ΚΟΣΜΟΣ

Ποιες χώρες άλλαξαν το όνομά τους και γιατί

Ποιες χώρες άλλαξαν το όνομά τους και γιατί
Πρόσφατα η Τουρκία ειδοποίησε τον ΟΗΕ ότι επιθυμεί να αναφέρεται επισήμως ως «Turkiye» και όχι ως «Turkey». Ποια άλλα κράτη επιχείρησαν να αλλάξουν το όνομά τους; Cem Tekksinoglu/dia images via Getty Images

Ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες των επικεφαλής τμημάτων μάρκετινγκ παγκοσμίως είναι όταν η διοίκηση μιας εταιρείας αποφασίσει, για μια σειρά από λόγους, να μετονομάσει ένα προϊόν. Το επιτυχημένο rebranding αποτελεί το πιο δύσκολο στοίχημα σ’ αυτό το χώρο. Χωρίς υπερβολή, ο κανόνας που ισχύει σ’εαυτό είναι «καλύτερα να στήσεις κάτι από την αρχή, παρά να το μετονομάσεις». Στην παγκόσμια ιστορία των επιχειρήσεων λίγοι το τόλμησαν και ακόμη λιγότεροι το πέτυχαν.

Τι γίνεται, όμως, όταν επιχειρείται να αλλάξει όνομα ένα ολόκληρο κράτος; Το rebranding στα ονόματα των χωρών είναι επίσης δύσκολο κι ακόμα περισσότερο μπερδεμένο. Ο λόγος είναι απλός: Μπορείς μόνο να ζητήσεις από την παρέα σου να σε αποκαλεί κάπως, δεν μπορείς να τους το επιβάλλεις. Αυτό ίσχυε πάντα, ισχύει ακόμα και τώρα, στην εποχή του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης, του γνωστού μας ISO.

Η πρόσφατη απόφαση της Τουρκίας να ειδοποιήσει τον ΟΗΕ ότι επιθυμεί να αναφέρεται επισήμως ως «Turkiye» και όχι ως «Turkey» έφερε το θέμα πάλι στην επικαιρότητα. Και επαναφέρει το ερώτημα: Τι ακριβώς σπρώχνει μια χώρα να αλλάξει το όνομά της; Κι αν το αποφασίσει, ποιες ενέργειες ακολουθεί για να πετύχει την αλλαγή αυτή;

Η διαδικασία του κρατικού rebranding δεν είναι τόσο σπάνια, όσο φαντάζεται κανείς. Κι απ' αυτή την έρευνα βγαίνουν στοιχεία και απαντήσεις, που βοηθούν και τη δική μας χώρα. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε ότι ακόμα και η Ελλάδα έχει ζητήσει να ονομάζεται διεθνώς «Hellas» κι όχι «Greece», με αποτελέσματα πενιχρά. Τόσο πενιχρά, που η διαδικασία ατόνησε και στο τέλος αφέθηκε στην τύχη της.

Το ενδώνυμο και το εξώνυμο

Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: Το πώς ονομάζει ένα κράτος τον εαυτό του μπορεί να είναι και τελείως διαφορετικό με το όνομα που χρησιμοποιεί για να κυκλοφορεί στο διεθνές στερέωμα. Έτσι, λοιπόν, το αντικείμενό μας σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι τα κράτη αυτής της κατηγορίας, που είναι αρκετά.

Οι Αλβανοί αποκαλούν τη χώρας τους Σκιπέρια, οι Αρμένιοι Χαγιαστάν, οι Αιγύπτιοι Μισρ, οι Φινλανδοί Σουόμι, οι Ούγγροι Μαγιαρορσάγκ, οι Μαυροβούνιοι Τσρνα Γκόρα και οι Γεωργιανοί Σακαρτβέλος. Αυτές είναι οι πιο χτυπητές περιπτώσεις, δεν είναι οι μόνες. Κανένα από αυτά τα κράτη δεν έχει ζητήσει να ονομάζεται διεθνώς με την εθνική του ονομασία. Ενδώνυμο στη γλωσσολογία ονομάζεται όποιο όνομα χρησιμοποιεί ένας λαός για τον εαυτό του και εξώνυμο το αντίστοιχο όνομα που χρησιμοποιούνται σε ξένες γλώσσες.

Αυτό το «διεθνώς» οφείλουμε επίσης να το οριοθετήσουμε. Σύμφωνα με τα ισχύοντα ήθη, η διεθνής ονομασία ενός κράτους είναι αυτή με την οποία έχει γίνει δεκτό στον ΟΗΕ. Ο Οργανισμός, όμως, έχει έξι επίσημες γλώσσες (αγγλική, γαλλική, αραβική, ισπανική, ρωσική, κινεζική), οπότε κι εκεί υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Όσον αφορά την Ελλάδα, η διεθνής ονομασία των κρατών ταυτίζεται με τα ονόματά τους στα αγγλικά και τα γαλλικά, τις γλώσσες που χρησιμοποιούμε εμείς στις διπλωματικές μας αποστολές. Ως διεθνής ονομασία, επίσης, λογίζεται κι αυτή που χρησιμοποιεί ο δημοφιλής διεθνής Τύπος (συνήθως αγγλόφωνος ή γαλλόφωνος).

