Η επαναστατική περίπτωση του ανθρώπου με «δύο εγκεφάλους» - Ή πώς μια έρευνα άλλαξε τη νευροεπιστήμη
Μάικλ Σ. Γκαζανίγκα: Ένας από τους σπουδαιότερους νευροεπιστήμονες του 20ου αιώνα που έδωσε στην ανθρωπότητα μία άλλη άποψη για το τι συμβαίνει «παρασκηνιακά» μεταξύ ενός «ζεύγους» με διαφορετική «ατζέντα» και κάποιες φορές προβληματική σχέση, του δεξιού και αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου μας.
Στα μέσα του περασμένου αιώνα ο Μάικλ Σ. Γκαζανίγκα, ο λεγόμενος «πατέρας της γνωστικής νευροεπιστήμης», συμμετείχε σε μία ομάδα πρωτοπόρων νευροεπιστημόνων που ανέπτυξαν τη – σήμερα, θεμελιώδη – θεωρία περί διαχωρισμού του εγκεφάλου (split-brain theory): την ιδέα δηλαδή πως το δεξί και το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μπορούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, έχοντας διαφορετικές ιδιότητες και δυνάμεις. Αφιέρωσε τη ζωή και τη δουλειά του στην κατανόηση της λειτουργίας, της επικοινωνίας ή της ασυνεννοησίας των δύο σφαιρών του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Τα εγκεφαλικά ημισφαίρια δεν έχουν συμμετρική λειτουργία, καθώς το καθένα ευθύνεται για διαφορετικές δεξιότητες αντίληψης και κίνηση. Η επικρατούσα άποψη μεταξύ των πολλών και μη ειδικών είναι πως το αριστερό ημισφαίριο είναι το πιο «λογικό» και αναλυτικό ενώ το δεξί πιο «διαισθητικό» και συναισθηματικό. Όλοι έχουμε ακούσει κάποιον να λέει πως το κυρίαρχό του ημισφαίριο είναι το αριστερό και άρα είναι «λογικός και καλός στα μαθηματικά» ή το δεξί και άρα «είναι δημιουργικός και καλλιτεχνική φύση». Κι όμως, ο δρ Γκαζανίγκα, χωρίς να αμφισβητεί τις ‘ειδικότητες’ των ημισφαιρίων, είναι ο πρώτος δικαιούται να μιλήσει για λογική υπεραπλούστευσης. Ο ίδιος θεωρεί το νου ένα εξελικτικό προϊόν και επιμένει πως έχουμε πολλούς ‘εγκεφάλους’, με πολλαπλές δυνατότητες που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η ρηξικέλευθη έρευνα
Τη δεκαετία του 1960, τα σοβαρά περιστατικά επιληψιών αντιμετωπίζονταν με τη χειρουργική διχοτόμηση του μεσολοβίου – την πυκνή δέσμη νευρώνων που συνδέουν τα δύο ημισφαίρια και επιτρέπουν την μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών. O WJ ήταν ένας από αυτούς τους ασθενείς που το 1961 υπεβλήθη στη συγκεκριμένη επέμβαση στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech) – όπου ο δρ Γκαζανίγκα ήταν ερευνητής.
Όπως περιγράφει ο ίδιος στην εκπομπή Reel του BBC, «τον έφερα μέσα στο δωμάτιο. Υπήρχε ένας πίνακας όπου μπορούσαμε να εμφανίσουμε πληροφορίες κι όπως συμβαίνει με εσάς, εμένα και όλους τους ανθρώπους του κόσμου, αν εστιάσουμε σε ένα σημείο, οτιδήποτε στα αριστερά αυτού του σημείου πηγαίνει στο δεξί μας εγκέφαλο, κι οτιδήποτε στα δεξιά αυτού του σημείου γίνεται αντιληπτό από τον αριστερό μας ημισφαίριο. Οπότε, αυτό σημαίνει πως ό,τι σου παρουσιάσουμε στα δεξιά, μια εικόνα, ένα σκύλο, θα μπορείς να το κατονομάσεις. Κι αναλόγως από την άλλη πλευρά. Αυτό που διαπιστώσαμε εκείνο το απόγευμα ήταν πως ο WJ μπορούσε να κατονομάσει τα πάντα στη δεξιά πλευρά του πίνακα αλλά δεν είχε ιδέα για όσα του δείχναμε στην αριστερή. Ήταν από αμέλεια ή λόγω κάποιας εγκεφαλικής βλάβης; Όχι, δεν ήταν λόγω άγνοιας. Αλλά στη συνέχεια έδειξε πως το αριστερό του χέρι μπορούσε να υποδείξει την πληροφορία που τον ρωτούσαμε με διάφορους τρόπους».
Το δεξί ημισφαίριο του WJ είχε πλήρη γνώση τού τι είχε δει, όμως δεν μπορούσε να το μεταφέρει στο αριστερό ημισφαίριο που ευθύνεται, μεταξύ άλλων, και για την ομιλία. Παρόλα αυτά, αν και δεν μπορούσε να το κάνει λέξεις, μπορούσε να το υποδείξει με το αριστερό του χέρι.
«Όταν πρωτοκάναμε αυτές τις μελέτες, λέγαμε μεταξύ μας μακάρια πως είχαμε δημιουργήσει δύο εγκεφάλους. Και νομίζω πως στο πέρασμα των χρόνων, αυτό που έχουμε μάθει είναι πως στην πραγματικότητα διαθέτουμε πολλαπλούς νόες, πολλούς ‘εγκεφάλους’, με κάθε είδους λειτουργίες κέντρων. Κι όταν κάνεις την πρώτη διχοτόμηση, όπως έγινε σε εκείνη την περίπτωση, κοιτάς εκείνο τον μισό εγκέφαλο, με το άθροισμα όσων μπορεί να κάνει και αντιστοίχως και τον άλλο μισό και αποδεικνύεται πως είναι διαφορετικά πράγματα, αλλά διαφορετικά που αλλάζουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σε ένα γενικό πλαίσιο υπάρχουν γενικές αρχές που προκύπτουν. Ο διαχωρισμός εγκεφάλου μάς έδωσε την τεχνική να ρίξουμε μία κλεφτή ματιά και να δούμε τη φύση αυτού του οργανισμού».