Απόπειρα να γεφυρωθεί το «χάσμα»: Η γαλλογερμανική κρίση και τα προβλήματα στη «μηχανή» της ΕΕ
Ανανεώθηκε:
Η σχέση Γαλλίας-Γερμανίας βρίσκεται ξανά σε κρίση και αυτή τη φορά φαίνεται πιο σοβαρή από ότι συνήθως, καθώς έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή, υπονομεύοντας την ικανότητα της ΕΕ να ενεργεί σε μια κρίση.
Η συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας συχνά περιγράφεται ως «η μηχανή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αναλυτές λένε ότι η τρέχουσα διαμάχη υπονομεύει την ικανότητα δράσης της ΕΕ.
Η αναβολή του γαλλογερμανικού υπουργικού συμβουλίου -που θα διεξαγόταν σήμερα στο Φοντενεμπλό και θα ήταν το πρώτο για τον Όλαφ Σολτς- για τον ερχόμενο Ιανουάριο, αποκαλύπτει, ωστόσο, ένα βαθύτερο ρήγμα μεταξύ των δύο χωρών, σημειώνει σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle.
Το Μέγαρο των Ηλυσίων έσπευσε να υποβιβάσει την αναβολή σε δυσκολίες προγραμματισμού για αρκετούς υπουργούς και έλλειψη χρόνου για την προετοιμασία της συνάντησης. «Η καθυστέρηση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένδειξη για την τρέχουσα κατάσταση της γαλλογερμανικής σχέσης», δήλωσε η εκπρόσωπος Τύπου την περασμένη εβδομάδα, προσθέτοντας ότι ήταν πράγματι απλώς μια καθυστέρηση και όχι μια ακύρωση.
Αλλά η δήλωσή της - και στη συνέχεια η βιαστικά προγραμματισμένη επίσκεψη του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς σήμερα, Τετάρτη, στο Παρίσι - δεν κατάφεραν να πείσουν τους αναλυτές.
Κατά τη διάρκεια γεύματος στο Ελιζέ σήμερα, οι δύο ηγέτες φιλοδοξούν να «ενισχύσουν τη γαλλογερμανική συνεργασία», να καταλήξουν στην αντίδραση στις κοινές προκλήσεις κατά «ενιαίο και αλληλέγγυο τρόπο», συνόψισαν χθες Τρίτη οι υπηρεσίες της γαλλικής προεδρίας.
Κατά την προσέλευση του καγκελαρίου, το μεσημέρι (τοπική ώρα· 13:00 ώρα Ελλάδας), για το γεύμα που προγραμματίζεται να έχουν περί τις 12:35 (13:35) δεν θα γίνουν δηλώσεις από τους ηγέτες στον Τύπο — ούτε πριν, ούτε μετά, κατά το πρόγραμμα που δημοσιοποίησε χθες βράδυ το Ελιζέ, παρότι η καγκελαρία είχε αναγγείλει το ακριβώς αντίθετο, όπως σημείωσε ο ειδησεογραφικός ιστότοπος Politico.
«Αυτές οι συναντήσεις (σ.σ. γαλλογερμανικό υπουργικό συμβούλιο) και η γαλλογερμανική συνεργασία είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της ΕΕ και ποτέ -από την πρώτη που έγινε το 1963- δεν έχει ακυρωθεί καμιά συνάντηση», είπε στη DW ο Stefan Seidendorf, αναπληρωτής διευθυντής του Γερμανογαλλικού Ινστιτούτου, μιας δεξαμενής σκέψης που εδρεύει στο Ludwigsburg.
«Ανεξάρτητοι δρόμοι»
Ο Seidendorf εξήγησε ότι αυτό που λειτουργεί για τις ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική δεν λειτουργεί στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ υποθέτουν ότι μπορούν να δράσουν μόνες, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί με μια ευρωπαϊκή χώρα. Επί του παρόντος, όμως, τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία φαίνεται να προτιμούν να χαράξουν τους δικούς τους ανεξάρτητους δρόμους. «Και οι δύο πλευρές είναι εκνευρισμένες μεταξύ τους», σχολίασε ο Seidendorf.
Το γαλλογερμανικό δίδυμο βαραίνουν πολλές διαφωνίες, για ζητήματα από την ενέργεια ως την άμυνα, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Για ζητήματα από τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπιστεί η ανάφλεξη των τιμών της ενέργειας ως την πυρηνική ενέργεια και την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, Παρίσι και Βερολίνο μοιάζουν πλέον να αδυνατούν να συμφωνήσουν, προκαλώντας ανησυχία στην Ευρώπη.
