ΚΟΣΜΟΣ

Γιατί υπάρχουν «σύννεφα» στις γαλλο-γερμανικές σχέσεις

Γιατί υπάρχουν «σύννεφα» στις γαλλο-γερμανικές σχέσεις
Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς σε παλαιότερη συνάντησή τους AP Photo/Bernat Armangue (Φωτογραφία αρχείου)

Στις γαλλο-γερμανικές σχέσεις που φαίνεται πως αυτό τον καιρό παιρνούν κρίση σε μια κρίσιμη ευρωπαϊκή περίοδο αναφέρεται σε ανάλυσή της η Deutsche Welle. 

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, το πάγωμα των γαλλογερμανικών διαβουλεύσεων που είχαν προγραμματιστεί για αυτή την εβδομάδα στο Φοντενεμπλό, υποδηλώνει σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.

Μάλιστα, φαίνεται πως δεν διασκεδάζει ούτε η επίσκεψη του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο Παρίσι το πρωί της Τετάρτης. Ασφαλώς δεν είναι πρωτοφανείς αυτού του είδους οι διαφωνίες, μόνο που συμβαίνουν στη χειρότερη δυνατή συγκυρία.

Στη Γαλλία το Προεδρικό Μέγαρο σπεύδει να διευκρινίσει ότι η αναβολή «σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζει το επίπεδο των γερμανο-γαλλικών σχέσεων». Η εκπρόσωπος της Προεδρίας σημειώνει εξάλλου ότι δεν πρόκειται για «ακύρωση», αλλά για «αναβολή», καθώς δεν διαθέτουν όλοι οι υπουργοί τον απαραίτητο χρόνο, ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί η προεργασία για μία σειρά ζητημάτων. Οι δημοσιογράφοι παραμένουν δύσπιστοι. Αλλά και ο Στέφαν Ζάιντεντορφ, διευθυντής του Γερμανογαλλικού Ινστιτούτου (DFI) στο Λούντβιγκσμπουργκ, παρατηρεί ότι «ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε αναβολή από το 1963 που άρχισαν αυτές οι διαβουλεύσεις κορυφής, οι οποίες μάλιστα κατοχυρώνονται θεσμικά σε διεθνείς συνθήκες».

Ανατρέχοντας στο παρελθόν πάντως, ο Ζάιντεντορφ σημειώνει ότι πολλές φορές, όταν αναλάμβανε καθήκοντα μία νέα κυβέρνηση στη Γαλλία ή τη Γερμανία, χρειαζόταν κάποιο μεταβατικό διάστημα για να γίνει αντιληπτή η βαρύτητα και η σημασία των συναντήσεων αυτών.

«Αυτό είχε συμβεί με τον πρώην καγκελάριο της Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρντ ή με τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί», επισημαίνει.

Το συμπέρασμα του Στέφαν Ζάιντεντορφ είναι σαφές:

«Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να διασφαλίζει από μόνη της πολιτική σταθερότητα. Χρειαζόμαστε μία κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, δύο χώρες οι οποίες συχνά έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Σε αυτή τη ‘μέση οδό’ προσανατολίζονται στη συνέχεια τα υπόλοιπα κράτη-μέλη».

Ο καθένας επιλέγει τον δικό του δρόμο

Επί του παρόντος φαίνεται ότι και οι δύο πλευρές επιλέγουν τον δικό τους δρόμο εντός της ΕΕ. Πρόσφατα το Βερολίνο εξήγγειλε πακέτο οικονομικής βοήθειας 200 δις ευρώ για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει τη γαλλική πλευρά- αν και αυτό θα υπαγόρευε η καθιερωμένη πρακτική, δεδομένου ότι μία μεγάλη ένεση ρευστότητας μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις στην πολιτική ανταγωνισμού. Επιπλέον η Γερμανία προωθεί στα πλαίσια του ΝΑΤΟ μία κοινή αντιπυραυλική ασπίδα (European Sky Shield Initiative) χωρίς τη Γαλλία, η οποία όμως είχε εγκαινιάσει μία αντίστοιχη πρωτοβουλία, το σύστημα Mamba, μαζί με την Ιταλία.

