ΚΟΣΜΟΣ

Ταϊβάν: Επτά ονόματα και μία απειλή για παγκόσμιο πόλεμο

Ταϊβάν: Επτά ονόματα και μία απειλή για παγκόσμιο πόλεμο
Μήνυμα προς το Πεκίνο: Συστοιχίες του αμερικναικού αντιαεροπορικού συστήματος Patriot επιδεικνύονται στους δρόμους της Ταϊπέι, 10 Οκτωβρίου 2007 AP Photo/Wally Santana, File)

Στη διεθνή διπλωματία, ακόμα και μια ασαφής αποστροφή δήλωσης μπορεί να ανάψει σπίθα για μεγάλες πυρκαγιές. Πολλώ δε μάλλον μια σαφής δήλωση, όπως αυτή του Τζο Μπάιντεν για την Ταϊβάν. Η δέσμευση των ΗΠΑ για επέμβαση σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης για βίαιη κατάληψη του νησιού δεν μπορεί πια να θεωρηθεί «γκάφα». Όπως έχει αναφερθεί ήδη στο CNN Greece, αυτή είναι η τρίτη φορά που ο Μπάιντεν ασχολείται με την συγκεκριμένη περιοχή, στο πλαίσιο της απευθείας αντιπαράθεσης Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας στην περιοχή.

Αυτή η δήλωση, αλλά και οι αντιδράσεις που ακολούθησαν ένθεν κακείθεν, έφεραν στο προσκήνιο και πάλι το θέμα της Ταϊβάν και του διοικητικού της μέλλοντος. Ένα θέμα που φαινόταν «παγωμένο» και απασχολούσε τόσο λίγο, που οι διεθνείς αναλυτές έψαχναν άλλες εστίες αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με την Κίνα στον Ειρηνικό, όπως π.χ. οι εξελίξεις στα Νησιά του Σολομώντα. Μας θύμισε ότι αν οι δύο υπερδυνάμεις θα αποφάσιζαν κάποια στιγμή να περάσουν από τα λόγια στα έργα, δεν χρειάζεται να ψάξουν αλλού για την πιο καυτή περιοχή αντιπαράθεσης.

Φορμόζα, Ταϊβάν, Δημοκρατία της Κίνας, Ελεύθερη Κίνα, Εθνικιστική Κίνα, Λευκή Κίνα, Κινέζικη Ταϊπέι. Είτε το πιστεύετε, είτε όχι, ο δυτικός κόσμος τα τελευταία 70 χρόνια βρήκε επτά διαφορετικά ονόματα για να προσδιορίσει μια από τις πιο μπερδεμένες διοικητικά περιοχές του πλανήτη. Από το 1949 και μετά η περιοχή αυτή των 168 νησιών (εκ των οποίων το μεγαλύτερο, η Ταϊβάν, καλύπτει το 99,3% της έκτασης και το 99,4% του πληθυσμού) έχει περάσει από 40 κύματα. Κι αυτό, διότι στέγασε (προσωρινά υποτίθεται, αλλά τελικά μονίμως) την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας, του καθεστώτος δηλαδή που ανατράπηκε από την κομουνιστική επανάσταση του Μάο Τσε Τουνγκ.

Ακόμα πιο παράξενο είναι ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι του νησιού, αλλά και οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Κίνας, χρησιμοποιούν άλλα, «ιστορικά» ονόματα για την περιοχή.

Το πιο συνηθισμένο πια από αυτά τα ονόματα, το «Ταϊβάν», ήλθε από τους Ολλανδούς. Αλλά οι πρώτοι «νονοί», τουλάχιστον στους δυτικούς χάρτες, ήταν οι Πορτογάλοι. Δεν έχει διασωθεί ποιος θαλασσοπόρος έβαλε στο χάρτη το μεγάλο νησί (που έχει έκταση 36.000 τ.χλμ., δηλαδή όση η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα μαζί). Το 1542 συνέβη αυτό, και κατά τα θρυλούμενα ο καπετάνιος άκουσε τη γνώμη του πληρώματος και χαρτογράφησε το νησί με το όνομα «Ilha Formosa», δηλαδή «το όμορφο νησί».