«Το γαλλογερμανικό ζευγάρι διαφωνεί», κι έτσι «έχει παραλύσει», διαπίστωνε προ ημερών, χωρίς να κρύβει την ανησυχία του, ο Γάλλος πρώην πρωθυπουργός και πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντομινίκ ντε Βιλπέν.
«Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε αυτή τη στιγμή της ιστορίας να μην έχουμε Ευρώπη ενιαία και ισχυρή» κι αυτό «ξεκινά από καρποφόρο γαλλογερμανικό διάλογο», προειδοποίησε την Παρασκευή, μιλώντας στο ραδιοφωνικό δίκτυο France Inter.
Οι διαφωνίες των δύο πλευρών —για διάφορα θεωρητικά κοινά βιομηχανικά σχέδια, από το ευρωπαϊκό μαχητικό αεροσκάφος επόμενης γενιάς ως το ευρωπαϊκό άρμα μάχης του μέλλοντος— βάθυναν αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία την 24η Φεβρουαρίου.
«Γάμος ανάγκης»
Η Γερμανία, η οποία συγκαταλέγεται στα κράτη που επλήγησαν περισσότερο εξαιτίας της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο, προχωρά σε «αλλαγή μοντέλου, ο αποσταθεροποιητικός χαρακτήρας της οποίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί», διαπίστωνε προ ημερών ο Εμανουέλ Μακρόν.
Ο καγκελάριος Σολτς ανακοίνωσε σχέδιο στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ύψους 200 δισεκ. ευρώ, μπροστά στην απογείωση των τιμών της ενέργειας, ειδικά του αερίου, μετά τη διακοπή των παραδόσεων που κατά το Βερολίνο τού επιβλήθηκαν από τη Ρωσία.
Το πακέτο αυτό, που παρουσιάστηκε χωρίς να έχει υπάρξει κανένας πρότερος συντονισμός με τους ευρωπαίους εταίρους της Γερμανίας, προκάλεσε αντιδράσεις, σύγχυση, δηλώσεις περί στρέβλωσης του ανταγωνισμού στην Ευρώπη.
Εξάλλου, έπειτα από δεκαετίες παραμέλησής της, η Γερμανία έκανε στροφή 180° ως προς την άμυνα, έχει πλέον διακηρυγμένο σκοπό ο στρατός της να γίνει «ο καλύτερα εξοπλισμένος στην Ευρώπη».
Και σε αυτό το πεδίο χωρίς να προβλέπεται ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, υπέρ της οποίας επιχειρηματολογεί πάγια το Παρίσι, ακόμη λιγότερο ενίσχυση της γαλλογερμανικής στρατιωτικοβιομηχανικής συνεργασίας.
Το Βερολίνο θέλει να δημιουργηθεί ευρωπαϊκή αντιπυραυλική ασπίδα με ισραηλινή συνιστώσα, ιδέα ανταγωνιστική αυτής που εισηγούνται Παρίσι και Ρώμη.
Για αρκετούς παρατηρητές, οι διαφωνίες είναι επόμενο της σύγκρουσης εθνικών και ευρωπαϊκών συμφερόντων, αλλά δεν ακυρώνουν τίποτε κατ’ ανάγκην.
«Η πραγματικότητα είναι πως πρόκειται για γάμο συμφέροντος», ανέφερε γαλλική διπλωματική πηγή, διαβεβαιώνοντας πως οι δύο χώρες δεν αντιμετωπίζουν καμιά «θεμελιώδη κρίση», απλά η σχέση «βρίσκεται στα κάτω της».
«Συντονισμός των προσπαθειών»
«Μακρόν και Μέρκελ αντάλλασσαν SMS κάθε μέρα, όμως δεν πιστεύω πως (οι κ.κ. Μακρόν και Σολτς) μιλάνε κάθε μέρα», κατά την ίδια πηγή.
Για την Ευρώπη, οι δύο ηγέτες έχουν «αρκετές αποκλίσεις», αν και ο καγκελάριος ελάχιστα αναφέρθηκε στη Γαλλία στην ομιλία του στην Πράγα για την Ευρωπαϊκή Ένωση στα τέλη Αυγούστου, σημειώνουν στο Παρίσι.