Δεν απασχολούν, επίσης, το κείμενο αυτό οι περιοχές που αποφάσισαν να αλλάξουν όνομά τους μόλις αποτίναξαν τον αποικιακό ζυγό και ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Είναι τουλάχιστον 20 αυτές οι περιπτώσεις, κυρίως σε αφρικανικές χώρες. Κι είναι λογικό κάτι τέτοιο, αφού όλες ήθελαν με την αλλαγή ονόματος να τονίσουν την μεγάλη αλλαγή στο καθεστώς τους.

Θα περιοριστούμε, λοιπόν, στα κράτη αυτά που έγραψαν κάποια χιλιόμετρα ανεξαρτησίας (πολλά ή λίγα) στην παγκόσμια ιστορία κι αποφάσισαν να αλλάξουν το όνομά τους.

Η χρονοκαθυστέρηση και οι κατηγορίες

Η ιστορική αρχή στις μετονομασίες έγινε από τη Νότια Αμερική. Τη δεκαετία της Ελληνικής Επανάστασης υπήρχε αναβρασμός και εκεί, με τους κρεολούς (τους απογόνους των πρώτων Ισπανών αποίκων δηλαδή) να παίρνουν τα όπλα κατά της ισπανικής κυριαρχίας. Όπως φαίνεται, είχαν περισσότερο το μυαλό τους στους απελευθερωτικούς πολέμους παρά στα ονόματα των νέων κρατών που προέκυψαν. Έτσι υπήρχε μια χρονοκαθυστέρηση σε σχέση με αυτό που συνέβη στον 20ο αιώνα, όπου το νέο ανεξάρτητο κράτος έπαιρνε το νέο του όνομα από την πρώτη μέρα της ύπαρξής του.

Έτσι, λοιπόν, η πολύ γνωστή μας Αργεντινή στα πρώτα χρόνια ύπαρξής (1810-1831) της ονομαζόταν «Ηνωμένες Επαρχίες του Ρίο ντε Λα Πλάτα» και η Βολιβία (1825) «Κράτος του Άνω Περού». Η δε σημερινή Κολομβία ήταν εξαρχής γνωστή ως «Ηνωμένες Επαρχίες της Νέας Γρανάδας», το γύρισε σε Κολομβία για 12 χρόνια (1819-1831), μετά πάλι Νέα Γρανάδα (1831-1858) πριν αποφασίσει ότι το Κολομβία της ταιριάζει καλύτερα.

Τα κράτη που αποφάσισαν να αλλάξουν όνομα μπορούν να χωριστούν χοντρικά σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες:

  • Αυτά που επιχείρησαν πρόσθεση ή αφαίρεση ενός συνθετικού από το όνομά τους.
  • Όσα αποφάσισαν να συνθέσουν ένα όνομα για να υποδηλώσουν και εδαφικές συνθέσεις.
  • Αυτά που έκαναν μικρές αλλαγές στην ονομασία τους, αλλά σημαντικές όσον αφορά τον συμβολισμό.
  • Όσα έβαλαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τα παλιά τους ονόματα κι αποφάσισαν να πορευτούν με εντελώς καινούργια.

Προσθαφαιρέσεις με υψηλό συμβολισμό

Στην πρώτη κατηγορία, η πιο γνωστή μας περίπτωση αναμφίβολα είναι αυτή της γειτονικής Βόρειας Μακεδονίας, για λόγους που, λίγο ως πολύ, όλοι γνωρίζουμε. Η «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (με αυτό το όνομα αναγνωριζόταν στον ΟΗΕ από το 1992) ή σκέτο «Μακεδονία», όπως αποκαλούσε η ίδια (και περίπου 130 χώρες) τον εαυτό της, πρόσθεσε το «Βόρεια» μετά από τη Συμφωνία των Πρεσπών και την αλλαγή στο σύνταγμά της το 2019. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται τρία ακόμα κράτη.

Η γνωστή μας Ιορδανία στα τρία πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της ονομαζόταν Υπεριορδανία (Transjordan). Το συνθετικό «υπέρ» ήταν γεωγραφικός προσδιορισμός. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες το είχαν δώσει στο εμιράτο-προτεκτοράτο που έφτιαξαν στην περιοχή ανατολικά του ποταμού Ιορδάνη κι αυτό ακριβώς περιέγραφαν με το όνομα, το «πέρα από τον Ιορδάνη».