Το 1622 η ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών προσπάθησε να εγκαταστήσει έναν παραθαλάσσιο εμπορικό σταθμό, αλλά η αποστολή αποδεκατίστηκε από τις κινεζικές δυνάμεις. Δύο χρόνια αργότερα (το 1624), αυτή τη φορά μετά από συνεννόηση με τους Κινέζους μανδαρίνους (τότε κυβερνούσε η δυναστεία των Μινγκ) δημιουργήθηκε ένα μικρό φρούριο σε μια περιοχή, η οποία κατοικούνταν από την γηγενή φυλή «Ταϊγιουάν». Αυτό ήταν. Οι Ολλανδοί ονόμασαν μεν τον οικισμό «φρούριο Ζηλανδία», αλλά έδωσαν το όνομα Ταϊβάν σε όλο το νησί.

Οι Ολλανδοί κατάφεραν να κρατήσουν πόστα στο νησί ως το 1662. Από τότε και ως το 1895 η Ταϊβάν αποτέλεσε επαρχία της εκάστοτε κινέζικης αυτοκρατορίας. Το 1895, όμως, το νησί πέρασε στην κυριαρχία της Ιαπωνίας, μετά την ήττα των Κινέζων στον Α’ Σινο-ιαπωνικό Πόλεμο (1894-95). Οι Ιάπωνες αντιμετώπισαν πολυετή ανταρτοπόλεμο, αλλά με τα χρόνια εφάρμοσαν και πολιτικές αφομοίωσης (π.χ. έδιναν ιαπωνικά ονόματα στους ντόπιους) και αναγκαστικής μετανάστευσης: Περισσότεροι από 1 εκατ. Ιάπωνες μετακόμισαν στην Ταϊβάν στα 50 χρόνια της ιαπωνικής κυριαρχίας.

Επιστροφή στην Κίνα, αλλά σε ποια Κίνα;

Στο διάστημα αυτό, η ηπειρωτική Κίνα είχε κάνει τη δική της επανάσταση. Από το 1911 είχε ανατρέψει τον αυτοκράτορα και είχε εγκαθιδρύσει τη δημοκρατία. Από τη δεκαετία του 1930 έβλεπε κι άλλα εδάφη της να κατακτώνται από τους Ιάπωνες (Μαντζουρία, Μογγολία κτλ.). Όταν τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όλα τα «εξωτερικά» εδάφη της ηττημένης Ιαπωνίας επεστράφησαν στους προηγούμενους κατόχους της. Άρα και η Ταϊβάν στην Δημοκρατία της Κίνας.

Στις 25 Οκτωβρίου 1945 ο Ιάπωνας στρατηγός Άντο υπέγραψε τη συνθήκη παράδοσης και λίγο μετά οι Ιάπωνες έφυγαν. Το κείμενο, όμως, ήταν έτσι γραμμένο που δεν αποσαφήνιζε σε ποιον παραδίδονται. Εκείνοι που ανέλαβαν ήταν οι δυνάμεις της Δημοκρατίας της Κίνας (οι εθνικιστές δηλαδή της Κουομιντάνγκ) αλλά ο κινεζικός εμφύλιος τότε βρισκόταν σε εξέλιξη, οπότε ήταν κάτι παραπάνω από ασαφές ποιος ήταν η «νόμιμη κυβέρνηση» της Κίνας εκείνη την περίοδο. Εκεί ακριβώς εντοπίζονται οι νομικές διεκδικήσεις όσον αφορά το καθεστώς της Ταϊβάν.

Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας, πιεζόμενη συνεχώς από τις κομμουνιστικές δυνάμεις που συνεχώς κέρδιζαν έδαφος, άλλαξε την «νόμιμη» πρωτεύουσά της τέσσερις φορές μέσα σε τρία χρόνια, πηγαίνοντας όλο και πιο νότια. Το φθινόπωρο του 1949 οι κομμουνιστικές δυνάμεις πέρασαν και το όριο του ποταμού Γιανγκτσέ και ξεχύθηκαν προς το νότο, με ολοένα και μικρότερη αντίσταση.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1949, ο στρατηγός Τσιανγκ Κάι Σεκ κήρυξε «πολεμική πρωτεύουσα» (προσωρινή δηλαδή) του κράτους την Ταϊπέι, πρωτεύουσα της Ταϊβάν. Αμέσως άρχισε μια κολοσσιαία επιχείρηση, που έφερε σχεδόν 2 εκατομμύρια ανθρώπους στο νησί. Από διοικητικούς υπαλλήλους και στρατιώτες μέχρι υποστηρικτές του καθεστώτος, που δεν ήθελαν να μείνουν πίσω υπό το φόβο κομμουνιστικών αντιποίνων. Μαζί τους οι νεοφερμένοι έφεραν σχεδόν όλο τον αποθηκευμένο χρυσό της απέραντης χώρας και όλο το συνάλλαγμα. Στο νησί είχε επιβληθεί στρατιωτικός νόμος ήδη από τον Μάιο.

