FOCUS

Κώστας Καζάκος: «Δεν είμαστε άνθρωποι επειδή γεννηθήκαμε. Άνθρωπος πρέπει να γίνεις»

Κώστας Καζάκος: «Δεν είμαστε άνθρωποι επειδή γεννηθήκαμε. Άνθρωπος πρέπει να γίνεις»

Ο Κώστας Καζάκος ήταν από τους σπάνιους ανθρώπους που επιβεβαιώνουν φεύγοντας από τη ζωή πως, ό,τι κι αν λέμε ή παριστάνουμε, η αληθινή «φιλοσοφία» του καθενός ταυτίζεται με τη βιογραφία του.

Αν υπάρχει κάτι που ήταν ο Κώστας Καζάκος σε όλην του τη ζωή αυτό είναι συνεπής: Συνεπής στην υποκριτική, συνεπής στις ιδέες, συνεπής στο όραμα. Άφησε την τελευταία του πνοή στα 87 του χρόνια, αλλά μαζί άφησε πίσω του μια σπουδαία παρακαταθήκη. Σε πολλά επίπεδα περισσότερα από τις ταινίες και τα θεατρικά του.

«Τα γεγονότα που έζησα στον Πύργο μέχρι την ηλικία των 13 ετών που ήρθαμε στην Αθήνα για να γλιτώσουμε τις διώξεις, με καθόρισαν. Το σπίτι μου ήταν κέντρο διερχομένων. Κατέβαιναν από το βουνό οι αντάρτες, κοιμόντουσαν στρωματσάδα και έφευγαν το πρωί για τα χωριά τους. Μετά γύριζαν, ξανακοιμόντουσαν κι έφευγαν για το βουνό. Εζησα τον πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση, η οικογένειά μου ήταν αριστερή, ο πατέρας μου κυνηγήθηκε, πήγε φυλακή, απολύθηκε, πήγε εξορίες, πεινάσαμε, ανατράπηκε η ζωή μας. Αυτό μας έπλασε με έναν τρόπο συγκεκριμένο. Εγώ δεν σκέφτηκα να επιλέξω αυτόν τον δρόμο, έτσι διαμορφώθηκα», έλεγε πριν από λίγους μήνες χρόνια ο Κώστας Καζάκος στα «ΝΕΑ» και τη Μαρία Μουρελάτου.

«Πόσα πρόσωπα είναι που κρατιόμαστε, που τα κοιτάμε με δέος και θέλουμε να τους μοιάσουμε… Είναι πάντα λίγα… Τα πρότυπά μου έως σήμερα παραμένουν οι μεγάλοι λαϊκοί αγωνιστές του Εικοσιένα που τους περισσότερους τους δολοφόνησαν. Αν δεν είχαμε αυτούς, θα μπουσουλάγαμε ακόμα στις σπηλιές».

Ο Κώστας Καζάκος είχε μια πολυσύνθετη ταυτότητα, μεγάλο μέρος της οποίας ήταν το πολιτικό του στίγμα.

Αριστερός μέχρι το μεδούλι, ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ως κομμουνιστής, κάτι που χτίστηκε από τα παιδικά του χρόνια, όταν παρακολουθούσε τους αντάρτες στο πατρικό του στην Ηλεία να μπαινοβγαίνουν κυνηγημένοι.

Πέρασε και ενεργά από την πολιτική, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΚΚΕ, τον καιρό του πρώτου Μνημονίου. «Ήταν πολύ ενδιαφέρον για μένα που παρακολούθησα όλη τη διαδικασία από μέσα. Είναι άλλο πράγμα, ποιοι είναι αυτοί οι 300, έκοβα σχέδια. Και το παιχνίδι όλο αυτό, και τον τρόπο που γίνεται το άσπρο μαύρο», είχε πει στην ίδια συνέντευξη.

Παρέμεινε κομμουνιστής ως το τέλος: «Το ΚΚΕ είναι καθαρό, έχει έναν στόχο συγκεκριμένο. Ο όρος Αριστερά δεν λέει τίποτα σήμερα», επέμενε.