Το 1948, κατά τη διάρκεια του πρώτου Αραβο-ισραηλινού πολέμου, η Ιορδανία κατέλαβε εδάφη του Ισραήλ στη δυτική όχθη του Ιορδάνη. Τότε αποφάσισε να εγκαταλείψει το «υπέρ» και να γίνει σκέτο «Ιορδανία». Τα εδάφη τα κράτησε ως το 1967, όταν και ηττήθηκε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Επίσημη πολιτική του κράτους πια είναι να μην διεκδικεί τα εδάφη αυτά, καθώς θα αποτελέσουν τον κύριο εδαφικό όγκο ενός μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Το Ομάν για περισσότερο από έναν αιώνα (1856-1970) ονομαζόταν «Εμιράτο του Μασκάτ και Ομάν». Η διπλή ονομασία υπήρχε για να δηλώνει την ύπαρξη δύο ιστορικών περιοχών, του (παραθαλάσσιου) Εμιράτου του Μασκάτ και του Ιμαμάτου του Ομάν στην ενδοχώρα. Αλλά και την συγκέντρωση της εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Εμίρης είναι διοικητικός ηγέτης, ιμάμης θρησκευτικός ηγέτης.

Το 1970 ο Καμπούς μπιν Σαϊντ, ο μεγαλύτερος γιος του σουλτάνου Σαϊντ μπιν Τιμούρ, ανέτρεψε τον πατέρα του με πραξικόπημα κι έγινε κυρίαρχος της χώρας (έμεινε στο θρόνο 50 χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 2020). Μια από τις πρώτες αποφάσεις όταν ανέλαβε τα ηνία της (όχι μόνο υπανάπτυκτης, αλλά και οπισθοδρομικής τότε) χώρας του ήταν να την μετονομάσει σε σκέτο «Ομάν». Η ενότητα ήταν το σύμβολο της κυριαρχίας του. Το Μασκάτ είναι η πρωτεύουσα.

Η τελευταία περίπτωση ήταν και η πιο αξιοπερίεργη: Το 1997 το νησιώτικο κράτος της Δυτικής Σαμόα, που είχε συμπληρώσει 35 χρόνια ανεξάρτητο (από κοινή βρετανική και νεοζηλανδική κυριαρχία) ειδοποίησε τη διεθνή κοινότητα ότι στο εξής θα ονομάζεται σκέτο «Σαμόα». Μια απόφαση κάθε άλλο παρά εύκολη, και μάλλον παράτολμη, δεδομένου ότι στρεφόταν καθαρά εναντίον των ΗΠΑ.

Το 1899 η Τριμερής Σύμβαση, μια συμφωνία μεταξύ Βρετανίας, Γερμανίας και ΗΠΑ, αποφάσισε την διαίρεση των νησιών Σαμόα σε δύο αποικίες, μια γερμανική και μια αμερικανική. Η γερμανική πέρασε σε βρετανικά χέρια μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου οι Γερμανοί έχασαν όλες τις αποικίες τους. Στο εξής ονομαζόταν «Δυτική Σαμόα», τα δε νησιά στα ανατολικά ονομάστηκαν «Αμερικανική Σαμόα». Η Δυτική Σαμόα έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1962, η Αμερικανική Σαμόα παραμένει μέχρι σήμερα εξαρτημένο έδαφος των ΗΠΑ.

Η απαλοιφή του γεωγραφικού προσδιορισμού από τη μικρούλα Σαμόα θορύβησε τόσο τις ΗΠΑ, που η απόφαση αντιμετωπίστηκε ως απόπειρα αμφισβήτησης της κυριαρχίας των ΗΠΑ επί της Αμερικανικής Σαμόα. Παρά τις αμερικανικές πιέσεις, η κυβέρνηση της Σαμόα δεν υποχώρησε και ο κόσμος έκτοτε την ονομάζει σκέτη «Σαμόα». Χωρίς αμερικανικές επεμβάσεις.

Η σύνθεση που έφερε αλλαγή

Δύο κράτη αποφάσισαν να μπουν στη διαδικασία της σύνθετης ονομασίας για προφανή λόγο: Η ονομασία δήλωνε και τη σύνθεση στη γεωγραφική τους επικράτεια. Κάπως έτσι η Μαλάγια έγινε Μαλαισία και η Ταγκανίκα μετονομάστηκε σε Τανζανία.

Η Ομοσπονδία της Μαλάγια πήρε το όνομά της το 1948, ως μια ένωση 11 διαφορετικών «παραδοσιακών» μουσουλμανικών μοναρχιών υπό βρετανική κυριαρχία στη Μαλαϊκή χερσόνησο (η οποία διεθνώς είναι γνωστή ως η χερσόνησος της Μαλάκκας, όμως στην Ελλάδα επικράτησε το Μαλαϊκή, για ευνόητους λόγους). Με αυτό το όνομα κυκλοφόρησε και ως ανεξάρτητο κράτος από το 1957 ως το 1963.

