Γαλλικές εκλογές: Τι δείχνει η άνοδος της ριζοσπαστικής Αριστεράς για το πολιτικό μέλλον του Μακρόν
Ανανεώθηκε:
Εβδομάδες μετά την επανεκλογή του Εμάνουελ Μακρόν στον προεδρικο θώκο και την επιστροφή του στα Ηλύσια Πεδία, οι Γάλλοι ψηφοφόροι συντονίστηκαν ώστε να περιορίσουν τον νέο επανεκλεγέντα ηγέτη, αναγκάζοντάς τον σε μια πολιτική «συγκατοίκηση» που θα παρέλυε τη χώρα.
Ο Μακρόν νιώθει πλέον την ανάσα του βετεράνου της ριζοσπαστικής Αριστεράς Ζαν-Λυκ Μελανσόν πολύ κοντά του και όλα είναι ανοικτά σχετικά με την πλειοψηφία στη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Τα συμπεράσματα και οι αναλύσεις ερμηνεύουν το αποτέλεσμα του πρώτου γύρω ως αυστηρή προειδοποίηση των πολιτών προς τον Γάλλο πρόεδρο.
«Το να κλείνεις τα μάτια, να τρίζεις τα δόντια και να μην κινείσαι μπορεί να είναι μια επιτυχημένη πολιτική στρατηγική; Προφανώς όχι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα από τον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών της Γαλλίας την Κυριακή 12 Ιουνίου», γράφει σήμερα η Le Monde.
Από την επανεκλογή του στις 24 Απριλίου, οι αντίπαλοι του Γάλλου Προέδρου τον κατηγόρησαν ότι προσπαθεί να... αποκοιμίσει τους ψηφοφόρους, προκειμένου να μετριάσει τον πιθανό αντίκτυπο των εκλογών που έκαναν την απερχόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία πολύ νευρική.
Ο πρόεδρος οικειοθελώς επιβράδυνε τις μεταρρυθμίσεις του –με εξαίρεση ένα νομοσχέδιο για την αγοραστική δύναμη που είχε υποσχεθεί για τις αρχές του καλοκαιριού– για να αποφύγει τις συζητήσεις σχετικά με τις πιο διχαστικές πολιτικές του.
Αυτό δεν ήταν αρκετό για να ανακόψει την ορμή της αριστεράς και της πολιτικής συμμαχίας Νέα Λαϊκή Οικολογική και Κοινωνική Ένωση (NUPES) στην οποία στεγάστηκαν προεκλογικά Σοσιαλιστές, Πράσινοι, Κομμουνιστές και Ανυπότακτοι.
Το 2017, τα κόμματα του Μακρόν σημείωσαν 28,21% στον πρώτο γύρο.
Οι χθεσινές εκλογές σηματοδοτούν μια σαφή οπισθοδρόμηση, ενώ το ποσοστό που φέρεται να συγκεντρώνει με βάση τα μέχρι στιγμής επίσημα αποτελέσματα (25,75%) είναι χαμηλότερο και από το ποσοστό που πήρε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, λιγότερο από δύο μήνες πριν (27,85%).
Αυτή η πρώιμη οπισθοδρόμηση στέλνει στον πρόεδρο ένα μήνυμα για τους κινδύνους των επόμενων πέντε ετών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κακής νύχτας, το «Βατερλώ» του πρώην υπουργού Παιδείας Ζαν Μισέλ Μπλανκέρ, ο οποίος αποκλείστηκε στην 4η εκλογική περιφέρεια του Λουαρέ, όπου ήταν υποψήφιος παρά το γεγονός ότι δεν είχε προηγούμενη σχέση με την περιοχή.
Τα εύσημα για αυτό το μεταβαλλόμενο εκλογικό τοπίο ανήκουν στον Μελανσόν, ο οποίος κατάφερε να ενώσει τις προηγουμένως ετοιμοθάνατες φατρίες της αριστεράς.
Η υπόσχεσή του να φτάσει με το πρωθυπουργικό αξίωμα έδωσε δυναμική στον συνασπισμό, όταν κανείς άλλος δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται για αυτές τις εκλογές.
Το ποσοστό της αποχής έφτασε το 52,3%, νέο ρεκόρ και υψηλότερο από το 2017 (51,3%).
Σε σύγκριση με το.. σκορ που σημείωσαν συνολικά τα αριστερά κόμματα το 2017 (25,49%), η πρόοδος που σημειώθηκε από το NUPES δεν είναι πολύ θεαματική. Όμως το 2017 η αριστερά διχάστηκε.
Αυτή τη φορά, η συμμαχία ανοίγει την πόρτα στον δεύτερο γύρο για πολλούς από τους υποψηφίους τους. Η δημοσκόπηση της Ipsos-Sopra Steria προβλέπει ότι το NUPES θα πάρει 150 έως 190 έδρες - περίπου τρεις φορές τον αριθμό των αριστερών βουλευτών (60) που βρίσκονται σήμερα στην Εθνοσυνέλευση.