Ο κ. Σολτς δεσμεύτηκε σε αυτή την ομιλία να υποστηρίξει τη διεύρυνση της ΕΕ προς Ανατολάς, προς μια ΕΕ «30 ή 36 μελών», προσέγγιση πολύ πιο βολονταριστική από αυτή της Γαλλίας.
Ωστόσο τάχθηκε, όπως και το Παρίσι, υπέρ της καθιέρωσης της αρχής της σχετικής πλειοψηφίας (αντί αυτής της ομοφωνίας) για αρκετά είδη αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την εξωτερική πολιτική ως τη δημοσιονομική και φορολογική πολιτική.
Στο Βερολίνο, προτιμούν να υποβαθμίζουν το πρόβλημα. «Η Γαλλία είναι ο στενότερος σύμμαχός μας. Τις τελευταίες ημέρες υπήρξε πολλή σεναριολογία, όμως θεωρώ και πολλά πράγματα ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα», κατά την άποψη εκπροσώπου της γερμανικής κυβέρνησης.
Το ίδιο θέλουν να πιστεύουν στις Βρυξέλλες. «Πιστεύω στην αποφασιστικότητα τόσο του Γάλλου προέδρου όσο και του Γερμανού καγκελάριου» να «εργαστούν μαζί», διαβεβαιώνει ο πρόεδρος του ευρωπαϊκού συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
Le Figaro: Βαθιά γεωστρατηγική αλλαγή
Η γαλλική εφημεριδα Le Figaro υπογραμμίζει ότι «αυτό που συμβαίνει σήμερα μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας είναι μέρος μιας βαθιάς γεωστρατηγικής αλλαγής, μιας ηπειρωτικής μετατόπισης, που ξεκίνησε εδώ και πολύ καιρό και υπόσχεται να μεταμορφώσει το πρόσωπο της Ευρώπης για πολύ καιρό». Όπως σημειώνεται σε δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας, στα μάτια των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, ο Ολάντ, η Μέρκελ και οι διάδοχοί τους συμβιβάστηκαν με τον Πούτιν κατά τη διάρκεια των συμφωνιών του Μινσκ για το Ντονμπάς, το 2015, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει μία Γερμανία, «η οποία μπαίνει στον πειρασμό να αγκαλιάσει όλο και περισσότερο την ανατολική πλευρά της ΕΕ, με κίνδυνο να αποξενωθεί από το Παρίσι.
Μεταξύ άλλων, η Figaro επισημαίνει και τις «αγορές» εκ μέρους της Γερμανίας αμερικανικού εξοπλισμού εις βάρος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ενώ κάνει λόγο για μια αεροπορική ασπίδα «αντί-Πούτιν», με τη Γερμανία να ηγείται, μαζί με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά χωρίς τη Γαλλία .
Η εφημερίδα εκτιμά ακόμη ότι «στη Γαλλία υπολογίζουν μερικές φορές λάθος την έκταση του σοκ που προκλήθηκε στη Γερμανία από τον πόλεμο στην Ουκρανία» και ότι η ρωσική επιθετικότητα προκαλεί στο Βερολίνο «αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού οικονομικού μοντέλου, συνειδητοποίηση των προκλήσεων ασφαλείας και αίσθημα ενοχής απέναντι στους γείτονες». Κατά την εφημερίδα, η Γερμανία ξαφνικά γίνεται και πάλι γεωπολιτικός παίκτης και σημειώνει πως σε αυτή την τεκτονική μετατόπιση πλακών, δεν είναι η Γερμανία που κινδυνεύει με την «απομόνωση», όπως λέει ο Μακρόν, αλλά η Γαλλία.
«Ανεμπόδιστο, το Βερολίνο βλέπει τον εαυτό του ως το κέντρο μιας Ευρώπης, που εκτείνεται σημαντικά προς τα ανατολικά, από την Ουκρανία έως τα Βαλκάνια» σημειώνει η Figaro, η οποία εκτιμά ότι «εναπόκειται στη Γαλλία να επαναπροσδιορίσει, χωρίς καθυστέρηση, τις προτεραιότητές της, να επανεφεύρει την ευρωπαϊκή πολιτική της, να καθαρίσει τους δημόσιους λογαριασμούς της, αντί να ζητά βοήθεια από τις Βρυξέλλες, να αναπτύξει τις βιομηχανικές και στρατιωτικές ικανότητες της, ώστε να συνεχίσει έναν διάλογο μεταξύ ίσων με τη Γερμανία, η οποία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της συνοχής της Ευρώπης».