Σαν σήμερα 14 Ιανουαρίου - Ντέιβιντ Μπόουι: Από την πρώτη μεταμόρφωση στο πραγματικό «λιμάνι»
Ανανεώθηκε:
«O Ντέιβιντ Μπόουι είναι…»: κάθε κριτικός και κάθε θαυμαστής του θα τελείωνε αυτή τη φράση διαφορετικά, αναδεικνύοντας μια άλλη πτυχή του πολυδιάστατου χαρακτήρα του μουσικού και καλλιτέχνη, που έμελλε να συνταράξει συθέμελα τη μουσική βιομηχανία της δεκαετίας του ’70.
Για κάποιους δεν ήταν καν θνητός, ήταν μια περσόνα που άλλαζε συνεχώς ρόλους και εικόνα, αναζητούσε το διαφορετικό και εξερευνούσε το άγνωστο.
«Μήπως είμαι cyborg;» είχε διερωτηθεί κάποια στιγμή ο ίδιος, συνοδεύοντας το σχόλιό του με ένα ελαφρώς σαρκαστικό χαμόγελο.
Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν ήταν ο Ντέιβιντ Μπόουι.
Ήταν ο Ντέιβιντ Τζόουνς, ένα παιδί από το Μπρίξτον του Λονδίνου που υπέκυψε στις πιέσεις ενός κάπως ενοχλητικού μάνατζερ και άλλαξε το όνομά του για να μην τον συγχέουν με τον Ντέιβιντ Τζόουνς του συγκροτήματος «Τhe Monkees» -το ημερολόγιο έδειχνε 14 Ιανουαρίου του 1966.
Η πρώτη αυτή «μεταμόρφωση» -μια από τις δεκάδες που θα ακολουθούσαν κατά τη διάρκεια της ζωής του- συνέπεσε με την κυκλοφορία του πρώτου του single «Can’t Stop Thinking About me», που κυκλοφόρησε με το τότε συγκρότημά του Lower Third.
Το βρετανικό κοινό –και λίγο αργότερα και το αμερικανικό- αδιαφόρησε.
Και έτσι ο Μπόουι αποφάσισε να αλλάξει ρότα.
Ελάχιστοι καλλιτέχνες –αν κάποιοι- μεταμορφώνονταν στη σκηνή όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι. Οι περσόνες του, όπως ο Ziggy ή ο Starman, έχουν αφήσει ιστορία, θέτοντας τα θεμέλια για μια άλλη εποχή στη μουσική.
Είχε μια περίεργη αύρα. Η λευκή του επιδερμίδα, τα έντονα βαμμένα μαλλιά του και τα διαφορετικού χρώματος μάτια –ένα γαλάζιο και ένα μαύρο- τον έκαναν να μοιάζει σαν από άλλο κόσμο, όπως ακριβώς και το alter ego του, ο Ziggy Stardust.
Πολλές φορές είχε δηλώσει χαριτολογώντας ότι είναι εξωγήινος, ωστόσο αυτό που τον έκανε τόσο αγαπητό στον κόσμο ήταν ότι δεν αντιμετώπιζε τίποτα απολύτως σαν εξωγήινο.
Ήθελε απλά να μεταμορφώνεται με τους δικούς του όρους και ανάλογα με τα δικά του θέλω.
Ο Μπόουι «μιλούσε» στην ψυχή του κοινού του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν το ίδιο δημοφιλής όσο στο απόγειο της καριέρας τους.
Δεν συμβαίνει συχνά αυτό• ακόμη και οι λατρεμένοι Beatles έχασαν λίγη από την αίγλη τους προς το τέλος της καριέρας τους.
Ποιος ήταν, όμως, ο πραγματικός Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς, που σε ηλικία 17 ετών έδωσε συνέντευξη στο BBC ως συνιδρυτής του «Συλλόγου για την αποτροπή της σκληρότητας απέναντι στους άντρες με μακριά μαλλιά» και μίλησε για το μιας άλλης εποχής bullying που δεχόταν στο δρόμο λόγω της κόμμωσής του;
«Τα τελευταία δύο χρόνια μού φωνάζουν “γλύκα!” και “μήπως θέλεις να σου κρατήσω την τσάντα σου;”» είχε πει τότε στο βρετανικό κρατικό δίκτυο, συμπληρώνοντας:
«Αυτό πρέπει να σταματήσει αυτή τη στιγμή».
Από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να διεκδικεί τα δικαιώματά του αλλά και να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των άλλων.
Όπως έκανε κάποτε κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στο MTV, όταν ρώτησε ορθά – κοφτά τον παρουσιαστή γιατί δεν προβάλλονται περισσότεροι μαύροι καλλιτέχνες στο κανάλι.
Ο Ντέιβιντ Μπόουι βαριόταν τις συνεντεύξεις, άλλωστε.
Βαριόταν να απαντάει τις ίδιες και τις ίδιες ερωτήσεις για τη μουσική και την τέχνη του –μετά από ένα διάστημα τα είχε ακούσει όλα και είχε πει όσα ήθελε να πει.
