Κέμνιτς: Η γερμανική πόλη ταλαντεύεται ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος
Η δολοφονία ενός Γερμανού την Κυριακή από δύο μετανάστες έχει διχάσει την τοπική κοινωνία του Κέμνιτς της Γερμανίας.
Χθες, περίπου 1.000 υποστηρικτές της ακροδεξιάς συγκεντρώθηκαν για να διαδηλώσουν κατά της μεταναστευτικής πολιτικής της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ.
Διαμαρτυρήθηκαν για την αδράνεια, όπως τη χαρακτήρισαν, της αστυνομίας μπροστά στα εγκλήματα που διαπράττουν μετανάστες και επέκριναν την κυβέρνηση της Σαξονίας.
«Δεν είμαστε όλοι ναζί», δηλώνει, όμως, αναστενάζοντας η 60χρονη Ρίτα Ταλ, που συμμετείχε την ίδια μέρα σε φόρουμ «διαλόγου πολιτών», έπειτα από έκκληση του πρωθυπουργού της Σαξονίας Μίχαελ Κρέτσμερ.
Άγρια επίθεση ακροδεξιών κατά 20 χρονου μετανάστη
Η συνάντηση ήταν προγραμματισμένη εδώ και καιρό, όμως τα πρόσφατα γεγονότα προσέδωσαν αιφνιδιαστική μια πολύ πιο επίκαιρη τροπή.
Σχεδόν 500 κάτοικοι του Κέμνιτς παρευρέθηκαν στη συνάντηση, την ώρα που οι 1000 υποστηρικτές της ακροδεξιάς διαδήλωναν έξω κατά των μεταναστών.
Από μακριά και σε τακτά χρονικά διαστήματα ακουγόταν η κραυγή «φύγετε!», απευθυνόμενη στους πολιτικούς. Και στην αίθουσα του γηπέδου τα πνεύματα ήταν επίσης οξυμένα.
Η δήμαρχος της πόλης Μπάρμπαρα Λούντβιχ, που ανήκει στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δέχθηκε τις αποδοκιμασίες των παρευρισκόμενων πολλές φορές στη διάρκεια της ομιλίας της. «Στο Κέμνιτς ταλαντευόμαστε μεταξύ της αγάπης και του μίσους», παρατήρησε.
«Η πόλη αυτή δεν είναι ακροδεξιά», τόνισε από την πλευρά του ο Κρέτσμερ. Όμως εικόνες από τα επεισόδια στο Κέμνιτς, αλλά και τα βίντεο που αναρτήθηκαν σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης στα οποία φαίνονται διαδηλωτές να χαιρετούν ναζιστικά, «είναι παντού σε όλο τον κόσμο», επεσήμανε.
«Ζούμε καλά στο Κέμνιτς», σημειώνει η Μπρίγκιτ Μέντζελ, μια 59χρονη ασφαλίστρια που επίσης συμμετείχε στον διάλογο των πολιτών.
Το παλιό στάδιο Καρλ Μαρξ και οι βιομηχανίες της περιοχής βρέθηκαν κατεστραμμένα μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, όπως πολλές πόλης της πρώην ανατολικής Γερμανίας, όμως πλέον έχει ανακαινιστεί πλήρως παρουσιάζοντας μια καθαρή και πράσινη εικόνα.
Ωστόσο η ασφάλεια είναι το βασικό ζήτημα των κατοίκων. «Υπάρχει ένα λανθάνον αίσθημα φόβου, κυρίως στους ηλικιωμένους, το οποίο τροφοδοτεί η ακροδεξιά», εκτιμά η Ζαμπίνε Κούνριχ, που ασχολείται με ένα κίνημα πολιτών για τη δημοκρατία και την ανεκτικότητα.
Η Μέντζελ παραδέχεται ότι δεν κατανοεί την αιτία των φόβων αυτών. «Οι ξένοι; Δεν υπάρχουν πολλοί εδώ», επισημαίνει, ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 7% του πληθυσμού των 246.000 κατοίκων.
Σύμφωνα με την ίδια, ο φόνος της Κυριακής είναι σίγουρα «φοβερός», αλλά δεν δικαιολογεί «αυτή την έξαρση μίσους».
Αντίθετη γνώμη όμως φαίνεται να έχει ένας γείτονάς της που την ακούει να μιλά. «Λέτε ό,τι να’ ναι. Οι άνθρωποι φοβούνται κι έχουν δίκιο. Δεν αφήνω τη 13χρονη κόρη μου να πάει μόνη της στην πόλη», τονίζει. «Πώς μπορείτε να λέτε ότι οι ξένοι δεν είναι πρόβλημα; Δεν είδατε τι συνέβη», προσθέτει.
Μια 50χρονη γυναίκα φαίνεται να συμφωνεί μαζί του: «Αν το θύμα ήταν παιδί σας, δεν θα αντιδρούσατε με αυτό τον τρόπο!».