Το 1963 οι Βρετανοί αποφάσισαν να ενισχύσουν την ομοσπονδία και με άλλα εδάφη που είχαν παραμείνει στην κυριαρχία τους. Έπεισαν, λοιπόν, τόσο τη Σιγκαπούρη, όσο και δύο εδάφη τους στο Βόρειο Βόρνεο (Σαραουάκ και Σαμπάχ) να ενωθούν με την Μαλάγια. Επειδή πια η χώρα δεν είχε γεωγραφικό σημείο αναφοράς τη Μαλαϊκή χερσόνησο, αλλά τους Μαλαίους ως λαό, αποφασίστηκε η μετονομασία της σε Μαλαισία.

Η Τανζανία είναι κι αυτή ένωση, και μάλιστα ονοματολογική, των δύο συστατικών της χώρας: Της ηπειρωτικής Δημοκρατίας της Τανγκανίκα, που ονομαζόταν έτσι για δύο χρόνια (1962-64) ως ανεξάρτητο κράτος και του σουλτανάτου της Ζανζιβάρης, ενός νησιώτικου αρχιπελάγους μικρού μεν σε έκταση, αλλά μεγάλου σε ιστορία και γεωπολιτική σημασία. Η Ζανζιβάρη έγινε ανεξάρτητη μοναρχία από τους Βρετανούς το 1963, όμως λίγους μήνες αργότερα εκδηλώθηκε πραξικόπημα που ανέτρεψε το σουλτάνο. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Ζανζιβάρης, που εγκαθιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1964, έσπευσε να ενωθεί λίγους μήνες αργότερα με την ηπειρωτική Τανγκανίκα, ίδιων πολιτικών αποχρώσεων. Ο τότε πρόεδρος Τζούλιους Νιερέρε, μια μεγάλη προσωπικότητα της αφρικάνικης πολιτικής, πήρε το «Ταν» από την Τανγκανίκα και το «Ζαν» από τη Ζανζιβάρη κι έφτιαξε την Τανζανία.

Η διαφορά βρίσκεται στη λεπτομέρεια

Οι μικρές αλλαγές στα ονόματα, που ζητούν οι χώρες να ισχύσουν, φαίνονται ανεπαίσθητες. Τις περισσότερες φορές, στην καθημερινότητα της δικής μας ελληνικής γλώσσας, περνούν απαρατήρητες. Κι όμως, κρύβουν ιδιαίτερο συμβολισμό.

Η πρώτη προσπάθεια, με αμφίβολα αποτελέσματα, ήλθε από την Καμπότζη της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η χώρα είχε ήδη καταγραφεί από τους Γάλλους αποικιοκράτες ως Cambodge (και αντίστοιχα Cambodia στα αγγλικά), αν και οι ίδιοι αποκαλούν τη χώρα τους Χμερ Σροκ (η χώρα των Χμερ). Μ’ αυτό το όνομα το βασίλειο έκανε τα πρώτα του βήματα ως ανεξάρτητο κράτος (1953-70). Όταν ο βασιλιάς ανατράπηκε κι ανέλαβε το φιλοκομουνιστικό καθεστώς του Λον Νολ, η χώρα έγινε «Δημοκρατία των Χμερ». Το 1975, όταν και σταθεροποιήθηκε το καθεστώς τρομοκρατίας του Πολ Ποτ, η χώρα ζήτησε να ονομάζεται «Kampuchea», μια άλλη ορθογραφία του ίδιου ονόματος, που αποδίδει καλύτερα τους ήχους.

Το νέο όνομα συνδέθηκε τόσο πολύ με το καθεστώς του Πολ Ποτ και τις θηριωδίες του, που η διεθνής κοινότητα δεν άλλαξε. Ο ΟΗΕ συνεχίζει να ονομάζει τη χώρα Cambodia και η ορθογραφία σήμερα ουσιαστικά έχει συνδεθεί με τις πολιτικές πεποιθήσεις: Cambodia την αποκαλούν οι δυτικόφιλοι, Kampuchea οι κινεζόφιλοι.

Η Λευκορωσία έκανε μεγάλη προσπάθεια και πέτυχε να χρησιμοποιείται το όνομά της αμετάφραστο στις βασικές γλώσσες. Μια από τις πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης μετά την ανεξαρτησία της το 1992 ήταν να ειδοποιήσει τον ΟΗΕ ότι θα ήθελε να ονομάζεται Belarus και όχι να μεταφράζεται το όνομά της (ο μπερδεμένος διεθνής Τύπος είχε αρχίσει ήδη να την αποκαλεί White Russia, Weißrussland κτλ).

Ο λόγος ήταν απλός τότε: Το λευκό ήδη από την περίοδο της Οκτωβριανής Επανάστασης είχε ταυτιστεί με το αντικομουνιστικό, και η Λευκορωσία δεν ήθελε επ’ ουδενί να φορτωθεί (άθελά της, μάλιστα) αυτή την παράδοση. Στις βασικές γλώσσες, το πέτυχε. Με την μεταφρασμένη ελληνική εκφορά του ονόματός της δεν ασχολήθηκε ποτέ, απ’ όσο γνωρίζουμε.

