ΚΟΣΜΟΣ

Επίσκεψη διπλωματούχου των ΗΠΑ στην Ονδούρα

Επίσκεψη διπλωματούχου των ΗΠΑ στην Ονδούρα
Ο ειδικός σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν, Κρις Ντόντ AP Photo/Andrew Harnik

Μόλις λίγα 24ωρα μετά την γνωστοποίηση της απόφαση της Ονδούρας να αποκτήσει επίσημες σχέσεις με την Κίνα, αμερικανός διπλωματούχος θα επισκεφτεί τη χώρα της Κεντρικής Αμερικής, σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την απώλεια ενός ακόμη συμμάχου της Ταϊβάν.

Ειδικότερα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε την Πέμπτη (16/3) ότι ο Κρις Ντοντ, ειδικός επιτετραμμένος του αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν για την αμερικανική ήπειρο, θα αναχωρήσει για τον Παναμά και στην Ονδούρα, την Παρασκευή (17/3) και θα διαρκέσει ως την Τρίτη (21/3).

Σημειώνεται ότι, η απόφαση αυτή της Ονδούρας ελήφθη στο φόντο της κλιμάκωσης της έντασης των σχέσεων ανάμεσα στην Κίνα και την Ταϊβάν και εν μέσω πίεσης της Κίνας στους διπλωματικούς συμμάχους της Ταπέι να απομονώσουν το νησί, με αντάλλαγμα την οικονομική της υποστήριξη.

Η Ονδούρα είναι μία από τις 14 χώρες που εξακολουθούν να διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν, έναντι της Κίνας, όμως, με την επιλογή αυτή, η κατάσταση αναμένεται να αλλάξει, σύμφωνα με το CNNi.

Ο ανταγωνισμός Κίνας - ΗΠΑ στην περιοχή

Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον τα τελευταία χρόνια είχε στραμμένη την προσοχή της στην κεντρική Αμερική ιδιαίτερα σε ζητήματα μετανάστευσης και ασφαλείας, πέρα από το εμπόριο και τις αναπτυξιακές προσπάθειες. Ωστόσο, μοιάζει να δίνει μεγαλύτερη προτεραιότητα στις προσπάθειες της Κίνας να ισχυροποιήσει την επιρροή της στην περιοχή.

Ο κ. Ντοντ, πρώην κοινοβουλευτικός, θα έχει συνομιλίες με αξιωματούχους και επιχειρηματίες στον Παναμά και στην Ονδούρα, ενώ θα συμμετάσχει επίσης στην ετήσια σύνοδο της Διαμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης.

Σκοπός της περιοδείας, πάντα κατά το σύντομο δελτίο Τύπου της αμερικανικής διπλωματίας, είναι να «προωθηθεί η δέσμευση» της Ουάσιγκτον «να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος του δικαίου στο δυτικό ημισφαίριο».

Η πρόεδρος της Ονδούρας, Σιομάρα Κάστρο ανήγγειλε την Τρίτη (14/3) πως η χώρα ετοιμάζεται να συνάψει διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα. Η απόφαση, που χαιρέτισε το Πεκίνο, σηματοδοτεί τη de facto διακοπή των δεσμών της Ταϊπέι που διαρκούν πάνω από 80 χρόνια.

Ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησής της, ο Ενρίκε Ρέινα, δήλωσε πως οι λόγοι της κίνησης σχετίζονται μάλλον με τις «τεράστιες ανάγκες» της οικονομίας της Ονδούρας, δεν είναι ιδεολογικοπολιτικοί, εξηγώντας πως η χώρα είναι βουτηγμένη «ως τον λαιμό» σε οικονομικά προβλήματα και στα χρέη, συμπεριλαμβανομένου ποσού 600 εκατ. δολαρίων που οφείλει στην Ταϊπέι.

Η αντίδραση της Ταϊβάν ήταν να καλέσει την Ονδούρα να αρνηθεί τις «ψεύτικες υποσχέσεις» της Κίνας και να μην την «εμπιστευτεί», καθώς και να τονίσει πως δεν θα επιδοθεί σε ανταγωνισμό με το Πεκίνο για να εξαγοράσει διπλωματικές συμμαχίες.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στην Ταϊπέι την Παρασκευή (17/3) ο πρωθυπουργός της Ταϊβάν Τσεν Τσιεν-τζεν επανέλαβε την προειδοποίηση στην κυβέρνηση της κυρίας Κάστρο να μην εμπιστευτεί την κινεζική πολιτική ηγεσία. «Η Κίνα προσπαθεί να καταστείλει τη διπλωματία της Ταϊβάν, έτσι θα επενδύσει κεφάλαια σε συγκεκριμένες χώρες», αναγνώρισε, όμως ο λεγόμενος «νέος δρόμος του μεταξιού» έχει «αποτύχει» και προκαλεί μεγαλύτερα προβλήματα στις χώρες που αφορά.

«Ελπίζουμε έτσι πως η Ονδούρα θα αναγνωρίσει την πραγματική φύση της Κίνας και ότι θα διατηρήσει τις διπλωματικές σχέσεις (με την Ταϊβάν), πως δεν θα εξαπατηθεί», επέμεινε.

Η Κίνα, από την πλευρά της, την Πέμπτη (16/3) αντέκρουσε τη θέση πως χώρες όπως ο Παναμάς και το Ελ Σαλβαδόρ δεν είχαν κανένα όφελος αφού σύναψαν σχέσεις μαζί της, διαβεβαιώνοντας πως αντιθέτως είχαν «απτά οφέλη».

Η Ουάσιγκτον, παρότι επισήμως αναγνωρίζει την κυβέρνηση στο Πεκίνο ως τον μοναδικό νόμιμο εκπρόσωπο της Κίνας στο πλαίσιο της πολιτικής της «ενιαίας Κίνας», είναι η κυριότερη προστάτιδα δύναμη της Ταϊβάν σε διεθνές επίπεδο και ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων των ένοπλων δυνάμεων της νήσου.

Η Κίνα εναντιώνεται σε οποιαδήποτε επίσημη πολιτική ή στρατιωτική επαφή ανάμεσα σε ξένες κυβερνήσεις και τις αρχές της Ταϊβάν, που χαρακτηρίζει αποσκιρτήσασα επαρχία της.