O ηγέτης των εθνικιστικών δυνάμεων Τσιανγκ Κάι Σεκ (Associated Press)

Γιατί δεν επιτέθηκε ο Μάο στην Ταϊβάν;

Το κομμουνιστικό καθεστώς καθάρισε την ηπειρωτική Κίνα από τους εθνικιστές της Κουομιντάνγκ σχεδόν αμέσως. Έμειναν κάποιοι θύλακες, που και αυτοί πέρασαν σε κομμουνιστικά χέρια τα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: Τι έγινε και η κομμουνιστική Κίνα δεν επιχείρησε τότε μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στην Ταϊβάν, για να ξεμπερδεύει μια και καλή; Η ισχύς του ήταν τέτοια που, όπως αποδείχτηκε, το σκεφτόταν πολύ σοβαρά.

Η απάντηση είναι διπλή: Όπως οι κομμουνιστές καθάρισαν την ηπειρωτική Κίνα, έτσι και οι εθνικιστές καθάρισαν την Ταϊβάν από τους φιλο-κομμουνιστές. Ένα εκτεταμένο δίκτυο με περισσότερους από 1.500 πράκτορες εξαρθρώθηκε και περισσότεροι από 150.000 άνθρωποι δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν για (πραγματική ή πιθανή) συνεργασία με το καθεστώς του Μάο.

Το δεύτερο και σημαντικότερο γεγονός που βάρυνε στην απόφαση του Μάο ήταν ο Πόλεμος της Κορέας, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1950. Η απόφαση των ΗΠΑ να υπερασπιστεί το φιλο-αμερικανικό καθεστώς της Νότιας Κορέας με στρατιωτικές δυνάμεις (εξ ου και η παρουσία του πανίσχυρου 7ου Στόλου στην περιοχή των Στενών της Ταϊβάν) ώθησε τον Μάο να μην επιχειρήσει κάτι παραπάνω. Σε σχέση με αυτά που είχε πετύχει, η Ταϊβάν δεν ήταν παρά μια παρονυχίδα, που ελάχιστα τον ενοχλούσε. Μια γενικευμένη σύρραξη με τις ΗΠΑ (που ακόμα τότε αναγνώριζε την Ταϊβάν ως ιαπωνικό έδαφος υπό κατοχή, άρα δικό της) θα είχε αβέβαιο αποτέλεσμα.

Νάνος με αντιμετώπιση γίγαντα

To 1952 οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία υπέγραψαν τη Συνθήκη του Σαν Φρανσίσκο, που καθόριζε τους όρους της μεταξύ τους ειρήνης. Η συνθήκη όριζε ότι όλες οι παλιές κτήσεις της Ιαπωνίας σε περιοχές της Κίνας όφειλαν να επιστραφούν. Σε ποιους; Άλλο ένα γκρίζο σημείο. Στην υπογραφή της συνθήκης δεν βρισκόταν ούτε εθνικιστής Κινέζος, ούτε βέβαια κομμουνιστής Κινέζος εκπρόσωπος.

Κι από τότε διευρύνθηκε ένας παραλογισμός, που κράτησε 22 χρόνια. Η κυβέρνηση της Ταϊβάν, που είχε στην κατοχή της ούτε το 1% των συνολικών εδαφών της Κίνας και το 1,5% του πληθυσμού της, αναγνωριζόταν από το σύνολο σχεδόν του δυτικού κόσμου ως η μοναδική νόμιμη κυβέρνηση όλης της Κίνας. Ως εκ τούτου, διατηρούσε κανονικά την έδρα του μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (μαζί με ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανία και Γαλλία), ενώ το κομμουνιστικό καθεστώς της ηπειρωτικής Κίνας αναγνωριζόταν μόνο από τους ανά τον κόσμο ομοϊδεάτες του.