Τα καλά αποτελέσματα της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης (18,9%, με πρόβλεψη 20 έως 45 βουλευτές) επιβεβαιώνουν την τριμερή κατανομή του πολιτικού φάσματος.
Το ακροδεξιό κόμμα θα μπορούσε να σχηματίσει μια ομάδα για πρώτη φορά από τη νομοθετική περίοδο 1986-1988 (για τον σχηματισμό μιας ομάδας απαιτούνται 15 βουλευτές).
Τελευταία στιγμή
Όπως και στις προεδρικές εκλογές, ο Εμανουέλ Μακρόν περίμενε και πάλι τις τελευταίες μέρες αυτής της καμπάνιας για να εμπλακεί, την ώρα που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το NUPES ήταν ιδιαίτερα δυναμικό.
Εκείνες τις μέρες, ο πρόεδρος και η κυβέρνηση αντιμετώπισαν μια σειρά από διαμάχες (το φιάσκο ελέγχου του πλήθους στο Stade de France στον τελικό του Champions League, το σεξουαλικό σκάνδαλο με τον υπουργό Αλληλεγγύης κλπ.)
Ονομάζοντας την Ελίζαμπεθ Μπορν –μια γυναίκα από την αριστερά– ως πρωθυπουργό, ο πρόεδρος έδειξε ότι επικεντρωνόταν στον περιορισμό του κινδύνου εξ αριστερών. Όμως, χωρίς πολιτικό βάρος και κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης, η νέα πρωθυπουργός δεν είχε αντίκτυπο στην εκστρατεία, σε αντίθεση με όταν ο δεξιός Εντουάρ Φιλίπ έγινε πρωθυπουργός το 2017.
Αλλά η πρωθυπουργός μπορεί τουλάχιστον να είναι χαρούμενη για το αποτέλεσμα της Καλβαντός, όπου προηγείται.
Ο κ. Μακρόν άφησε στην άκρη τη στρατηγική του να κλείνει το μάτι στα αριστερά και να δανείζεται από τη σημασιολογία του κ. Μελανσόν και εστίασε στη βάση του, που είναι περισσότερο προς την κεντροδεξιά. Για δύο εβδομάδες, ο ίδιος και οι υποστηρικτές του περιέγραφαν τους NUPES ως «ακροαριστερούς», παρουσιάζοντας τη συμμαχία ως συνώνυμο της «αταξίας» και της «δημοσιονομικής γκιλοτίνας».
Αυτή η στρατηγική ήταν μουσική στα αυτιά των δεξιών. Τόνισε την πτώση του συντηρητικού κόμματος Les Républicains (LR), χωρίς να το συντρίψει πλήρως.
Με 13,7% των ψήφων, οι Ρεπουμπλικανοί έχασαν 5 μονάδες σε σύγκριση με το 2017.
Αν και αυτό το αποτέλεσμα σημαίνει ότι δεν θα είναι η κορυφαία αντιπολιτευτική δύναμη, το δεξιό κόμμα βασίζεται στις ισχυρές τοπικές ρίζες των κατεστημένων στελεχών του για τον έλεγχο των ζημιών. Η δημοσκόπηση της Ipsos-Sopra Steria προβλέπει ότι θα διεκδικήσει από 50 έως 80 βουλευτές στις 19 Ιουνίου στην Εθνοσυνέλευση, σε σύγκριση με 100 σήμερα.
Εν τω μεταξύ, ο προεδρικός συνασπισμός θα δυσκολευτεί να πετύχει τον στόχο των 340 βουλευτών που τέθηκε στις αρχές Μαΐου από τον επικεφαλής της «Η Δημοκρατία Προχωρά Μπροστά!», Stanislas Guerini (μέχρι σήμερα είχε 345). Ακόμη χειρότερα, η πιθανότητα να χάσει τη σχετική πλειοψηφία δεν φαινόταν ποτέ τόσο υψηλή. Εάν αυτό συνέβαινε, οι ρεπουμπλικανοί θα μπορούσαν να γίνουν η κομβική δύναμη χωρίς την οποία δεν θα περνούσαν τα νομοσχέδια.
Ωστόσο πρέπει να είμαστε προεκτικοί αναφορικά με τις προβολές των εδρών. Μετά τον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών το 2017, οι ειδικοί του εκλογικού χάρτη υποσχέθηκαν στον Μακρόν και τους συμμάχους του να κερδίσουν από 400 έως 455 έδρες. Τελικά, πήραν 350. Η εβδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας πριν από τις 19 Ιουνίου θα είναι κρίσιμη.