Έρευνες στα γραφεία εταιρείας για το σκάνδαλο χρηματοδότησης τζιχαντιστικών οργανώσεων
Έρευνα σε μια θυγατρική της γαλλοελβετικής τσιμεντοβιομηχανίας Lafarge που φέρεται ότι χρηματοδότησε εμμέσως τζιχαντιστικές οργανώσεις (μεταξύ αυτών και το ISIS) στη Συρία, πραγματοποίησε η ομοσπονδιακή αστυνομία του Βελγίου. Παράλληλα, ήταν σε εξέλιξη άλλη έρευνα στη Γαλλία, στην έδρα της εταιρείας.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε, η ομοσπονδιακή εισαγγελία του Βελγίου ανέφερε ότι ένας ανακριτής με αρμοδιότητα στις υποθέσεις τρομοκρατίας έδωσε εντολή να διεξαχθεί αυτή η έρευνα από την ομοσπονδιακή δικαστική αστυνομία "παράλληλα με άλλες έρευνες που γίνονται στη Γαλλία".
Η εισαγγελία δεν κατονόμασε τη Lafarge, περιοριζόμενη να αναφέρει μόνο ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε "από μια κοινή γαλλοβελγική ομάδα" με αφορμή "υποψίες για χρηματοδότηση τρομοκρατικής οργάνωσης από μια γαλλική πολυεθνική".
Ωστόσο, πηγή προσκείμενη στην υπόθεση επιβεβαίωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι στο στόχαστρο των Αρχών βρίσκεται όντως ο όμιλος και η έδρα μιας θυγατρικής του στις Βρυξέλλες.
Εκπρόσωπος της Lafarge στο Παρίσι επιβεβαίωσε την πληροφορία που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός France Inter περί διεξαγωγής έρευνας στα γραφεία της, στη γαλλική πρωτεύουσα. «Συνεργαζόμαστε πλήρως με τους ερευνητές αλλά δεν μπορούμε να σχολιάσουμε την έρευνα που είναι σε εξέλιξη», πρόσθεσε.
Η έρευνα ξεκίνησε τον Ιούνιο και έχει ως στόχο να καθορίσει αν ο όμιλος χρηματοδότησε ορισμένες οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και το Ντάες, προκειμένου να παραμείνει σε λειτουργία, το 2013 και το 2014, παρά τον πόλεμο στη Συρία, η τσιμεντοβιομηχανία της πόλης Τζαλαμπίγια.
Οι Αρχές θέλουν να μάθουν αν οι υπεύθυνοι του ομίλου γνώριζαν την ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας αλλά και τον κίνδυνο που μπορεί να διέτρεχαν οι Σύροι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο.
Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε τον Ιούνιο του 2016 από την εφημερίδα Le Monde που τότε έκανε λόγο για "ανησυχητικές συμφωνίες" μεταξύ της Lafarge Cement Syrie (θυγατρικής της Lafarge στη Συρία) και του αυτοαποκαλούμενου ισλαμικού κράτους, σε μια περίοδο που οι τζιχαντιστές ενισχύονταν στην περιοχή και κέρδιζαν εδάφη.