ΝΑΤΟ: 73 χρόνια Ιστορίας της Συμμαχίας - Από τον Ψυχρό Πόλεμο στον πόλεμο της Ουκρανίας
Ανανεώθηκε:
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου έφερε διαδοχικές αλλαγές πλεύσης στον τρόπο σκέψης και δράσης σε πολλές χώρες, ανατρέποντας πολλές φορές τις παραδόσεις χρόνων. Το ΝΑΤΟ, το οποίο ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είχε χαρακτηρίσει «εγκεφαλικά νεκρό» το 2019, απέκτησε ξανά «ζωή», αποκτώντας κεντρικό ρόλο στα τεκταινόμενα και βρίσκοντας νέο σκοπό, εκφράζοντας πλήρη υποστήριξη στην Ουκρανία και στέλνοντας στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Από την έναρξη του πολέμου, χώρες που συνορεύουν και κάποτε ανήκαν στη Ρωσία, όπως οι Βαλτικές, η Φινλανδία αλλά και η Σουηδία εξέφρασαν τις ανησυχίες για ενδεχόμενο επέκτασης της ρωσικής επιθετικότητας προς αυτές. Φινλανδία και Σουηδία ανακοίνωσαν από κοινού τις αποφάσεις τους για ένταξη στο ΝΑΤΟ, ενώ σε Ουκρανία και Μολδαβία δόθηκε το πράσινο φως για την ενταξιακή τους διαδικασία στην ΕΕ.
Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, η Δυτική Ευρώπη ήταν οικονομικά εξαντλημένη και στρατιωτικά αδύναμη, νέα ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα είχαν δημιουργηθεί στη Γαλλία και την Ιταλία, ενώ στην Ελλάδα είχε ξεσπάσει ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμο μεταξύ του κυβερνητικού στρατού και των κομμουνιστικών δυνάμεων. Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση είχε βγει από τον πόλεμο με τον Κόκκινο Στρατό να επικρατεί σε όλα τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και μέχρι το 1948 οι κομμουνιστές με την υποστήριξη της Μόσχας είχαν εδραιώσει τον έλεγχό τους στις κυβερνήσεις αυτών των χωρών. Επιπλέον, η συνεργασία εν καιρώ πολέμου μεταξύ των δυτικών Συμμάχων και των Σοβιετικών είχε καταρρεύσει εντελώς. Κάθε πλευρά οργάνωνε τον δικό της τομέα της κατεχόμενης Γερμανίας, με αποτέλεσμα να προκύψουν δύο γερμανικά κράτη, ένα ομοσπονδιακό στα δυτικά και μία λαϊκή δημοκρατία στα ανατολικά.
Το 1948 οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαινίασαν το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο διοχέτευε τεράστια ποσά οικονομικής βοήθειας στις χώρες της δυτικής και νότιας Ευρώπης, υπό τον όρο ότι θα συνεργαστούν μεταξύ τους και θα συμμετάσχουν σε κοινό σχεδιασμό για την επίσπευση της αμοιβαίας ανάκαμψης.
Όσον αφορά τη στρατιωτική συνεργασία, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βρυξελλών του 1948, πολλές δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες ενώθηκαν, συνάπτοντας μια σύμβαση συλλογικής άμυνας που ονομάζεται Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.
Τον Μάρτιο του 1948, μετά την επικράτηση των κομμουνιστών στην Τσεχοσλοβακία τον Φεβρουάριο, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Βρετανίας και του Καναδά άρχισαν συζητήσεις για ένα πολυμερές σχέδιο συλλογικής άμυνας που θα ενίσχυε τη δυτική ασφάλεια και θα προωθούσε τις δημοκρατικές αξίες. Σε αυτές τις συζητήσεις εντάχθηκαν τελικά η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία, η Δανία, η Ιταλία, η Ισλανδία και η Πορτογαλία και στις 4 Απριλίου του 1949 κατέληξαν στη Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνα με το καταστατικό, σε όλες τις χώρες θα εγκαθίσταντο ΝΑΤΟϊκές βάσεις εξοπλισμένες με πυρομαχικά και στρατιωτικό προσωπικό.
Η καρδιά του ΝΑΤΟ εκφράζεται στο Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης, στο οποίο τα υπογράφοντα μέλη συμφωνούν ότι «μια ένοπλη επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων από αυτούς στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική θα θεωρείται επίθεση εναντίον όλων τους· και κατά συνέπεια συμφωνούν ότι, εάν συμβεί μια τέτοια ένοπλη επίθεση, καθένας από αυτούς, κατά την άσκηση του δικαιώματος ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας που αναγνωρίζεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, θα βοηθήσει το Μέρος ή τα Μέρη που δέχονται τέτοια επίθεση λαμβάνοντας αμέσως, μεμονωμένα και σε συνεννόηση με τα άλλα Μέρη, οποιαδήποτε ενέργεια κρίνει αναγκαία, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ένοπλης δύναμης, για την αποκατάσταση και τη διατήρηση της ασφάλειας της περιοχής του Βόρειου Ατλαντικού».