Στην ερώτηση «γιατί αριστερός;» είχε απαντήσει στην Ειρήνη Δρίβα και το 902.gr:

«Εγώ κυρά μου καλή, ήμουν κουμουνιστής συνειδητός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ακολούθησα την ιστορία του τόπου μου στις φοβερές δεκαετίες του ‘50, του ‘60, του ’70, του ’80 και πάει λέγοντας. Με νοιάζει ο άνθρωπος, τον πονάω. Για αυτό κάνω και αυτή την δουλειά, αν δεν έχεις κοινωνικές ανησυχίες δεν μπορείς να κάνεις τέχνη. Γιατί οτιδήποτε άλλο ξεφεύγει από αυτήν την κατεύθυνση είναι αντιδραστικό και απάνθρωπο, οδηγεί σε δρόμους που είναι καταστροφικοί. Τα μαρτύρια του λαού μας δεν χρειάζεται να τα μετρήσουμε ξανά, είναι ατελείωτα. Ο άνθρωπος πρέπει κάποτε να καταφέρει να φτιάξει μια ζωή που να του αξίζει και ακόμα παραπέρα επιθυμούμε να φτιάξουμε μια ζωή που να αξίζει τον κόπο να πεθαίνεις για χάρη της. Να την υπερασπίζεται μέχρι θανάτου. Η ελευθερία είναι το ύψιστο αγαθό. Πρέπει να την αλλάξουμε την ζωή, δεν τα έχουμε καταφέρει ακόμη, είμαστε σε καθεστώς δουλείας, αλλά με αγώνα και επιμονή θα τα καταφέρουμε».

Ένα διαρκές μη-πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων

Ο Κώστας Καζάκος γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1935 στον Πύργο Ηλείας από πατέρα μανιάτικης καταγωγής. Στα 18 του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει παιδαγωγός, το μεγάλο όνειρο της ζωής του, ωστόσο η αριστερή κληρονομιά του πατέρα του τον εμπόδισε να μπει στο Πανεπιστήμιο. Του ζητούσαν χαρτί κοινωνικών φρονημάτων και επειδή δεν το είχε, δεν του επέτρεψαν την εγγραφή του στη σχολή.

«Μου στοίχισε πάρα πολύ το ότι δεν είχα την ευκαιρία να σπουδάσω», είχε πει χρόνια αργότερα.

Αποφάσισε να αλλάξει σταδιοδρομία και φοίτησε στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, καθώς και στη Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν.

Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1957 στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία». Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Ουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.

Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολούθησαν ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.

Το θέατρο το αγάπησε κυρίως μέσα από τους ανθρώπους του και κυρίως τον Κάρολο Κουν: «Είχα την τύχη να γνωρίσω μαγικούς ανθρώπους και κάποιοι από αυτούς με συντροφεύουν ακόμη. Δεν είχα σχέση με το θέατρο εγώ και αυτά τα πράγματα, μετά κόλλησα και από τότε δουλεύω 65 χρόνια ασταμάτητα. Είναι το οξυγόνο μου. Δεν είναι και λίγο να συναντιέσαι με το μαγνητικό πεδίο του Κουν, αρκεί να είχες ψυχή να το δεις. Πολλοί άνθρωποι πέρασαν από δίπλα του. Άλλοι πήραν πολύ, άλλοι λίγο και άλλοι καθόλου. Έμεινα 6 χρόνια στο Υπόγειο του Ορφέα, υπερηφανεύομαι μέσα μου πως δούλεψα εκεί και κουβάλαγα μπάζα. Οικειοθελώς και αφιλοκερδώς για να φτιάξουμε τον χώρο εκεί που έμελλε να γίνει ο ναός της τέχνης, περβόλι αγοριών και κοριτσιών με όνειρα και ψυχή. Μετά, από πείνα και δίψα όλων των ανθρώπων και του ίδιου του σκηνοθέτη ο Κουν κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του κοινό. Με την επιμονή του, ήταν άοκνος άνθρωπος, ακούραστος, ένα σπάνιο είδος ανθρώπου που δεν κυκλοφορεί πια και εγώ είχα την τύχει να βρεθώ κοντά του. Μου άνοιξε δρόμους, με ενέπνευσε, μου στερέωσε στην κυριολεξία το μυαλό», είχε εξηγήσει σε συνέντευξή του.

