FOCUS

Τέλος το φθηνό χρήμα - Τι σημαίνει η αύξηση των επιτοκίων του ευρώ

Τέλος το φθηνό χρήμα - Τι σημαίνει η αύξηση των επιτοκίων του ευρώ
Τα νέα δεδομένα έχουν άμεσο αντίκτυπο στον κρατικό δανεισμό, στο κόστος του χρήματος για τις επιχειρήσεις αλλά και σε ιδιώτες δανειολήπτες και καταθέτες. Unsplash

Οριστικό τέλος στην εποχή του φθηνού χρήματος έφερε η νέα άνοδος των επιτοκίων του ευρώ κατά 75 μονάδες που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Πλέον, και μετά την πρώτη άνοδο του Ιουλίου, το επιτόκιο του ευρώ έχει αυξηθεί κατά 125 μονάδες βάσης, ενώ έπεται και συνέχεια, καθώς η πρόεδρος της ΕΚΤ ξεκαθάρισε πως έρχονται και νέες αυξήσεις ενώ απέχουμε ακόμα από το «ταβάνι».

Την ίδια στιγμή, το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor βρίσκεται ήδη στο 0,822%, έχοντας εναρμονιστεί με την αύξηση, ενώ η συνεχής άνοδός του προεξοφλεί και το νέο γύρο αυξήσεων.

Τα νέα δεδομένα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στον κρατικό δανεισμό, στο κόστος του χρήματος για τις επιχειρήσεις αλλά και σε ιδιώτες δανειολήπτες και καταθέτες.

Πιέσεις στα κρατικά ομόλογα

Η άνοδος στο κόστος δανεισμού έχει άμεσο αντίκτυπο στα κρατικά ομόλογα σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, ιδιαίτερα δε στις χώρες του νότου που παραδοσιακά είναι πιο ευάλωτες. Ενδεικτικό είναι πως η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου διαμορφωνόταν στο 4,2%. Μολονότι δεν πρόκειται για επίπεδα συναγερμού, είναι σαφές πως ο συνδυασμός των υψηλών επιτοκίων με την πρωτοφανή παγκόσμια οικονομική συγκυρία έχει σημαντικό αντίκτυπο στο κόστος εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους. Από την άλλη, αν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ανέβουν και το spread με τα Γερμανικά διευρυνθεί, θα ενεργοποιηθεί το νέο εργαλείο της ΕΚΤ που έχει ακριβώς ο σκοπός να προστατεύσει τις οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας έναντι των κερδοσκοπικών πιέσεων. Εντούτοις, είναι ξεκάθαρο πως η αύξηση του κόστους του χρήματος μειώνει το δημοσιονομικό χώρο, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία.

Αυξημένο κόστος για τις επιχειρήσεις

Άμεσος είναι ο αντίκτυπος στην αύξηση των επιτοκίων και στις επιχειρήσεις, είτε αυτές αντλούν ρευστότητα μέσω τραπεζικού δανεισμού είτε μέσω ομολόγων. Στις περιπτώσεις δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο οι συνέπειες είναι άμεσες, επηρεάζοντας τον προϋπολογισμό αλλά και τα επιχειρηματικά πλάνα των επιχειρήσεων. Γι’ αυτό και σε πολλές περιπτώσεις, προβλέποντας τις εξελίξεις, μια σειρά από εταιρείες είχαν ήδη σπεύσει να «κλειδώσουν» το κόστος δανεισμού τους, ακόμη και με υψηλότερα επιτόκια. Όσο για την αγορά των ομολόγων, αυτή τη στιγμή -και μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο- είναι «παγωμένη» με ελάχιστες νέες εκδόσεις ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, αν κάποιος έβγαινε σήμερα με ομόλογο θα έπρεπε να πληρώσει κουπόνι τουλάχιστον 5% ενώ αντίστοιχα στα δάνεια τα επιτόκια του 2% ή ακόμη και του 3% αποτελούν πλέον παρελθόν.

Χαμένοι οι δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο

Όσο για τους ιδιώτες δανειολήπτες, εδώ χαμένοι είναι όχι έχουν πάρει δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο, καθώς η αύξηση των δόσεων μπορεί να ξεπεράσει και τα 1.500 ευρώ το χρόνο. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά το τελευταίο διάστημα, μεγάλος αριθμός δανειοληπτών μετέτρεψε το επιτόκιο του δανείου τους από κυμαινόμενο σε σταθερό, «κλειδώνοντας» έτσι σαφώς χαμηλότερες δόσεις. Αντίστοιχα, η πλειονότητα των νέων δανείων λαμβάνεται σήμερα με σταθερό επιτόκιο, καθώς οι δανειολήπτες δεν θέλουν να ρισκάρουν ένα μπαράζ νέων αυξήσεων. Όσο για τα παλιά στεγαστικά, ακριβώς επειδή μιλάμε για τοκοχρεωλυτικά δάνεια, όσα βρίσκονται κοντά στη λήξη τους επιβαρύνονται λιγότερο, καθώς πλέον οι δανειολήπτες εξοφλούν κυρίως κεφάλαιο και λιγότερους τόκους.

Υπομονή και εναλλακτικές λύσεις για τους καταθέτες

Τέλος, αναφορικά με τους καταθέτες, ακόμη παραμένουν οι μεγάλοι χαμένοι της υπόθεσης, καθώς οι αποδόσεις παραμένουν καθηλωμένες, ενώ η ψαλίδα ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και τον πληθωρισμό διευρύνεται συνεχώς. Εντούτοις, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, είναι ζήτημα χρόνου μέχρι ένα μέρος της αύξησης να περάσει και στα επιτόκια των καταθέσεων, ανεβάζοντας τις αποδόσεις. Ακόμη όμως και τότε, η απόσταση από τον πληθωρισμό θα παραμείνει μεγάλη, ωθώντας τους αποταμιευτές σε άλλες λύσεις, ενδεχομένως και με ρίσκο, ώστε να καλύψουν ένα κομμάτι των απωλειών που προκαλεί ο πληθωρισμός στο πραγματικό τους εισόδημα.