Μια ανάλογη μικρή αλλαγή ζήτησε και πέτυχε διεθνώς (όχι στα ελληνικά) η Μολδαβία. Η οποία έγινε δεκτή στον ΟΗΕ και συνεχίζει να ονομάζεται «Δημοκρατία του Μόλδοβα» (Republic of Moldova), από τον ομώνυμο ποταμό. Ο λόγος ήταν απλός: Το όνομα «Μολδαβία» είχε συνδεθεί και ιστορικά και γεωγραφικά με την γειτονική Ρουμανία (ως ένα από τα βασικά γεωγραφικά συστατικά ίδρυσης του κράτους, μαζί με τη Βλαχία), και ούτως ή άλλως προσδιόριζε μια περιοχή πολύ μεγαλύτερη από την πρώην σοβιετική δημοκρατία. Οι Μολδαβοί, άλλωστε, στα πρώτα χρόνια την ανεξάρτητης παρουσίας τους έκαναν επίσημη προσπάθεια να τονίσουν τις διαφορές τους από τους γείτονες και αδελφούς Ρουμάνους. Κι αυτό, για να απαντήσουν στη φημολογία που φούντωνε κάθε τόσο ότι θα ζητήσουν να ενωθούν με τη Ρουμανία.

Επιμονή στη γλώσσα

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει σε δύο χώρες που ζήτησαν να ονομάζονται διεθνώς με το επίσημο όνομα που δίνουν οι ίδιοι στη χώρα τους αμετάφραστο: Την Ακτή Ελεφαντοστού και το Πράσινο Ακρωτήριο. Όπως βλέπετε, στα ελληνικά αυτό δεν ισχύει.

Από το 1986 κιόλας ο τότε πρόεδρος της Ακτής Ελεφαντοστού, Φελίξ Ουφουέ Μπουανί, είχε ειδοποιήσει τον OHE ότι επιθυμεί το όνομα της χώρας του να εκφέρεται στα γαλλικά ως Côte d'Ivoire, σε όλες τις γλώσσες. Το πέτυχε εν μέρει, ο βρετανικός τύπος το σεβάστηκε, όπως και η διπλωματία. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αποκαλούν τη χώρα επισήμως “Ivory Coast” και στις περισσότερες χώρες το όνομα μεταφράζεται (Elfenbeinküste, Costa do Marfil κτλ).

Το 2013 την ίδια τακτική ακολούθησε και το Πράσινο Ακρωτήριο: Ειδοποίησε ότι θέλει να ονομάζεται Cabo Verde, αμετάφραστο, κι όχι π.χ. Cape Verde στα αγγλικά ή Cap Vert στα γαλλικά. Το πέτυχε μόνο στη διπλωματική ονομασία κι όχι στην καθομιλουμένη.

Η τελευταία πετυχημένη προσπάθεια ανήκει σ’ ένα μικρό κράτος στο νότο της Αφρικής. To 2018, με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την ανεξαρτησία της, η Σουαζιλάνδη ανακοίνωσε ότι αλλάζει το όνομά της σε Εσουατίνι. Που σημαίνει το ίδιο πράγμα, η γη των Σουάζι, αλλά στην τοπική γλώσσα. Η προσαρμογή της διεθνούς κοινότητας είναι εντυπωσιακή, όπως δείχνουν οι μετρήσεις: Το 84% των παγκόσμιων υπηρεσιών και του παγκόσμιου τύπου έχουν υιοθετήσει το όνομα.

Οι ναζί μετονόμασαν την Περσία;

Πάμε τώρα στα δύσκολα: Στις χώρες εκείνες που επιχείρησαν το ολοκληρωτικό rebranding, αλλάζοντας τελείως το όνομά τους.

H πρώτη αλλαγή ήταν και η πιο εύκολη και έγινε δεκτή χάρη στο πετρέλαιο. Ο φοβερός και τρομερός Αμπντουλαζίζ Ιμπν Σαούντ το 1925 ήταν ήδη βασιλιάς του Νετζντ, σαΝ να λέμε της ενδοχώρας της αραβικής χερσονήσου. Εκείνη τη χρονιά κατέλαβε και το εμιράτο της Χετζάζ, τα δυτικά παράλια της Αραβίας, όπου βρίσκονται οι ιερές μουσουλμανικές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα. Το κράτος ήταν γνωστός ως «Βασίλειο των Χετζάζ και Νετζντ» μέχρι το 1932, όταν ο Ιμπν Σαούντ αποφάσισε να του δώσει το δικό του όνομα. Έτσι γεννήθηκε η Σαουδική Αραβία.

Λίγα χρόνια αργότερα (1938) ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου. Βρετανοί και Αμερικανοί, που είχαν τους ενδοιασμούς τους σχετικά με το νέο όνομα, το υιοθέτησαν αμέσως, προφανώς για να ισχυροποιήσουν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις τους με τον μονάρχη.