Το μεγάλο μας τσίρκο

Το φθινόπωρο του ’66 μπήκε στη ζωή του η Τζένη Καρέζη και το 1973 οι δύο τους έστησαν τη θρυλική παράσταση, εν μέσω δικτατορίας, των 550.000 εισιτηρίων, «Το μεγάλο μας τσίρκο», που έστειλε και τους δύο για 10 μέρες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Είχε διηγηθεί αρκετές φορές τις ιστορίες της παράστασης, πάντα παραστατικά και πληθωρικά, με κάθε λεπτομέρεια: «Για να καταλάβεις το κλίμα, τι τραγέλαφος ήταν, ένας στρατηγός, Ραφαηλάκης, με ένα μουστακάκι γυριστό σαν αξιωματικός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έστελνε φαντάρους στην παράσταση κι έγραφαν ότι σε αυτή τη λέξη χειροκρότησε ο κόσμος, σε αυτήν τη λέξη γέλασε και γιόμιζαν κόλλες. Με φωνάζει στο γραφείο του, στο Κέντρο Διερχομένων απέναντι από τον Σταθμό Λαρίσης, ευγενικός στην αρχή. "Παιδί μου να τα κόψετε αυτά, έχω εδώ καταγγελίες ότι λέτε διάφορα πράγματα και ξεσηκώνετε τον κόσμο" μού λέει. Δεύτερη φορά, τίποτα. Με φωνάζει τρίτη φορά και βγάζει ένα μάτσο κόλλες αναφοράς από το συρτάρι. "Τι λέτε εδώ, αυτά θα τα κόψετε απόψε". Και αρχίζει να μου διαβάζει διάφορες σαχλαμάρες που έγραφαν οι φαντάροι και ένα λογύδριο που έβγαζε ο Παπαγιαννόπουλος που έπαιζε τον Κολοκοτρώνη. Πετάγομαι αυθόρμητα και βάζω τις φωνές. "Στρατηγέ μου, τι λέτε, αυτά τα λόγια θα κόψουμε; Ξέρετε ποιος έχει πει αυτά τα λόγια;". Ταράχτηκε, "ποιος;" μού λέει. "Είναι του Γέρου του Μοριά τα λόγια, όπως τα έχει πει στους Νεοέλληνες". Πρόσεξε να δεις σκηνή τώρα. "Τι λες, παιδί μου" μού κάνει βουρκωμένος και πιάνει τις κόλλες και τις πετάει στο καλάθι. Δεν με ξαναφώναξε. Αντε συνεννοήσου τώρα. Τι ήταν αυτός ο άνθρωπος. Μπορεί να ήταν βενιζελικός, δημοκρατικός, δεν έβγαζες άκρη».

«Όταν είναι δύσκολες οι εποχές, όπως καταλαβαίνετε το φορτίο γίνεται αβάσταχτο. Το ελληνικό θέατρο ήταν πρωτοπόρο, σε δύσκολες εποχές συμπαραστάθηκε σε όλους τους αγώνες του λαού μας. Το θέατρο σύσσωμο τότε, πρέπει να πω, προσπαθούσε να βρει τρόπους επικοινωνίας με τον κόσμο. Ο λαός δεν ήταν διατεθειμένος να βλέπει σαχλαμάρες σε τέτοιες περιόδους», είχε πει ο ίδιος για την παράσταση.

Με τον Καμπανέλλη ήταν φίλοι από το 1953. «Ήταν άνθρωπος με πλούσιο ψυχικό κόσμο και βαθιά ευγένεια. Σπουδαίος άνθρωπος, από τους σπάνιους που βγαίνουν στον τόπο μας», είχε πει ο Καζάκος. Μαζί ανέπτυξαν την ιδέα να φτιάξουν ένα πανόραμα της ελληνικής ιστορίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι και την κατοχή. Να γίνει ένα σπονδυλωτό έργο με επεισόδια.

Έβαλαν σαν στόχο να το ανεβάσουμε το καλοκαίρι του 1973. «Ξεκίνησε να γράφει ο Ιάκωβος… έγραφε… έγραφε… και εγώ πήγαινα τα κείμενα στην λογοκρισία. Πήγαινα έναν πάκο χαρτιά και μου άφηναν μισό. Έγραφε ο Ιάκωβος άλλα κείμενα, τα πήγαινα και από πέντε ή έξι επεισόδια μας άφηναν ένα. Αυτό ήταν βασανιστήριο. Ο Καμπανέλλης μέχρι και που πέθανε έγραφε με το χέρι. Όταν ανέβηκε το τσίρκο έμεινε ένα μήνα στο κρεβάτι. Εξοντώθηκε! Για να βγάλουμε αυτά τα δώδεκα επεισόδια του τσίρκου έγραψε κυριολεκτικά μία στοίβα κείμενα.

