ΚΟΣΜΟΣ

Κορωνοϊός - AstraZeneca: Νέα κλινική δοκιμή για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου

Κορωνοϊός - AstraZeneca: Νέα κλινική δοκιμή για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου
AP Photo/Natacha Pisarenko

Η φαρμακευτική εταιρεία AstraZeneca είναι πιθανόν να προχωρήσει σε μια επιπρόσθετη, παγκόσμια κλινική δοκιμή για να καθορίσει την αποτελεσματικότητα του εμβολίου της για την Covid-19, όπως ανακοίνωσε ο γενικός διευθυντής της, Πασκάλ Σοριό.

Πολλοί επιστήμονες εξέφρασαν αμφιβολίες για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων που έδειξαν ότι το πειραματικό εμβόλιο ήταν αποτελεσματικό σε ποσοστό 90% σε μια υποομάδα εθελοντών οι οποίοι, κατά λάθος, έλαβαν αρχικά τη μισή δόση και στη συνέχεια την πλήρη δόση του.

«Τώρα που βρήκαμε κάτι που φαίνεται να προσφέρει καλύτερη αποτελεσματικότητα, πρέπει να το επιβεβαιώσουμε, επομένως πρέπει να κάνουμε μια επιπρόσθετη μελέτη», είπε ο Σοριό σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο Bloomberg.

Αντί να εντάξει αυτή την έρευνα στην κλινική δοκιμή η οποία συνεχίζεται στις ΗΠΑ, η εταιρεία θα ξεκινήσει μια νέα μελέτη για να διαπιστώσει γιατί η χαμηλότερη δόση του εμβολίου φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικότερα από την πλήρη.

Ο Σοριό είπε ότι και αυτή η μελέτη θα είναι διεθνής, ωστόσο θα διεξαχθεί γρηγορότερα επειδή η εταιρεία γνωρίζει ήδη ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου είναι υψηλή και κατά συνέπεια «χρειαζόμαστε μικρότερο αριθμό» εθελοντών.

Όπως έδειξαν τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής φάσης 3, το εμβόλιο εμφάνισε μια αποτελεσματικότητα κατά μέσο όρο 70%, δύο εβδομάδες μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης. Οι δύο δόσεις χορηγήθηκαν με διαφορά ενός μηνός και η αποτελεσματικότητα αφορούσε την πιθανότητα οι εμβολιασμένοι να αρρωστήσουν από Covid-19, σε σχέση με όσους είχαν κάνει εικονικό εμβόλιο (πλασίμπο).

Διάφοροι επιστήμονες, σύμφωνα με το "Nature", επεσήμαναν ότι δεν είναι δυνατό να γίνει άμεση σύγκριση με τα άλλα εμβόλια (των Pfizer/BioNTech και Moderna), που έχουν εμφανίσει αποτελεσματικότητα έως 95% στις δοκιμές, καθώς τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι ανεπαρκή. Μεταξύ άλλων, δεν έγινε γνωστό πόσοι συμμετέχοντες στις δοκιμές της Οξφόρδης/Astra Zeneca εμβολιάστηκαν πραγματικά και πόσοι ψευδο-εμβολιάστηκαν.

«Το 90% είναι αρκετά καλό, αλλά το 62% για το δεύτερο εμβολιαστικό σχήμα (σ.σ. δύο πλήρεις δόσεις) δεν είναι τόσο εντυπωσιακό», σχολίασε ο ιολόγος Φλόριαν Κράμερ της Ιατρικής Σχολής του Όρους Σινά της Νέας Υόρκης.

«Διατρέχουμε ελαφρώς τον κίνδυνο να συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια. Έχουμε ακόμη πάρα πολύ δρόμο μπροστά μας, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα δεδομένα και δημοσιευθούν πλήρως», επεσήμανε ο ανοσολόγος Ντάνιελ Άλτμαν του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου.

Το διαφορετικής τεχνολογίας βρετανικό εμβόλιο βασίζεται σε ένα τροποποιημένο αδενοϊό του κοινού κρυολογήματος, που απομονώθηκε στους χιμπατζήδες, και ο οποίος δεν αναπαράγεται πλέον στα ανθρώπινα κύτταρα. Το εμβόλιο κατευθύνει τα κύτταρα να παράγουν την προεξέχουσα πρωτεΐνη-ακίδα (spike) με την οποία ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 διεισδύει σε αυτά και τα μολύνει. Η παραγωγή της πρωτεΐνης με τεχνητό τρόπο ενεργοποιεί τα αντισώματα του οργανισμού, δημιουργώντας ανοσία.

Οι τελικές κλινικές δοκιμές φάσης 3 του εμβολίου είχαν ξεκινήσει πριν από εκείνες των Pfizer/BioNTech και Moderna, οι οποίες όμως πρόλαβαν και δημοσιοποίησαν πρώτες τα προσωρινά -άκρως ενθαρρυντικά- αποτελέσματα των δοκιμών τους. Οι δοκιμές του εμβολίου Οξφόρδης/AstraZeneca συνεχίζονται σε αρκετές χώρες (ΗΠΑ, Ρωσία, Ιαπωνία, Νότια Αφρική κ.α.). Τα προσωρινά αποτελέσματα βασίζονταν σε 131 διαγνωσμένα περιστατικά Covid-19 μεταξύ άνω των 11.000 εθελοντών που συμμετείχαν στις δοκιμές σε Βρετανία και Βραζιλία.

