ΚΟΣΜΟΣ

Έφυγε και ο τελευταίος: Πέθανε ο εισαγγελέας που καταδίκασε τα Τάγματα Θανάτου των Ναζί

Έφυγε και ο τελευταίος: Πέθανε ο εισαγγελέας που καταδίκασε τα Τάγματα Θανάτου των Ναζί
Στα δεξιά ο Μπέντζαμιν Φέρεντς Associated Press

Σε ηλικία 103 ετών πέθανε ο τελευταίος επιζών εισαγγελέας, Μπέντζαμιν Φέρεντς, που εκδίκασε την υπόθεση των Ναζί στις δίκες της Νυρεμβέργης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Μπεν Φέρεντς πέθανε στον ύπνο του το βράδυ της Παρασκευής (7/4) στο Μπόιντον Μπιτς της Φλόριντα. Είχε έναν γιο και τρεις κόρες, ενώ η σύζυγός του πέθανε το 2019, σύμφωνα με το BBC.

Επιβεβαιώνοντας τον θάνατό του, το Μουσείο Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ είπε χαρακτηριστικά πως ο κόσμος έχασε «έναν πρωτοστάτη στην αναζήτηση δικαιοσύνης για τα θύματα της γενοκτονίας».

Ο Μπεν Φέρεντς ήταν μόλις 27 ετών, όταν εκδίκασε τις υποθέσεις 22 Ναζί αξιωματικών για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Αργότερα υποστήριξε τη σύσταση ενός διεθνούς δικαστηρίου για τη δίωξη εγκλημάτων πολέμου, στόχος που επιτεύχθηκε το 2002.

Η εβραϊκή καταγωγή και η έρευνα για τα εγκλήματα πολέμου των Ναζί

Ο Φέρεντς, ο οποίος είχε Ουγγρική, Ρουμανική και Εβραϊκή καταγωγή, γεννήθηκε στην Τρανσυλβανία της Ρουμανίας το 1920, αλλά η οικογένειά του μετανάστευσε στις ΗΠΑ όταν ήταν ακόμη πολύ νέος για να ξεφύγει από το μεγάλο κύμα αντισημιτισμού, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη.

Μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ το 1943, κατατάχθηκε στον στρατό των ΗΠΑ και αργότερα συμμετείχε στις συμμαχικές αποβάσεις στη Νορμανδία και τη Μάχη των Αρδεννών.

Εν συνεχεία, έγινε λοχίας και τελικά εντάχθηκε σε μια ομάδα που είχε αναλάβει τη διερεύνηση και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για τα εγκλήματα πολέμου των Ναζί.

Η ομάδα αυτή έμπαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αφού είχαν απελευθερωθεί και κρατούσε σημειώσεις για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, παίρνοντας συνεντεύξεις από επιζώντες και επιζώσες. Ήταν ένα από τους πρώτους ανθρώπους που μπήκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λίγο μετά την απελευθέρωσή τους από τους Ναζί, αντικρίζοντας εικόνες φρίκης.

Σε αφηγήσεις του για όσα είχε αντικρίσει κατά τη διάρκεια των ερευνών του, ανέφερε ότι είδε πτώματα «στοιβαγμένα σαν χόρτα» και «ανήμπορους σκελετούς με διάρροια, δυσεντερία, τύφο, φυματίωση, πνευμονία και άλλες ασθένειες, που σκουπίζονται στις κουκέτες τους ή στο έδαφος, παρακαλώντας για βοήθεια μόνο με το βλέμμα τους».

Είχε περιγράψει το Μπούχενβαλντ, ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα εντός της Γερμανίας, ως «σπίτι απερίγραπτης φρίκης».

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπέστη μεγάλο τραύμα από τις εμπειρίες μου ως ανακριτής εγκλημάτων πολέμου των ναζιστικών κέντρων εξόντωσης. Προσπαθώ ακόμα να μην μιλάω ή να σκέφτομαι τις λεπτομέρειες αυτές», είχε πει χαρακτηριστικά.

Οι δίκες της Νυρεμβέργης

Μετά τον πόλεμο, ο Φέρεντς επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά λίγο αργότερα εντάχθηκε στο σώμα που τελικά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις στρατιωτικές δίκες της Νυρεμβέργης, προκειμένου να λογοδοτήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης 22 αξιωματικοί των SS.

Ειδικότερα, έγινε γενικός εισαγγελέας στη δίκη των μελών των Ταγμάτων Θανάτου (Einsatzgruppen), κινητών τμημάτων θανάτου των SS, που δρούσαν στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ανατολική Ευρώπη και εκτιμάται ότι είχαν δολοφονήσει περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους.

Από τους 22 άνδρες που βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, όλοι καταδικάστηκαν, με 13 από αυτούς να καταδικάζονται σε θάνατο και τέσσερις να εκτελούνται τελικά.

Η μάχη ενάντια στα εγκλήματα πολέμου

Μετά το τέλος των δικών, ο Φέρεντς παρέμεινε στη Δυτική Γερμανία και ανέλαβε υποθέσεις εβραϊκών μειονοτικών ομάδων, που διεκδικούσαν αποζημιώσεις από τη νέα κυβέρνηση.

Μετά από χρόνια, έγινε καθηγητής διεθνούς δικαίου και έκανε εκστρατεία για τη δημιουργία ενός διεθνούς δικαστηρίου, που θα αναλάμβανε την εκδίκαση υποθέσεων για τους ηγέτες των κυβερνήσεων που διέπρατταν εγκλήματα πολέμου.

Τελικά, το 2002, ιδρύθηκε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στη Χάγη της Ολλανδίας, αν και η αποτελεσματικότητά του έχει περιοριστεί από την άρνηση πολλών μεγάλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, να συμμετάσχουν.