Στο διάστημα αυτό, βέβαια, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη το οικονομικό «θαύμα της Ταϊβάν». Οι οικονομικές (κυρίως) μεταρρυθμίσεις του (αυταρχικού καθεστώτος) Τσιανγκ Κάι Σεκ και το καθεστώς άτυπης «προστασίας» των ΗΠΑ έφεραν μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης, που συνεχίστηκαν επί σχεδόν 30 χρόνια. Η Ταϊβάν έγινε παράδεισος για την παραγωγή χαμηλού κόστους προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και ένας παγκόσμιος γίγαντας στην παραγωγή ημιαγωγών.

Τον Οκτώβριο του 1971 o OHE, με το ψήφισμα 2758, αποφάσισε να αποβάλλει από το Συμβούλιο Ασφαλείας τους εκπροσώπους της Ταϊβάν και να δεχτεί τους εκπροσώπους του Πεκίνου. Αυτήν την απόφαση ακολούθησε ένα τσουνάμι αλλαγών στις αναγνωρίσεις: Ακριβώς 45 κράτη άλλαξαν την αναγνώρισή τους από την Ταϊβάν στην Κίνα τη δεκαετία του 1970. Η Ελλάδα το έκανε το 1972, οι ΗΠΑ το 1979.

Σήμερα η Ταϊβάν συνεχίζει να αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος (που εκπροσωπεί όλη την Κίνα) από μόλις 13 κράτη-μέλη του ΟΗΕ. Τα περισσότερα εκ των οποίων λίγοι Έλληνες γνωρίζουν καν ότι υπάρχουν (π.χ. Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Νησιά Μάρσαλ, Παλάου κτλ.). Αναγνωρίζεται, επίσης, από το Βατικανό, που έχει καθεστώς παρατηρητή στον ΟΗΕ. Άλλα 58 κράτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, διατηρούν άτυπες διπλωματικές σχέσεις, κυρίως για εμπορικούς λόγους.

Τεθωρακισμένα της Ταϊβάν, δωρεά των Ηνωμένων Πολιτειών, αποβιβάζονται στην τότε Φορμόζα, 1952 (Associated Press)

Όταν η Ταϊβάν έγινε Ταϊπέι

Περιττό, βέβαια, να τονίσουμε ότι δεν γίνεται να αναγνωρίσει κάποιος και τα δύο κράτη. Αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο, δεδομένου ότι και τα δύο διεκδικούν την ίδια περιοχή. Τι συνέβη, λοιπόν, με τομείς (όπως είναι ο αθλητισμός και το εμπόριο) όπου με κάποιον τρόπο έπρεπε να συνυπάρξουν και οι δύο;

Έτσι «εφευρέθηκε» ένα ακόμα όνομα, το «Κινεζική Ταϊπέι». Όπου Ταϊπέι, θυμίζουμε, είναι το όνομα της πρωτεύουσας του νησιού. Το όνομα ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού: Οι Κινέζοι δεν δέχονταν το όνομα «Ταϊβάν» σκέτο, ούτε βέβαια το «Δημοκρατία της Κίνας». Οι Ταϊβανέζοι δεν δέχονταν το «Ταϊπέι, Κίνα», δεδομένου ότι η αναφορά στο όνομα «Κίνα» με κόμμα προσδιόριζε μια επαρχία κι όχι ένα ανεξάρτητο κράτος.

Έτσι, λοιπόν, επιλέχθηκε ένα αμφίσημο όνομα. Το «Ταϊπέι» προσδιορίζει την βασική πόλη κι όχι τα όρια του κράτους. Και στο «Κινεζική» οι Κινέζοι δίνουν διοικητική χροιά και οι Ταϊβανέζοι πολιτιστική. Όλοι ευχαριστημένοι. Το όνομα χρησιμοποιήθηκε πρώτα στην ονομασία της εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής της Ταϊβάν και πλέον όλα τα ολυμπιακά αναγνωρισμένα σπορ ακολουθούν αυτή την ονομασία. Το «Κινεζική Ταϊπέι» χρησιμοποιείται πια και σε άλλους οργανισμούς εκτός αθλητισμού, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.

