Οι κυβερνήσεις δεν είναι ανίκητες: Το Χονγκ Κονγκ κέρδισε την πρώτη μάχη, ο αγώνας κλιμακώνεται
Με τις καταιγιστικές εξελίξεις στη Μεγάλη Βρετανία, τις πολιτικές διεργασίες που τελικά οδήγησαν σε νέα κυβέρνηση στην Ιταλία και, κυρίως, στα καθ’ημάς, λίγα 24ωρα πριν την αυλαία της 84ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, η είδηση αυτή, παρότι σπουδαία, ήταν καταδικασμένη σε σχετική αφάνεια.
Αν την κρίνει κανείς βάσει επίδρασης σε μέγεθος πληθυσμού σε σχέση με τις επιπτώσεις του δρομολογούμενου Brexit, φερ’ειπείν (που αναμένεται να επηρεάσει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στη Γηραιά Ήπειρο και εκτός) την αδικεί.
Κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να κριθεί για το αποτύπωμα που αφήνει μακροπρόθεσμα και οικουμενικά, τη δυναμική που δημιουργεί στα απανταχού κινήματα και, ασφαλώς, το δίδαγμα που μεταφέρει: Οι κυβερνήσεις, ακόμη και οι πιο ισχυρές και επίμονες όπως αυτή του Πεκίνου, μπορούν να καμφθούν από αναλόγως ισχυρά και επίμονα κινήματα.
Οι διαδηλωτές του Χονγκ Κονγκ νίκησαν μετά από πέντε μήνες ασταμάτητων διαδηλώσεων.
Τι ζητούν οι διαδηλωτές στο Χονγκ Κονγκ; Η «ανατομία» μιας διαμαρτυρίας διαρκείας
Δεν κάμφθηκαν από τη μερική αναδίπλωση της κυβερνήτη Λαμ που, για λόγους κατευνασμού, πάγωσε για λίγο την προώθηση του νομοσχεδίου. Δεν κάμφθηκαν από τους εκφοβισμούς του Πεκίνου, ούτε από την άγρια καταστολή της αστυνομίας, ούτε από την απειλή περί ανάπτυξης κινεζικού στρατού στα όρια της πόλης, ούτε από τη διεθνή προπαγάνδα, ούτε από τη φίμωση, ούτε από τις εκατοντάδες συλλήψεις. Δεν κάμφθηκαν καν από την πλήρη αναδίπλωση της Λαμ.
Κι ίσως αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό – ή αδιανόητο, όπως το εκλαμβάνει κανείς. Για εκείνους η νίκη αυτή δεν σημαίνει το τέλος των κινητοποιήσεων, αλλά τη συνέχισή τους. Η απόσυρση του νομοσχεδίου – που θα άνοιγε το δρόμο για την έκδοση υπόπτων από την επικράτεια του Χονγκ Κονγκ στην ηπειρωτική Κίνα – ήταν ένα από τα πέντε αιτήματα του αγώνα τους. Συνεπώς, η ικανοποίηση τής πρώτης από τις πέντε αξιώσεις ήταν μία πρώτη νίκη που απλώς τους δίνει ώθηση, νομιμοποιεί τη συνέχεια.
Το νομοσχέδιο αποσύρθηκε, λοιπόν, αλλά οι κινητοποιήσεις κάθε άλλο παρά κοπάζουν. Οι πολίτες του Χονγκ Κονγκ διαμηνύουν πως θα εξακολουθήσουν να αξιώνουν την ικανοποίηση και των υπόλοιπων αιτημάτων τους – μεταξύ αυτών τη χορήγηση αμνησίας στους περίπου 1.200 συλληφθέντες και τη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας για την αστυνομική αυθαιρεσία στην καταστολή.
«Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι πόσα θα ανεχτεί το Πεκίνο προτού αναλάβει δράση» αναφέρουν σε άρθρο τους οι New York Times, κάνοντας μνεία στο αλήστου μνήμης παρελθόν της Κίνας: «Αναπόφευκτα, αυτό επαναφέρει μνήμες Τιενανμέν. Όμως, αυτό ήταν τριάντα χρόνια πριν, προτού η Κίνα εξελιχθεί σε οικονομική υπερδύναμη παγκόσμιας εμβέλειας, ικανή να συντηρεί έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ και να αποκηρύσσει περιφρονητικά τις επικρίσεις της Βρετανίας – πρώην αποικιοκρατικής δύναμης. Πολλοί αναλυτές που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην Κίνα θεωρούν πως η νέα Κίνα έχει εργαστεί σκληρά για τη διαμόρφωση της εικόνας της ως σκληρής, πλην υπεύθυνης δύναμης, ώστε να ρισκάρει να την απωλέσει επιβάλλοντας τον έλεγχο δια της βίας στο Χονγκ Κονγκ».
Οι πολίτες του Χονγκ Κονγκ επιμένουν να θέτουν όρια στις κυριαρχικές βλέψεις του Πεκίνου, όχι μόνο εμμένοντας στο υπάρχον καθεστώς πολιτικής, νομοθετικής και οικονομικής ημιαυτονομίας της περίφημης πολιτικής «μία χώρα, δύο συστήματα» που απολαμβάνει το «σπίτι» τους μετά την αποαποικιοποιήσή του, αλλά και στον περαιτέρω εκδημοκρατισμό του μέσω σειράς μεταρρυθμίσεων – που μεταξύ άλλων θα επιτρέπουν στους πολίτες να επιλέγουν άμεσα τους ηγέτες τους.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει κανείς πως οι κάτοικοι τού Χονγκ Κονγκ προβάλλουν ως παγκόσμιο παράδειγμα υπεύθυνων πολιτών που, κόντρα στις όποιες πιέσεις, σέβονται τον εαυτό τους, διεκδικούν με συνέπεια όσα επιδιώκουν, δεν αποπροσανατολίζονται από τις επιτυχίες και, κυρίως, δεν αρκούνται σε ψίχουλα για τις ζωές τους. Ή, όπως συνοψίζει ο Simon Tisdall στον Γκάρντιαν, «πέτυχαν μία νίκη υπέρ της Δημοκρατίας, καταφέροντας αποφασιστικό πλήγμα κατά όσων θέλουν να καταπνίξουν τις παγκόσμιες ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα».