Ισραήλ: Ένας χρόνος κυβέρνηση Μπένετ - Οι «συμβιβασμοί» και το αβέβαιο μέλλον
Ανανεώθηκε:
Ένα χρόνο αφού ανέλαβε την εξουσία ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ θέλει να πιστέψει στην ικανότητα του ετερόκλητου συνασπισμού του να πετυχαίνει «συμβιβασμούς», παρά τις κρίσεις που τον απειλούν.
Στις 13 Ιουνίου 2021 το Ισραήλ γύρισε σελίδα στην Ιστορία του όταν ορκίστηκε η κυβέρνηση Μπένετ, βάζοντας τέλος σε 12 χρόνια αδιάλειπτης πρωθυπουργίας του Μπενιαμίν Νετανιάχου, και επίλογο σε μια πολιτική κρίση που είχε οδηγήσει σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις σε λιγότερα από δύο χρόνια.
«Πριν από ένα χρόνο δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσε να γίνει. Το Ισραήλ κατευθυνόταν προς μια πέμπτη εκλογική αναμέτρηση σε διάστημα δύο ετών και είχε παραλύσει από την πόλωση. Αυτή η κυβέρνηση είναι το αντίδοτο στην πόλωση», δήλωσε ανήμερα της επετείου ο Ναφτάλι Μπένετ.
Για να διώξουν από την εξουσία τον Νετανιάχου ο Μπένετ και ο νυν υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Γιαΐρ Λαπίντ, ηγήθηκαν ενός συνασπισμού στον οποίο συμμετέχουν οκτώ κόμματα, από την αριστερά ως τη δεξιά, περιλαμβανομένου ενός αραβικού κόμματος για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας.
Έπειτα από έναν σύντομο «μήνα του μέλιτος» τώρα η κυβέρνηση προσπαθεί να ξεπεράσει τις βαθιές ιδεολογικές της διαφορές, οι οποίες πλέον απειλούν το μέλλον της.
Τον Απρίλιο μία βουλευτής του κόμματος Yamina του Μπένετ στέρησε από τον κυβερνητικό συνασπισμό την πλειοψηφία του στην Κνεσέτ. Στη συνέχεια, τον προηγούμενο μήνα, μία βουλευτίνα αραβικής καταγωγής από το κόμμα Meretz (αριστερά) αποχώρησε από τον κυβερνητικό συνασπισμό για να καταγγείλει την πολιτική του απέναντι στους Ισραηλινούς Άραβες. Ωστόσο επέστρεψε επαναφέροντας την ισορροπία μεταξύ των δυνάμεων: 60 έδρες για τον κυβερνητικό συνασπισμό και άλλες τόσες για την αντιπολίτευση.
«Το συμφέρον του κράτους»
Αυτή την εβδομάδα η αντιπολίτευση επέφερε πλήγμα στον κυβερνητικό συνασπισμό, συγκεντρώνοντας την πλειοψηφία των ψήφων κατά ενός νομοσχεδίου του, το οποίο προβλέπει την παράταση της ισχύος των ισραηλινών νόμων στους εβραϊκούς οικισμούς στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Ο νόμος αυτός, που ισχύει από το 1967 όταν το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και προβλέπει ότι οι Εβραίοι έποικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα με αυτούς που ζουν στο Ισραήλ, εγκρίνεται αυτόματα από την Κνεσέτ κάθε πέντε χρόνια.
Όμως δύο μέλη του ετερόκλιτου κυβερνητικού συνασπισμού -ένας βουλευτής του αραβικού κόμματος Ράαμ και μία βουλευτίνα του αριστερού Meretz-- ψήφισαν κατά του νομοσχεδίου στην πρώτη ανάγνωση, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την κυβέρνηση Μπένετ.
Αμέσως ο τοπικός Τύπος άρχισε να αυξάνει τις εικασίες περί πτώσης της κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο έχει χάσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, αλλά βλέπει και τους βουλευτές της να ψηφίζουν εναντίον της.
Μπροστά σε αυτή την κρίση ο Μπένετ τόνισε τη σημασία των «συμβιβασμών».
«Έπειτα από ένα χρόνο που ηγούμαι αυτής της κυβέρνησης, το σημαντικότερο που έχει συνειδητοποιήσει είναι ότι το Ισραήλ καταφέρνει τα καλύτερα όταν εργαζόμαστε από κοινού, όταν ξεπερνάμε τις διαφορές μας και επικεντρωνόμαστε στο καλό για αυτή τη χώρα», τόνισε. «Αυτό λειτουργεί», πρόσθεσε.
Ωστόσο ο πρώην επικεφαλής της κεντρικής οργάνωσης Εβραίων εποίκων στη Δυτική Όχθη, ο οποίος ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα πριν δέκα χρόνια λέγοντας ότι «δεν θα υπάρξει ποτέ ειρηνευτικό σχέδιο με τους Παλαιστίνιους», δεν χαρακτηριζόταν πάντα από την επιθυμία του να καταλήγει σε συμβιβασμούς.
Παραμένει αντίθετος στην ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους, δηλώνει ότι στη διάρκεια της θητείας του δεν θα ξεκινήσουν και πάλι οι διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστίνιους, εγκρίνει την ανέγερση νέων κατοικιών στους εβραϊκούς οικισμούς, αλλά αύξησε τον αριθμό των αδειών εργασίας στο Ισραήλ που χορηγήθηκαν σε Παλαιστίνιους.
«Πιστεύω ότι κατά βάθος [...] βάζει τα συμφέροντα του κράτους πάνω από τα συμφέροντα της ιδεολογικής παράταξης που εκπροσωπεί», εκτίμησε ο Γεντίντια Στερν πρόεδρος του κέντρο ερευνών Jewish People Policy Institute.
Πολλά μέλη του υφιστάμενου συνασπισμού συγγενεύουν ιδεολογικά με το Λικούντ του Νετανιάχου, όμως εκτιμούν ότι αυτός, που κατηγορείται για διαφθορά σε μια σειρά σκανδάλων, είχε βάλει τα προσωπικά του συμφέροντα πάνω από αυτά του κράτους.
Αντίθετα, στην κυβέρνηση Μπένετ οι ιδεολογικές διαφορές ξεπεράστηκαν σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, χάρη στην κοινή επιθυμία «να υπερασπιστούν τους θεσμούς», εξήγησε ο Αμί Πενταχζούρ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τέξας.
Ο Μπένετ φαίνεται να συμμερίζεται αυτή την άποψη, καθώς αναφέρει ότι επιθυμεί «να διατηρήσει την ακεραιότητα της ισραηλινής δημοκρατίας» περισσότερο από το να ικανοποιήσει το ιδεολογικό του στρατόπεδο.
«Το ζήτημα δεν είναι να ικανοποιούμε τη μία ημέρα την αριστερά και την άλλη ημέρα τη δεξιά», τόνισε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, προσθέτοντας: «Το ζήτημα είναι να ακούσουμε, να δούμε διαφορετικές προοπτικές και μερικές φορές να καταλήξουμε σε συμβιβασμούς».