Λίγα χρόνια αργότερα ξεκίνησε μια δύσκολη διαδικασία: της μετονομασίας της Περσίας σε Ιράν. Αυτό έγινε την περσική πρωτοχρονιά του 1935 (Νορούζ, 21 Μαρτίου), με επιστολή που έστειλε ο ίδιος ο σάχης στους αντιπροσώπους της Κοινωνίας των Εθνών. Με το γράμμα εξηγούσε ότι το όνομα Περσία, χωρίς να είναι λάθος, ουσιαστικά δεν χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους της χώρας, που ονόμαζαν την περιοχή «Ιρανσάχρ», δηλαδή χώρα των Αρείων.

Γιατί έγινε αυτό; Υπάρχουν και επίσημες και ανεπίσημες εκδοχές. Επισήμως το Ιράν ζήτησε να αλλάξει όνομα για να εκμοντερνιστεί, δεδομένου ότι το όνομα Περσία θύμιζε τις αρχαίες εποχές. Κι επίσης, μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας του σάχη κατοικούσαν (και κατοικούν ακόμα) εθνότητες, που δεν έχουν σχέση με τους Πέρσες (Αζέροι, Κούρδοι, Τουρκμένοι κτλ.) οι οποίοι αντιπροσώπευαν σχεδόν τον μισό πληθυσμό.

Το διπλωματικό κουτσομπολιό της εποχής, πάντως, συνδέει άμεσα την αλλαγή του ονόματος με το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας. Λέγεται, δηλαδή, ότι την αποφασιστική ώθηση στον σάχη για να ζητήσει τη μετονομασία την έδωσε ο Χιάλμαρ Σαχτ, υπουργός οικονομικών του Τρίτου Ράιχ, το 1935. Είχε συχνές συναντήσεις με τον σάχη και του εξηγούσε, λέει, διαρκώς τα «προνόμια» που έχει μια σύγχρονη χώρα, η οποία θα ονομαζόταν «Κράτος των Αρείων».

Το όνομα «Περσία», πάντως, αντιστάθηκε για δεκαετίες, ειδικά στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στα ελληνικά η αλλαγή σελίδας έγινε με την εκθρόνιση του σάχη και την ανάληψη της εξουσίας από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί το 1979.

«Ο βασιλιάς κι εγώ», που βάφτισε Ταϊλάνδη το Σιάμ

Στις 24 Ιουνίου 1939 ο βασιλιάς του Σιάμ ανήγγειλε στον πολιτισμένο κόσμο ότι στο εξής θα ήθελε το κράτος του να ονομάζεται «Ταϊλάνδη». Η λέξη «Τάι», που σημαίνει «ελεύθερος άνθρωπος», προσδιορίζει και το 85% της βασικής εθνότητας της χώρας. Αποφάσισε ότι είχε έλθει η ώρα να διορθώσει ένα λάθος, το οποίο οι προγονοί του είχαν παραδεχτεί χάριν ευκολίας.

Το «Σιάμ» είναι σανσκριτική λέξη και σημαίνει «μαύρος» και «ξένος». Οι Ευρωπαίοι, ερχόμενοι από την ανατολή, άκουσαν για πρώτη φορά το όνομα της χώρας αυτής από τους Ινδούς μαχαραγιάδες, που την ονόμαζαν «Σιάμ», κι έτσι την αποκάλεσαν στους χάρτες τους.

Ο Σιαμέζος μονάρχης Μονγκούτ, που βασίλεψε την περίοδο 1851-1868, έδωσε υπόσταση στο λάθος. Εκμοντέρνισε το βασίλειό του τόσο, που το κράτησε ανεξάρτητο από την αποικιακή λαίλαπα Βρετανών, Γάλλων, Ολλανδών και Πορτογάλων στη νοτιοανατολική Ασία. Η επιμονή του να γίνει αποδέκτης της δυτικής κουλτούρας του μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο («Ο Βασιλιάς κι Εγώ»), έμαθε αγγλικά και υπέγραφε μάλιστα και με λατινική γραφή ως «Rex Siamensium», βασιλιάς των Σιαμέζων.

Το όνομα Ταϊλάνδη άρχισε να χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, όταν αναπτύχθηκε στην περιοχή ο δυτικός τουρισμός. Ως τότε, στην καλύτερη περίπτωση η χώρα ονομαζόταν με τις δύο ονομασίες.

Από μπάσταρδοι, στα Αρχαία Ελληνικά

Ακόμα πιο πικρή ήταν η προσπάθεια της Αβυσσηνίας να μετονομαστεί σε Αιθιοπία. Από το 1926 είχε ξεκινήσει η προσπάθεια χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου το 1948 ο τότε αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ το ζήτησε επίσημα από τον ΟΗΕ. Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που δόθηκαν τότε, ο γεωγραφικός όρος «Αβυσσηνία» αντιστοιχούσε μόνο στις βόρειες ιστορικές περιοχές της χώρας, όπου ζούσαν οι Αμχάρα και οι Τίγκρε, και δεν συμπεριλάμβανε τις κατακτήσεις στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η αυτοκρατορία σχεδόν διπλασίασε την έκτασή της.

