» σημειώνει.
Ταυτόχρονα, η έναρξη ενός νέου ρόλου δεν είναι απλή. «Συχνά χρειάζονται τουλάχιστον έξι μήνες έως ένα χρόνο για να μάθει κανείς τη δουλειά και να χτίσει τις σχέσεις που χρειάζεται για να είναι αποτελεσματικός σε αυτόν τον ρόλο», σημειώνει η Κέιτλιν Πόρτερ, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Memphis.
Συμπληρώνει δε, ότι, «όλη σου η ζωή αλλάζει. Όταν ξεκινάς μια νέα δουλειά, είναι στην πραγματικότητα μια από τις πιο αγχωτικές στιγμές».
Ακόμη, όμως, και αν μία νέα επαγγελματική πρόταση προσφέρει καλύτερο μισθό, ευελιξία ή και επιπλέον οφέλη, η συστηματική αλλαγή δουλειάς, κάνει πιο δύσκολη τη δυνατότητα να ανέλθει κανείς επαγγελμνατικά. Οι ειδικοί αναφέρουν πως εάν οι εργαζόμενοι παραιτούνται νωρίτερα από ότι έπρεπε μπορεί να δημιουργήσουν φραγμούς στην καριέρα τους.