Οι πιθανές εξηγήσεις

Η βασική πρόκληση για τους επιστήμονες είναι να καταλάβουν πώς είναι δυνατό το εμβόλιο να έχει τόσο μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα με χαμηλότερη δόση. Μια πιθανή εξήγηση, σύμφωνα με τον ιολόγο Λουκ Βαντενμπέργκε της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, αφορά τα στατιστικά στοιχεία: η δοκιμή του εμβολίου δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να μετρήσει σωστά τη διαφορά αποτελεσματικότητας ανάμεσα στα δύο εμβολιαστικά σχήματα (με μισή και με ολόκληρη πρώτη δόση). Συνεπώς η «ψαλίδα» πιθανώς θα εξαφανιστεί, όταν έλθουν στο φως περισσότερα περιστατικά νόσησης με Covid-19 μεταξύ των συμμετεχόντων εθελοντών.

Η εκτίμηση για την μεγάλη αποτελεσματικότητα του σχήματος «μισή πρώτη δόση-ολόκληρη δεύτερη δόση» βασίστηκε στην ανάλυση στοιχείων για μόνο 2.741 άτομα, ενώ για τη χαμηλότερη αποτελεσματικότητα του σχήματος «δύο πλήρεις δόσεις» σε 8.895 εθελοντές. Ο ειδικός στην επιδημιολογική στατιστική Στέφεν Έβανς της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου εκτιμά ότι στην πραγματικότητα το σχήμα της μισής πρώτης δόσης μπορεί να μην έχει αποτελεσματικότητα πάνω από 66%.

«Νομίζουμε ότι, με τη μικρότερη πρώτη δόση, τονώνουμε το ανοσοποιητικό σύστημα διαφορετικά, βοηθώντας το να ανταποκριθεί καλύτερα», αντέτεινε ο δρ 'Αντριου Πόλαρντ, διευθυντής της Ομάδας Εμβολίων της Οξφόρδης.

Στα εμβόλια μονής δόσης, όπως είπε, ο κανόνας είναι ότι η μεγαλύτερη δόση φέρνει καλύτερα αποτελέσματα, αλλά στα εμβόλια δύο δόσεων η πρώτη δόση ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα και η δεύτερη το τονώνει περαιτέρω.

«Δεν νομίζω ότι πρόκειται για κάποια ανωμαλία», αντιτείνει και η ανοσολόγος Κέιτι Ίγουερ του Ινστιτούτου Τζένερ τηβς Οξφόρδης, που επίσης συμμετέχει στην ανάπτυξη του εμβολίου. Όπως πιστεύει, η απρόσμενη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της χαμηλότερης δόσης οφείλεται είτε στο ότι η μικρότερη δόση ενεργοποιεί καλύτερα τα Τ-λεμφοκύταρα που υποστηρίζουν την παραγωγή των αντισωμάτων, είτε ότι το εμβόλιο πυροδοτεί μια ανοσιακή αντίδραση όχι μόνο απέναντι στην πρωτεΐνη-ακίδα του κορονοϊού, αλλά και στα συστατικά του «οχήματος» μεταφοράς της, δηλαδή του τροποποιημένου αδενοϊού των χιμπατζήδων. Για κάποιο άγνωστο λόγο, η πρώτη πλήρης δόση υποτίθεται ότι εμποδίζει αυτή την πλήρη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος.

Για μια «εύλογη εξήγηση» έκανε λόγο ο ιολόγος Τζέημς Γουίλσον του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στη χρήση αδενοϊών στα εμβόλια κατά τη δεκαετία του 1990. Η ανοσολόγος Χίλντεγκουντ Ερτλ του Ινστιτούτου Wistar της Φιλαδέλφεια συμφωνεί -με βάση την εμπειρία της από τον εμβολιασμό τρωκτικών με χρήση αδενοϊών- ότι, σε ένα εμβόλιο δύο δόσεων, μια χαμηλή πρώτη δόση μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη ανοσιακή προστασία από ό,τι μια υψηλότερη πρώτη δόση. Πιθανώς αυτό συμβαίνει, επειδή η μικρή πρώτη δόση οδηγεί πιο γρήγορα στη δημιουργία κυττάρων «μνήμης» μετά τη δεύτερη δόση, ένα αποτέλεσμα που, όπως εκτιμά, μπορεί να επιτευχθεί επίσης αν είναι μεγαλύτερο το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πλήρεις δόσεις.

«Θα ήταν τρέλα να χρησιμοποιήσει κανείς περισσότερο εμβόλιο από όσο χρειάζεται, για να έχει τελικά μικρότερη αποτελεσματικότητα», ανέφερε η δρ Ίγουερ.

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητοι επιστήμονες θεωρούν θετικά στοιχεία για το βρετανικό εμβόλιο ότι κανείς από τους συμμετέχοντες στις δοκιμές που αρρώστησε με κορωνοϊό, δεν είχε τη σοβαρή μορφή της Covid-19, ούτε χρειάστηκε νοσηλεία. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις πως το εμβόλιο μπορεί να εμποδίζει τους εμβολιασθέντες να μεταδώσουν τον ιό, ακόμη κι αν μολυνθούν ή είναι ασυμπτωματικοί. Σύμφωνα με την Ίγουερ, το εμβόλιο φαίνεται να μπλοκάρει τη μετάδοση του κορονοϊού - κάτι για το οποίο δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής ενδείξεις από τα άλλα εμβόλια.

Επίσης, πέρα από το ερωτηματικό για την αποτελεσματικότητα του, το βρετανικό εμβόλιο είναι φθηνότερο και πιο εύχρηστο πρακτικά, αφού παραμένει σταθερό σε θερμοκρασία απλού ψυγείου, χωρίς να χρειάζεται ειδικούς καταψύκτες.