ΚΟΣΜΟΣ

Ρωσία: «Απειλεί» να πληρώσει σε ρούβλια αν οι ΗΠΑ «μπλοκάρουν» άλλες επιλογές

Ρωσία: «Απειλεί» να πληρώσει σε ρούβλια αν οι ΗΠΑ «μπλοκάρουν» άλλες επιλογές
«Αν οι δυτικοί χρηματοπιστωτικοί θεσμοί μας κλείσουν την πόρτα, θα είμαστε σε θέση να πληρώσουμε σε ρούβλια», είπε ο ρώσος υπουργός Οικονομικών (Dmitry Astakhov, Sputnik, Government Pool Photo via AP)

Σε ρούβλια θα πληρώνει η Ρωσία τις υποχρεώσεις της προς το εξωτερικό σε περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπλοκάρουν άλλες επιλογές δήλωσε ο ρώσος υπουργός Οικονομικών, Άντον Σιλουάνοφ

Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, το Κρεμλίνο δεν σκοπεύει να κηρύξει στάση πληρωμών, «εκτός αν οι δυτικές χώρες καταστήσουν για εμάς αδύνατο να εξυπηρετήσουμε το χρέος μας», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών κατά την διάρκεια των εργασιών οικονομικού φόρουμ.

«Αν οι δυτικοί χρηματοπιστωτικοί θεσμοί μας κλείσουν την πόρτα, θα είμαστε σε θέση να πληρώσουμε και θα πληρώσουμε σε ρούβλια ως έσχατη λύση», είπε ο ίδιος.

Η Ουάσινγκτον εξετάζει το ενδεχόμενο να μπλοκάρει την δυνατότητα στη Ρωσία να πληρώσει για ομόλογα που διακρατούνται στις ΗΠΑ, αφήνοντας την προθεσμία της 25ης Μαΐου να λήξει, γεγονός που θα φέρει την Μόσχα πιο κοντά στη στάση πληρωμών.

Η Μόσχα θα πρέπει να κάνει ακόμη μία πληρωμή Eurobond στις 27 Μαΐου.

Οι δυτικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Ρωσία απαγορεύουν τις συναλλαγές με το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών, την κεντρική τράπεζα και το ταμείο εθνικών πόρων της Ρωσίας.

Αλλά το αμερικανικό waiver, το οποίο εκδόθηκε από το Γραφείο Ελέγχου Αλλοδαπών Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών στις 2 Μαρτίου, προέβλεψε εξαίρεση για «καταβολή τόκων, μερισμάτων ή πληρωμών λήξης σε σχέση που συνδέονται με χρέος ή ίδια κεφάλαια».

Αυτό επέτρεψε στη Μόσχα να συνεχίσει να πληρώνει τους επενδυτές και να αποφύγει τη στάση πληρωμών επί του εξωτερικού της χρέους. Επέτρεψε όμως στους αμερικανούς επενδυτές να συνεχίσουν να λαμβάνουν τόκους ομολόγων.

Μετά την εκπνοή του waiver στις 25 Μαΐου, η Ρωσία θα έχει την υποχρέωση να κάνει πληρωμές ομολόγων ύψους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το τέλος του έτους.