Φεστιβάλ φαναριών στην Ταϊπέι για τον εορτασμό του κινεζικού νέου έτους (AP Photo/Chiang Ying-ying)

Τεχνολογία: Για τα μικροτσίπ τα κάνεις όλα

Αναφέραμε ήδη την τεχνολογική εξέλιξη της Ταϊβάν στον τομέα των ημιαγωγών. Εκεί, κατά τους ειδικούς, κρύβεται το ειδικό ενδιαφέρον της Κίνας για το συγκεκριμένο έδαφος. Η TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company) αυτή τη στιγμή ελέγχει το 92% της παγκόσμιας παραγωγής εξελιγμένων μικροτσίπ 10 νανομέτρων και μικρότερων. Ένα ποσοστό που την καθιστά, βέβαια, εκτός από πολύτιμο εταίρο και διαφιλονικούμενο έδαφος.

Μετά από τη δική της τεχνολογική επανάσταση η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έκανε την ανάγκη φιλοτιμία. Κοινώς, μπορεί να μην αναγνωρίζει την Ταϊβάν, ωστόσο καταναλώνει σχεδόν το 60% των μικροτσίπ που παράγονται εκεί. Κι αυτό παρ’ όλο που η TSMC, η οποία ιδρύθηκε το 1974, όταν ακόμα η υψηλή τεχνολογία δεν είχε τέτοιο κομβικό ρόλο, ελέγχεται απολύτως από την κυβέρνηση της Ταϊβάν, η οποία είναι ο κύριος μέτοχος.

Αυτό κυρίως ορέγεται η Κίνα από την Ταϊβάν, τα εργοστάσια της TSMC, προκειμένου να αποκτήσει αυτάρκεια στην παραγωγή μικροτσίπ. Ή, τέλος πάντων, να μην εξαρτάται τόσο πολύ από τις διαθέσεις της παραστρατημένης επαρχίας της, όπως η ίδια την αποκαλεί.

Οι ίδιες σκέψεις, βέβαια, περνούν από το μυαλό και των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί ήταν αυτοί που μεταλαμπάδευσαν την τεχνογνωσία στην Ταϊβάν (κυρίως για λόγους χαμηλότερου κόστους) και τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να αυξήσουν την εγχώρια παραγωγή μικροτσίπ, ώστε να περιορίσουν την εξάρτησή τους. Δεν το έχουν καταφέρει: Με στοιχεία του 2020 (πριν από την έξαρση της πανδημίας), το 72% των μικροτσίπ που χρησιμοποιήθηκαν στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του στρατού, προέρχονταν από την Ταϊβάν.

Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς, πόσο σημαντική είναι αυτή η τεχνολογία για την κυριαρχία στην παγκόσμια οικονομία. Η Ταϊβάν θα μπορούσε, δυνητικά, να προκαλέσει πανεύκολα τεχνολογικό και οικονομικό έμφραγμα σε όποιον επιλέξει.

Μία χώρα, δύο συστήματα

Στο τέλος του 20ου αιώνα η Κίνα ενσωμάτωσε δύο περιοχές που είχαν περιέλθει με συνθήκες σε άλλες χώρες για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Το 1997 υποδέχτηκε πίσω το Χονγκ Κονγκ (πρώην βρετανικό έδαφος) και το 1999 το Μακάο (πρώην πορτογαλικό έδαφος). Οι δύο πρώην αποικίες διατήρησαν ένα ειδικό διοικητικό καθεστώς, το οποίο κατά τους Κινέζους προσφέρει τον καλύτερο «οδικό χάρτη» και για την Ταϊβάν. Αποδείχτηκε στην πράξη εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα σχεδόν ότι το πράγμα μπορεί να λειτουργήσει, έστω και με τα προβλήματά του.