Γιατί κατά βάθος ήταν πολύ ιδιωτικός χαρακτήρας. Και αυτό φάνηκε και από τον τρόπο που περιχαράκωσε τη μετέπειτα ζωή του και τον γάμο του με τη δεύτερη σύζυγό του, Ιμάν.
Ένας άνθρωπος που γεύτηκε τα πάντα στην υπερβολή, έκανε κάθε είδους κατάχρηση και επαναστάτησε σε ό,τι θεωρείτο συμβατικό στην εποχή του, έζησε αυτό που δεν περίμενε κανένας από αυτόν –έναν παραμυθένιο και ήσυχο γάμο.
«Εγώ ήξερα τον άντρα, τον Ντέιβιντ Τζόουνς, και όχι τον ροκ σταρ» είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξή της στο περιοδικό People η Ιμάν.
Για τη σύζυγό του, ο Μπόουι ήταν ο άνθρωπος που σε ένα από τα πρώτα τους ραντεβού έσκυψε και της έδεσε το κορδόνι του παπουτσιου, ο άντρας που έψαξε να βρει ένα δαχτυλίδι που είχαν δει πριν χρόνια σε ταξίδι τους στην Ιταλία για να τη ζητήσει σε γάμο και ο σύντροφος που την έκανε να γελάει –από την πρώτη ημέρα που την γνώρισε, όταν «κάπως γλυκανάλατα», όπως είχε παραδεχτεί, την κάλεσε σε απογευματινό τσάι.
«Νιώθω πολύ έντονα την απουσία του αλλά είναι παρηγοριά για εμένα η ζωή που χτίσαμε παρέα. Μερικές φορές πρέπει να θυμίζω στον εαυτό μου ότι είχαμε 26 χρόνια. Τουλάχιστον έχω αυτό για να με κρατάει…».
Όταν η κόρη τους, Λέξι, ρώτησε τη μητέρα της αν θα ξαναπαντρευτεί εκείνη απάντησε αρνητικά:
«Αισθάνομαι ακόμη παντρεμένη. Πριν από μερικά χρόνια, κάποιος χαρακτήρισε τον Ντέιβιντ “εκλιπόντα σύζυγό μου”. Και εγώ του είπα, "όχι δεν είναι ο εκλιπών σύζυγός μου, είναι ο σύζυγός μου"».
Πρόσφατα, αποκάλυψε και μια από τις βαθύτερες επιθυμίες της.
«Αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, θέλω να δω ξανά τον άντρα μου» είπε, προδίδοντας τη σχέση αγάπης και οικειότητας που είχαν αναπτύξει.
Ο αλλόκοτος «σπιτόγατος», που προτιμούσε να περνάει χρόνο με την οικογένειά του παρά να πηγαίνει σε πάρτι και εστιατόρια, είχε μιλήσει και εκείνος για τον τρόπο που η επίσης χαρισματική Ιμάν τον άλλαξε.
«Είχα συνηθίσει να δουλεύω όποτε ήθελα. Μέρα ή νύχτα, δεν είχε σημασία. Και έπρεπε να τα αλλάξω όλα αυτά. Για εμάς. Γιατί είμαι πραγματικά εθισμένος με τη δουλειά μου» είχε πει σε κάποια του συνέντευξη ο Μπόουι.
Η οικογένειά του έγινε ξαφνικά πρώτη του προτεραιότητα και όλα τα υπόλοιπα –η μουσική, οι ταινίες, η ζωγραφική, οι εκθέσεις και τα βραβεία- μπήκαν σε δεύτερη μοίρα.
«Για εμένα, ο γάμος μας έρχεται πρώτος και η καριέρα δεύτερη. Αν έπρεπε να επιλέξω το ένα ή το άλλο, για εμένα δεν τίθεται καν ερώτημα» είχε δηλώσει ο ίδιος, μια από τις σπάνιες φορές που μιλούσε για την προσωπική του ζωή.
Ήταν πραγματικά ευχαριστημένος που οι παπαράτσι στo Μανχάταν, όπου το ζευγάρι περνούσε αρκετό από το χρόνο του, ήταν «λίγο τεμπέληδες», όπως τους είχε χαρακτηρίσει η Ιμάν μιλώντας στους New York Times.
Μπορούσαν να κρύβονται σε κοινή θέα, όχι όπως στο Λονδίνο, που τους ακολουθούσαν σε κάθε τους βήμα.
Ο Ντέιβιντ Μπόουι έζησε ακριβώς όπως ήθελε και έφυγε ακριβώς όπως ήθελε –με τους αγαπημένους του ανθρώπους και χωρίς να δημοσιοποιήσει τη μάχη του με τον καρκίνο.
Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν έδωσε λογαριασμό σε κανέναν –κάτι που έκανε και η Ιμάν, μην αποκαλύπτοντας ποτέ πού σκόρπισε την τέφρα ενός εκ των μεγαλύτερων και πιο επιδραστικών ανθρώπων του 20ου αιώνα.