Το ζήτημα, βέβαια, σε μια χώρα που κατοικείται από τόσες πολλές φυλές είναι να βρεις ένα όνομα που να τους περιλαμβάνει όλους. Το «Αβυσσηνία» προέρχεται από την αραβική λέξη «χαμπέστ», που μπορεί να μεταφραστεί ως «μιγάς» ή «μπάσταρδος» ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Ακόμα και η δεύτερη έννοια, πάντως, δεν αποδίδεται υποτιμητικά, ήθελε να δείξει το χαρμάνι λαών, από το οποίο αποτελούταν η αυτοκρατορία. Ο Χαϊλέ Σελασιέ προτίμησε το αρχαιοελληνικό όνομα «Αιθιοπία», από τις λέξεις «αίθω» (καίγομαι) και «όψις» (πρόσωπο). Αιθίοπες, δηλαδή, ήταν αυτοί με τα καμένα πρόσωπα.

Η μετάβαση έγινε σταδιακά, ακόμα και στα ελληνικά. Επί δεκαετίες η χώρα αναφερόταν και με τα δύο ονόματα. Στο Μοναστηράκι υπάρχει ακόμα και η Πλατεία Αβυσσηνίας.

Οι εθνικιστικές αλλαγές

To 1972 το νησιώτικο κράτος της Κεϋλάνης άλλαξε το όνομά του σε Σρι Λάνκα. Ήταν μια καθαρά πολιτική απόφαση με υψηλό συμβολισμό, που άργησε 24 χρόνια για συγκεκριμένους λόγους. Το νησί είχε το αραβικό όνομα «σαχιλάν», το οποίο το προσάρμοσαν πρώτα οι Πορτογάλοι (πήγαν εκεί το 1505) ως «Σελιάο» και μετά (1810) οι Βρετανοί αποικιοκράτες ως «Σέιλον» (Ceylon).

To 1948, όταν το νησί απέκτησε την ανεξαρτησία του, η κυβέρνηση αποφάσισε να συνεχίσει μ’ αυτό το όνομα. Εκεί κρυβόταν μια προσπάθεια συμβιβασμού ανάμεσα στις δύο κύριες εθνότητες του νησιού, τους Σινχαλέζοι και τους Ταμίλ του βορρά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η εθνικιστική κυβέρνηση των Σινχαλέζων αποφάσισε να δώσει στη χώρα το δικό της όνομα. «Λάνκα» στα σινχαλέζικα σημαίνει νησί. Οι Ταμίλ ξεκίνησαν έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ο οποίος αιματοκύλισε τη χώρα για σχεδόν 30 χρόνια.

Έναν χρόνο πριν (1971), o Μομπούτου Σέσε-Σέκο, πρόεδρος-δικτάτορας της (πρώην βελγικής αποικίας) Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της χώρας του σε Ζαϊρ. Θεωρήθηκε πολύ πιο «αφρικάνικο» αυτό, αφού η λέξη προέρχεται από το «νζάντι». Αυτή η λέξη είναι ένα δημοφιλές όνομα του τεράστιου ποταμού Κόνγκο στην τοπική γλώσσα κικόνγκο, το οποίο είχαν υιοθετήσει-προσαρμόσει οι Πορτογάλοι. Στους χάρτες τους, μάλιστα, ο ποταμός αναφερόταν συχνά ως «Ζαϊρ» κι αργότερα, όταν ανέλαβαν Βρετανοί και Γάλλοι, μπήκε ο όρος «Κόνγκο».

Ο Μομπούτου είχε ψύχωση με την αφρικανοποίηση της χώρας του, άλλαξε και το δικό του όνομα, αλλά και όλες τις ονομασίες, μέχρι και του πιο μικρού χωριού. Υπήρχε και άλλο κίνητρο, να ξεχωρίσει τη χώρα σε σχέση με τη γαλλική αποικία στα βορειοανατολικά, η οποία ονομαζόταν επίσης Κονγκό. Πριν γίνει η αλλαγή της ονομασίας, οι δύο χώρες ξεχώριζαν από τις πρωτεύουσές τους (Κονγκό-Μπρατζαβίλ το γαλλικό, Κονγκό-Λεοπολντβίλ κι αργότερα Κινσάσα το βελγικό). Το 1997, όταν έπεσε το καθεστώς Μομπούτου, η χώρα άλλαξε επανήλθε στο όνομα Κονγκό και πλέον είναι γνωστή ως «Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό» (με αρχικά DRC).

Μπενίν: Παραλίγο πόλεμος για το όνομα

Λίγα χρόνια αργότερα (1975) η Δαχομέη, ένα μικρό κράτος στη δυτική Αφρική, αποφάσισε να αλλάξει όνομα και παραλίγο να προκαλέσει περιφερειακό πόλεμο. Η Δαχομέη υπήρξε ένα παραθαλάσσιο βασίλειο της φυλής Φον, το οποίο έγινε προτεκτοράτο των Γάλλων το 1894. Χρησιμοποιώντας την περιοχή σαν ορμητήριο, οι Γάλλοι επεκτάθηκαν και στις περιοχές άλλων φυλών, που δεν είχαν σχέση με το καθ’ εαυτό βασίλειο της Δαχομέης, όμως το βασικό όνομα της αποικίας παρέμεινε και μετά την ανεξαρτησία το 1960.