Κοινώς, οι Κινέζοι θέλουν με κάποιον τρόπο πίσω την Ταϊβάν. Έτσι όπως έχει αναπτυχθεί το υπόλοιπο κράτος δεν είναι θέμα οικονομικό, αν και η Ταϊβάν είναι σήμερα η 21η χώρα στον κόσμο σε μέγεθος ΑΕΠ, ανάλογο με της Ελβετίας και η 20η σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ (η Κίνα είναι 97η και η Ελλάδα 70η). Περισσότερο το ζήτημα είναι ηθικό, έχει σχέση με το κύρος.

AP09122002234.jpg
Υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν από την Κίνα διαδηλώνουν κατά των συνομιλιών Πεκίνου-Ταϊπέι για το εμπόριο, Ταϊτσούνγκ 20 Δεκεμβρίου 2009. Το πανό γράφει «Η Ταϊβάν δεν είναι τμήμα της Κίνας» (AP Photo/Chiang Ying-ying)

Στην Ταϊβάν η κύρια πολιτική σκηνή είναι χωρισμένη σε δύο τάσεις, αφού με τα χρόνια επικράτησε το ρεαλιστικό δόγμα. Οι φωνές για «επανάκτηση» της ηπειρωτικής Κίνας με τη βία, κυρίαρχες το πρώτο διάστημα, τώρα πια δεν ακούγονται καθόλου. Υπάρχουν δύο τάσεις.

Η πρώτη επιδιώκει την περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων με την Κίνα και την ενσωμάτωση της Ταϊβάν στο ηπειρωτικό κομμάτι, με κάποιο τρόπο και προφανώς με συμφωνία της πλειοψηφίας.

Η δεύτερη θεωρεί ότι αφού η Ταϊβάν τα κατάφερε και μόνη της ως τώρα, θα πρέπει να γυρίσει σελίδα, να χτίσει στην ιδιαίτερη ταυτότητά που έχει αναπτύξει και να κηρύξει επισήμως την ανεξαρτησία της, στα γεωγραφικά όρια που βρίσκεται τώρα. Αυτό το δεύτερο ενδεχόμενο είναι που ενοχλεί την Κίνα, επειδή θα σημάνει και το οριστικό τέλος του ενδεχομένου επανένωσης.

Στις εκλογές του 2020 το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, που προωθεί τον ταϊβανεζικό εθνικισμό, αλλά δεν φτάνει (ακόμα) στο να ζητήσει ανεξαρτησία, πήρε για δεύτερη φορά πλειοψηφία εδρών (61/113). Σε απόλυτους αριθμούς, βέβαια, η διαφορά του από το Κουομιντάνγκ (το «παραδοσιακό» εθνικιστικό κινεζικό κόμμα) ήταν πολύ μικρή (περίπου 88.000 ψήφοι σε σύνολο περίπου 14 εκατομμυρίων). Τα κόμματα, πάντως, που τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της ανακήρυξης ανεξαρτησίας της Ταϊβάν (που θα πυροδοτούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις) δεν πήραν μαζί ούτε το 10% των ψήφων.

Για την ώρα, το ενδεχόμενο να επιχειρήσει στρατιωτική εισβολή η Κίνα στην Ταϊβάν μοιάζει μακρινό. Σε ένα τόσο ρευστό, όμως, γεωπολιτικό τοπίο, οι εξελίξεις μας εκπλήσσουν. Ποιος θα περίμενε πριν από 6 μήνες, φερ’ ειπείν, την ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία;

Η δήλωση Μπάιντεν προφανώς έγινε για να κόψει την όποια συζήτηση πήγαινε να δημιουργηθεί, δεδομένου ότι το καθεστώς της Ταϊβάν όσον αφορά τις αμυντικές συμφωνίες ταιριάζει με αυτό της Ουκρανίας. Οι ΗΠΑ είναι εκεί, αλλά δεν δεσμεύονται κιόλας με συνθήκη που θα τους επέτρεπε να δράσουν «αυτεπαγγέλτως». Και οι Κινέζοι, πάντως, όσο κι αν μπαίνουν στον πειρασμό να κάνουν κάποια κίνηση, είναι υποχρεωμένοι να βάλουν στο ζύγι κι αυτά που θα χάσουν στο παγκόσμιο γεωπολιτικό στερέωμα, αν επιχειρήσουν έναν γενικευμένο πόλεμο δίπλα στη χώρα τους.

Ταϊπέι (AP Photo/Wally Santana)