Από την πλευρά του ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έσπευσε να ανακοινώσει στην τελευταία σύνοδο κορυφής - από κοινού με την Ισπανία και την Πορτογαλία - την κατασκευή αγωγού μεταξύ Βαρκελώνης και Μασαλίας για τη μεταφορά υδρογόνου, ο οποίος υποκαθιστά σχέδια για τον αγωγό MidCat που θα μετέφερε υδρογόνο από την Ισπανία στη Γαλλία μέσω Πυρηναίων, διασύνδεση που το Βερολίνο θα προτιμούσε. Ακολούθησε μάλιστα το σχόλιο του Μακρόν ότι «όταν η Γερμανία απομονώνεται αυτό δεν είναι καλό, ούτε για τη Γερμανία, ούτε για την Ευρώπη».

Εκνευρισμός

«Η μία πλευρά έχει εκνευριστεί από την άλλη», συμπεραίνει ο διευθυντής του Γερμανογαλλικού Ινστιτούτου Στέφαν Ζάιντεντορφ, αναφέρει η DW.

Ο ίδιος εκτιμά ότι «η Γερμανία αναζητεί συναινέσεις με μικρότερες χώρες στα πλαίσια μίας πολυμερούς διπλωματίας, παρακάμπτοντας τη Γαλλία», ενώ από την πλευρά του ο Μακρόν «περιμένει από την ομιλία του στη Σορβόνη, το 2017, μία θετική ανταπόκριση της Γερμανίας στις προτάσεις του για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», οι οποίες, μεταξύ άλλων, προβλέπουν έναν κοινό προϋπολογισμό για την ευρωζώνη, καθώς και μία πιο στενή συνεργασία σε θέματα αμυντικής, αλλά και φορολογικής πολιτικής.

«Δεν είναι εποχή για πείσματα», τονίζει στην DW η Σόφι Πόρνσλεγκελ, αναλύτρια του European Policy Center στις Βρυξέλλες. Όπως επισημαίνει «αν είμαστε τυχεροί και οι καιρικές συνθήκες μας ευνοήσουν θα βγάλουμε τον χειμώνα, αλλά μακροπρόθεσμα χρειαζόμαστε μία κοινή στρατηγική για να αντιμετωπίσουμε τις υψηλές τιμές της ενέργειας, για παράδειγμα ένα Ταμείο Αλληλεγγύης. Ο διχασμός που παρατηρείται σήμερα παραλύει την ΕΕ και είναι βούτυρο στο ψωμί του Βλάντιμιρ Πούτιν».

Ο Ζακ Πιέρ Γκουγκόν, ειδικός για τη γερμανική πολιτική στο Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων των Παρισίων (Iris), προσθέτει ότι αυτή η κρίση πηγαίνει πιο πέρα από τις συνήθεις διαφωνίες μεταξύ των δύο χωρών, με τη Γαλλία να προτάσσει την πυρηνική ενέργεια, για παράδειγμα, σε αντίθεση με τη Γερμανία. «Αυτή η κρίση είναι πιο σοβαρή, μεταξύ άλλων και γιατί δίνει έναυσμα σε πιο μικρές χώρες, όπως η Πολωνία, αλλά και οι χώρες της Βαλτικής, να αμφισβητήσουν τον ηγετικό ρόλο που διαδραματίζει το γαλλογερμανικό δίδυμο», δηλώνει ο Γάλλος αναλυτής στην DW.

Μία διαφορετική θεωρία διατυπώνει η Ρόνια Κέμπιν, senior fellow στο Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής (SWP) του Βερολίνου. Κατά την άποψή της «αυτό που θέλει ο Μακρόν, εδώ και καιρό, είναι μία ΕΕ που θα λειτουργεί σε μικρότερες, θεματικές ομάδες, ενώ παραμένει δύσπιστος απέναντι στην προς Ανατολάς διεύρυνση και τη θεσμική μεταρρύθμιση. Για τη Γαλλία η ΕΕ είναι, κατά κύριο λόγο, ένα μέσο για διεύρυνση ισχύος και επιρροής. Αντιθέτως η Γερμανία τείνει να υποστηρίξει την προς Ανατολάς διεύρυνση, γιατί βλέπει την ΕΕ ως ένα στοιχείο για την εμπέδωση της ειρήνης».

Πάντως ο Γερμανός αναλυτής Στέφαν Ζάιντεντορφ παραμένει αισιόδοξος.

«Μέχρι σήμερα», επισημαίνει, «όλοι οι Γερμανοί και οι Γάλλοι ηγέτες έχουν συνειδητοποιήσει κάποια στιγμή ότι ο ένας δεν μπορεί χωρίς τον άλλον. Όσο επίπονη και αν ήταν η διαδικασία των εκατέρωθεν συμβιβασμών...»