SZ: Θα πληρώσουν και οι Έλληνες τη ζεστασιά των Γερμανών;
Ανανεώθηκε:
Στις αντιδράσεις που υπάρχουν σε διάφορες χώρες, ανάμεσα στις οποίες και στην Ελλάδα, στην πρόταση της Κομισιόν για εξοικονόμηση ενέργειας κατά 15%, αναφέρεται άρθρο στη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung.
«Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν θέλει να υποχρεώσει και τις 27 χώρες-μέλη να μειώσουν την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 15% μεταξύ Αυγούστου 2022 και Μαρτίου 2023 σε σύγκριση με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών» γράφει η Süddeutsche Zeitung.
Η εφημερίδα σημειώνει: «Ωστόσο, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα θα ληφθεί απόφαση όχι μόνο εναντίον των συνηθισμένων διαφωνούντων, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας που δεν θέλουν να δώσουν στην Κομισιόν πρόσθετες εξουσίες, αλλά και εναντίον των χωρών της Νότιας Ευρώπης. Ο Έλληνας υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας δήλωσε ότι του φάνηκε «περίεργο» το γεγονός ότι η Κομισιόν παρουσίασε την πρόταση χωρίς προγούμενες διαβουλεύσεις με τις κυβερνήσεις. Το 70% του φυσικού αερίου που εισάγεται στην Ελλάδα θα πήγαινε στην ηλεκτροπαραγωγή. Συνεπώς, η εξοικονόμηση θα έθετε σε κίνδυνο τη λειτουργία των νοικοκυριών και των καταστημάτων. Επιπλέον, μια εξοικονόμηση 15% στην Ελλάδα δεν σημαίνει ότι μπορείς να κατευθύνεις 15% περισσότερο στη Γερμανία διότι δεν υπάρχουν αγωγοί για αυτό».
Και η εφημερίδα, σύμφωνα με τη DW, συνεχίζει: «Οι Έλληνες πρέπει να αποταμιεύσουν για να μπορέσουν οι Γερμανοί να περάσουν τον χειμώνα εξαιτίας της εξάρτησής τους από το ρωσικό αέριο, για την οποία ευθύνονται οι ίδιοι. Η κυβέρνηση στην Αθήνα μάλλον θέλει να αποφύγει αυτή την εντύπωση, εξαιτίας της ανάμνησης της κρίσης του ευρώ, όταν οι Γερμανοί επέβαλλαν σκληρά μέτρα λιτότητας στους Έλληνες».
«Ενωσιακός Συναγερμός»
Για να θεσπιστεί ο στόχος μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου κατά 15%, η Επιτροπή προτείνει ένα νέο νομοθετικό εργαλείο -ένα νέο κανονισμό προς το Συμβούλιο (κράτη-μέλη), βάσει του 'Αρθρου 122 της Συνθήκης.
Ο νέος κανονισμός θα δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να κηρύξει, μετά από διαβούλευση με τα κράτη-μέλη, «Ενωσιακό Συναγερμό» (Union Alert), σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου έλλειψης φυσικού αερίου και να καταστήσει υποχρεωτικό το στόχο μείωσης της ζήτησης αερίου σε όλα τα κράτη-μέλη.
Ο κανονισμός απαιτεί έγκριση με ειδική πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ. Στόχος είναι να εγκριθεί στο έκτακτο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ που θα γίνει στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι αν οι χώρες της ΕΕ δράσουν έγκαιρα και συντονισμένα, η αρνητική επίπτωση από τη μείωση κατανάλωσης φυσικού αερίου στο ΑΕΠ θα είναι κατά μέσο όρο της τάξεως του 0,6%. Σε περίπτωση, όμως, που η ΕΕ αργήσει να αναλάβει δράση και η Ρωσία διακόψει απότομα και πλήρως τη ροή του αερίου, η αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ της ΕΕ εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ 0,9%-1,5%.
Η Επιτροπή προτείνει μέτρα που μπορούν να λάβουν οι κυβερνήσεις για να περιορίσουν τη χρήση φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων κινήτρων σε βιομηχανίες που μειώνουν τη χρήση αερίου, αλλά και όρια στις θερμοκρασίες θέρμανσης και ψύξης σε δημόσια κτήρια.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να αποφασίσουν τη σειρά με την οποία θα αναγκάσουν τις βιομηχανίες να κλείσουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης εφοδιασμού.
Τα νοικοκυριά χαρακτηρίζονται ως «προστατευόμενοι καταναλωτές» σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ και θα προστατεύονται από περιορισμούς.
«Οι υφιστάμενοι κανόνες της ΕΕ για την ασφάλεια του εφοδιασμού εγγυώνται ότι οι προστατευμένοι πελάτες, δηλαδή τα νοικοκυριά και οι βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, όπως τα νοσοκομεία και τα σχολεία, εξαιρούνται από κάθε μέτρο για δελτίο αερίου», τονίζει η Επιτροπή.
Τα μέτρα που προτείνονται για εξοικονόμηση κατανάλωσης φυσικού αερίου επικεντρώνονται στη βιομηχανία. Ωστόσο, όλοι μπορούν να συμβάλουν στην εξοικονόμηση αερίου.
«Η διαχείριση της εξοικονόμησης ενέργειας σε όλους τους τομείς της οικονομίας σήμερα θα είναι πολύ λιγότερο δαπανηρή από την εσπευσμένη περικοπή της βιομηχανικής παραγωγής αύριο», τονίζει η Επιτροπή. Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να επικαιροποιήσουν τα εθνικά τους σχέδια έκτακτης ανάγκης έως τα τέλη Σεπτεμβρίου για να δείξουν πώς σκοπεύουν να επιτύχουν τον στόχο μείωσης και θα πρέπει να αναφέρουν στην Επιτροπή την πρόοδο κάθε δύο μήνες.