Σκεφτήκαμε να τους πηγαίνουμε τα κείμενα μπερδεμένα, ήταν ο μόνος τρόπος. Τα κείμενα ήταν ασύνδετα και δεν έβγαζαν νόημα. Θυμάμαι μας έλεγαν "τι είναι αυτά που γράφει ο Καμπανέλλης; Θα καταστραφείτε!"».

Είχε προηγηθεί κι άλλη προσπάθεια όμως. Εκείνη την εποχή για να ανεβάσεις μία θεατρική παράσταση έπρεπε πρώτα από όλα να περάσεις τη λογοκρισία. Η έδρα της λογοκρισίας βρισκόταν στην οδό Ζαλοκώστα, κάτω από το Υπουργείο των Εξωτερικών και έσβηναν τα κείμενα με κόκκινο μολύβι. Θα έπρεπε να μην έχει το κείμενο ούτε νύξη εναντίον της κατάστασης.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε ένα έργο προκειμένου να ξεπεραστεί το θέμα της λογοκρισίας και ο Καζάκος το ανέβασε με την Καρέζη το δεύτερο χρόνο της δικτατορίας: Το «Ασπασία & Περικλής». Γράφτηκε με μοναδικό στόχο να περάσουμε τη λογοκρισία και να ακουστεί επί σκηνής ο «Επιτάφιος» του Θουκυδίδη, η νεκρολογία του Περικλή.

«Ένα μνημείο λόγου, δεν έχει ξανά γραφτεί τέτοιο κείμενο. Προκειμένου να ακουστεί αυτό το κομμάτι ανεβάσαμε αυτό το έργο. Το δέχτηκε ο κόσμος, πλάκωσε η αστυνομία, η ΕΣΑ τότε, «κόψτε το», μας έλεγε. Απαντούσα πάλι "Μα να κόψουμε τον Περικλή;". Αλλά δεν τόλμησαν να μας πιέσουν περισσότερο», είχε πει για το συγκεκριμένο έργο ο σπουδαίος ηθοποιος.

Μια σχέση ζωής πέρα από το θάνατο

Για την καθοριστική και για τους δυο τους σχέση με την Τζένη Καρέζη από την οποία προέκυψε πλήθος έργων στο θεατρικό σανίδι και τη μικρή και μεγάλη οθόνη, είχε πει: «Το ’68 παντρευτήκαμε. Ήταν ανήσυχη αλλά ζούσε σε άλλο κλίμα. Ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και της δημιουργήθηκαν ενοχές για το ότι πέρασαν τρομερές δεκαετίες από δίπλα της και δεν είχε πάρει χαμπάρι. Αναστατώθηκε κι έπεσε με τα μούτρα μετά. Έγραψε δύο σίριαλ μόνη της για την Κατοχή. Την ταρακούνησε που έζησε δίπλα στα γεγονότα και δεν τα έβλεπε. Και μετά έκανε έναν αγώνα για την αναζήτηση του χαμένου καιρού, κάτι που δείχνει άνθρωπο ζωντανό».

«Είχε σημασία ο έρωτας και η αγάπη για μένα. Όλες μου οι επιθυμίες είχαν και έχουν σχέση με τους ανθρώπους. Είδες που λένε "θέλω να με αγαπάς για αυτό που είμαι"; Αμ δεν είναι έτσι. Ο έρωτας δεν είναι το "όπως είσαι". Πρέπει να ερωτεύεσαι αυτό που έχεις τη δυνατότητα να γίνεις, όχι αυτό που είσαι τώρα».

«Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, το να την υποψιαστείς είναι σοβαρό πράγμα. Στην ουσία ο έρωτας είναι σύγκρουση, είναι αγώνας δύο ανθρώπων όπου πρέπει να κυριαρχήσουν τα δημιουργικά στοιχεία και από τους δύο. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Μένεις στάσιμος και άμα πέσει και η καραντίνα, έρχεται και το διαζύγιο. Βέβαια, τις ανθρώπινες ιδιότητες τις κατακτάς, δεν χαρίζονται, ούτε κληρονομούνται.

Δεν είμαστε άνθρωποι επειδή γεννηθήκαμε. Ζωάκια είμαστε. Ανθρωπος πρέπει να γίνεις. Κι αυτό θέλει αγώνα»...