Ο Ματιέ Κερέκου, ένας στρατιωτικός από το βορρά που πήρε την εξουσία με πραξικόπημα το 1972, αποφάσισε το 1975 ότι ένα πιο γενικό όνομα ταίριαζε στη χώρα του. Κι επέλεξε το Μπενίν, από τον ομώνυμο τεράστιο κόλπο της αφρικανικής ηπείρου. Μόνο που Μπενίν ονομαζόταν για αιώνες κι ένα παραδοσιακό βασίλειο της νοτιοανατολικής Νιγηρίας, που δεν είχε σχέση βέβαια με την περιοχή. Οι Νιγηριανοί βγήκαν στους δρόμους, διαμαρτυρήθηκαν σε διεθνείς οργανισμούς, απείλησαν μέχρι και με στρατιωτική επέμβαση, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε.

Ένα άλλο αφρικανικό κράτος αποφάσισε το 1984 να διαλαλήσει την τιμιότητά του μέσω του ονόματός του. Ο Τόμας Σανκάρα, μια επιβλητική προσωπικότητα της Αφρικής, έγινε πρόεδρος με πραξικόπημα στο Άνω Βόλτα το 1983 και λίγους μήνες αργότερα αποφάσισε να αλλάξει το αποικιακό και γεωγραφικό όνομα της χώρας, που βρίσκεται πράγματι στον πάνω από τον ρου του ποταμού Βόλτα. Έτσι επέλεξε το «Μπουρκίνα Φάσο», που σημαίνει «γη των τίμιων ανθρώπων». Η λέξη «μπουρκίνα», τίμιος, έρχεται από τα μόσι και η λέξη «φάσο», χώρα, τόπος, από τα ντιούλα, τις δύο βασικές γλώσσες της χώρας. Δυστυχώς γι’ αυτόν, η τιμιότητα έμεινε μόνο στο όνομα. Ανετράπη με πραξικόπημα και δολοφονήθηκε το 1987 από τον στενότατο συνεργάτη του Μπλεζ Κομπαορέ, ο οποίος έμεινε στην εξουσία ως το 2014…

Άλλη μία χώρα που επιχείρησε ολοκληρωτική αλλαγή ονόματος ήταν η Βιρμανία το 1989. Η στρατιωτική κυβέρνηση που ακόμα βρίσκεται στην εξουσία με μια μονομερή της κίνηση σ’ ένα βράδυ ειδοποίησε τη διεθνή κοινότητα ότι στο εξής το όνομα της χώρας θα είναι Ένωση της Μιανμάρ, χρησιμοποιεί μια επίσης βιρμανική λέξη, αλλά αρχαιότερη, για την περιοχή.

Η απόφαση απέκτησε πολιτική χροιά, δεδομένου ότι πολλές χώρες (ανάμεσά τους και οι ΗΠΑ) δεν αναγνώρισαν τη νέα ονομασία, επειδή δεν αναγνώριζαν την κυβέρνηση ως νόμιμη της χώρας. Με τον καιρό ο κόσμος συνήθισε στην αλλαγή ονομασίας, όμως πολλοί εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης επιμένουν στο «Βιρμανία» και διαλαλούν πως όταν αλλάξουν τα πράγματα θα επιστρέψουν στην ονομασία που τους έμαθε όλος ο κόσμος.

Ολλανδία: Υπονόμευση εκ των έσω

Τελευταία, αλλά καθόλου ασήμαντη, προσθήκη η πρόσφατη (από το 2020) επίσημη προσπάθεια της κυβέρνησης της Ολλανδίας να καθιερωθεί στη συνείδηση του παγκόσμιου πληθυσμού με το επίσημο όνομά της, Κάτω Χώρες (Netherlands)! Υπήρξε μια μεγάλη καμπάνια εντός κι εκτός της χώρας, στην οποία εξηγούσαν με απλά λόγια ότι όταν κάποιος λέει «Ολλανδία» στην ουσία εννοεί ένα τμήμα μόνο από τη χώρα, τις δύο (από τις συνολικά 12) ηπειρωτικές επαρχίες (Βόρεια Ολλανδία και Νότια Ολλανδία) και ότι το κράτος είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο.

Το αν θα καταφέρουν κάτι οι Ολλανδοί στο πέρασμα του χρόνου θα το δούμε. Για την ώρα, στην Ελλάδα δεν έχει πάρει κανείς είδηση την προσπάθειά τους, η οποία μάλιστα υπονομεύεται εκ των έσω: Η ονομασία της επίσημης ιστοσελίδας του Ολλανδικού Οργανισμού Τουρισμού είναι holland.com.