Υποκινούμενοι από την εισβολή της Βόρειας Κορέας στη Νότια Κορέα τον Ιούνιο του 1950, οι Ηνωμένες Πολιτείες έλαβαν μέτρα για να αποδείξουν ότι θα αντισταθούν σε οποιαδήποτε σοβιετική στρατιωτική επέκταση ή πιέσεις στην Ευρώπη. Ο στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, διοικητής των Συμμαχικών δυνάμεων στη Δυτική Ευρώπη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ονομάστηκε Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Ευρώπης (SACEUR) από το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (το κυβερνών σώμα του ΝΑΤΟ) τον Δεκέμβριο του 1950. Ενώ τη θέση του Διοικητή κατείχε πάντα ένας Αμερικανός, τη θέση του γενικού γραμματέα κατείχε πάντα ένας Ευρωπαίος.
Με το όφελος της βοήθειας και της ομπρέλας ασφαλείας, η πολιτική σταθερότητα αποκαταστάθηκε σταδιακά στη Δυτική Ευρώπη και ξεκίνησε το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα. Νέοι Σύμμαχοι προσχώρησαν στη Συμμαχία: πρώτες η Ελλάδα και η Τουρκία το 1952 και η Δυτική Γερμανία το 1955. H ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση έκανε τα πρώτα της διστακτικά βήματα. Οι Δυτικογερμανοί συνεισέφεραν στη συνέχεια πολλές μεραρχίες και σημαντικές αεροπορικές δυνάμεις στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Μέχρι τη στιγμή που τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, περίπου 900.000 στρατιώτες -σχεδόν οι μισοί από αυτούς από έξι χώρες (Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Βέλγιο, Καναδάς και Ολλανδία)- βρίσκονταν στη Δυτική Γερμανία.
Σε αντίδραση στην ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, η Σοβιετική Ένωση και τα κράτη-μέλη της από την Ανατολική Ευρώπη σχημάτισαν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας το 1955. Η Ευρώπη βρισκόταν σε μια ανήσυχη αντιπαράθεση, που αντικατοπτρίζεται από την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου το 1961.
Οργάνωση
Ο στρατιωτικός οργανισμός του ΝΑΤΟ περιλαμβάνει ένα πλήρες σύστημα εντολών για πιθανή χρήση εν καιρώ πολέμου. Στη Στρατιωτική Επιτροπή, που αποτελείται από εκπροσώπους των στρατιωτικών αρχηγών επιτελείων των κρατών μελών, υπάγονται δύο στρατηγικές εντολές: Συμμαχικές Επιχειρήσεις Διοίκησης (ACO) και Συμμαχική Διοίκηση Μετασχηματισμού (ACT). Η ACO διευθύνεται από τον Διοικητή και βρίσκεται στο Ανώτατο Αρχηγείο Allied Powers Europe (SHAPE) στο Casteau του Βελγίου.
Η ACT έχει την έδρα της στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Κατά τα πρώτα 20 χρόνια της συμμαχίας, σχεδιάστηκαν, χρηματοδοτήθηκαν και κατασκευάστηκαν από κοινού «υποδομές» για τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ αξίας άνω των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων - βάσεις, αεροδρόμια, αγωγοί, δίκτυα επικοινωνιών, αποθήκες, με περίπου το ένα τρίτο της χρηματοδότησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η χρηματοδότηση του ΝΑΤΟ γενικά δεν χρησιμοποιείται για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού, ο οποίος παρέχεται από τα κράτη μέλη — αν και η Αερομεταφερόμενη Δύναμη Έγκαιρης Προειδοποίησης του NATO, ένας στόλος αεροσκαφών που φέρουν ραντάρ σχεδιασμένα να προστατεύουν από μια αιφνιδιαστική επίθεση χαμηλών πτήσεων, χρηματοδοτήθηκε από κοινού.
Το ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το ΝΑΤΟ βασίστηκε εν μέρει στην απειλή μαζικών πυρηνικών αντιποίνων από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να αντιμετωπίσει τις πολύ μεγαλύτερες χερσαίες δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ξεκινώντας το 1957, αυτή η πολιτική συμπληρώθηκε με την ανάπτυξη αμερικανικών πυρηνικών όπλων σε δυτικοευρωπαϊκές βάσεις. Το ΝΑΤΟ υιοθέτησε αργότερα μια στρατηγική «ευέλικτης απάντησης», στον απόηχο της «Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας» τη δεκαετία του 1960, που ενίσχυσε τη συμβατική αμυντική στάση του ΝΑΤΟ, προσφέροντας στρατιωτική αποτροπή, αντί της πλήρους πυρηνικής απάντησης σε περίπτωση σύγκρουσης.
Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, πολλές συμμαχικές δυνάμεις εξοπλίστηκαν με αμερικανικά πυρηνικά όπλα πεδίου μάχης υπό ένα σύστημα διπλού ελέγχου, το οποίο επέτρεπε τόσο στη χώρα που φιλοξενούσε τα όπλα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες να ασκήσουν βέτο στη χρήση τους. Η Βρετανία διατήρησε τον έλεγχο του στρατηγικού πυρηνικού της οπλοστασίου, αλλά το έφερε στις δομές σχεδιασμού του ΝΑΤΟ. Οι πυρηνικές δυνάμεις της Γαλλίας παρέμειναν πλήρως αυτόνομες.
Τον Σεπτέμβριο του 1952 ξεκίνησαν οι πρώτες μεγάλες θαλάσσιες ασκήσεις του ΝΑΤΟ, ενώ οι τρεις μεγαλύτερες ασκήσεις έγιναν το φθινόπωρο του 1957 στις οποίες υπολογίζεται ότι συμμετείχαν συνολικά περισσότεροι από 250.000 στρατιώτες, 300 πλοία και 1.500 αεροσκάφη.
Η ένταξη της Ελλάδας μαζί με την Τουρκία στο ΝΑΤΟ (1952)
Καθώς η αντίθεση στον σοβιετικού τύπου κομμουνισμό έγινε καθοριστικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης, οι αντικομμουνιστικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, που μόλις είχε βγει από έναν εμφύλιο, και της Τουρκίας, της οποίας το νεοεκλεγέν Δημοκρατικό Κόμμα ήταν σθεναρά υπέρ των Αμερικανών, δέχτηκαν εσωτερική και εξωτερική πίεση για να ενταχθούν στη συμμαχία, κάτι που έκαναν και οι δύο τον Φεβρουάριο του 1952. Οι δύο χώρες έστειλαν στρατεύματα στον πόλεμο της Κορέας.
Το 1974, η Ελλάδα ανέστειλε την ένταξη της στο ΝΑΤΟ λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, αλλά επανεντάχθηκε το 1980 με τη θετική ψήφο της Τουρκίας. Από τότε η Ελλάδα έχει συμμετάσχει σε όλες σχεδόν τις ΝΑΤΟϊκές πολεμικές επιχειρήσεις με στρατιωτικά σώματα.
Ο ρόλος της Γαλλίας
Η σχέση της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ εντάθηκαν μετά το 1958, καθώς ο πρόεδρος Σαρλ Ντε Γκωλ ολοένα και περισσότερο επέκρινε την κυριαρχία του οργανισμού από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την εισβολή στη γαλλική κυριαρχία από τα πολλά διεθνή επιτελεία και δραστηριότητες του ΝΑΤΟ. Υποστήριξε ότι μια τέτοια «ενσωμάτωση» υπέβαλε τη Γαλλία σε «αυτόματο» πόλεμο με απόφαση ξένων.
Τον Ιούλιο του 1966 η Γαλλία αποσύρθηκε επίσημα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και ζήτησε από τις δυνάμεις και τα αρχηγεία του ΝΑΤΟ να εγκαταλείψουν το γαλλικό έδαφος. Παρόλα αυτά, ο Ντε Γκωλ διακήρυξε τη συνεχιζόμενη προσχώρηση της Γαλλίας στη Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού σε περίπτωση «απρόκλητης επιθετικότητας».
Αφού το ΝΑΤΟ μετέφερε το αρχηγείο του από το Παρίσι στις Βρυξέλλες, η Γαλλία εξακολούθησε να διατηρεί σχέσεις με τα στρατιωτικά επιτελεία του ΝΑΤΟ, συνέχισε να συμμετέχει στο Συμβούλιο και συνέχισε να διατηρεί και να αναπτύσσει χερσαίες δυνάμεις στη Δυτική Γερμανία, αν και το έπραξε βάσει νέων διμερών συμφωνιών με τους Δυτικογερμανούς, παρά υπό τη δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ. Το 2009 η Γαλλία επέστρεψε στη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ.
Περίοδος ύφεσης
Ακολούθησε μια περίοδος χαλάρωσης των εντάσεων του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης από το 1967 έως το 1979. Η εποχή ήταν μια εποχή αυξημένου εμπορίου και συνεργασίας με τη Σοβιετική Ένωση και της υπογραφής των Συνθηκών για τον Περιορισμό Στρατηγικών Όπλων (SALT).
Αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου
Οι σχέσεις ψυχράνθηκαν ξανά με τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979 και την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων SS-20 Sabre στην Ευρώπη. Μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ως Σοβιετικού πρωθυπουργού το 1985, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν συμφωνία που εξάλειφε όλους τους πυρηνικούς και εκτοξευόμενους βαλλιστικούς πυραύλους και πυραύλους κρουζ με ενδιάμεση εμβέλεια. Αυτό θεωρείται πλέον ως μια αρχική ένδειξη ότι ο Ψυχρός Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του. Η δεκαετία του 1980 είδε επίσης την ένταξη του πρώτου νέου μέλους του ΝΑΤΟ από το 1955. Το 1982, μια πρόσφατα δημοκρατική Ισπανία προσχώρησε στη διατλαντική Συμμαχία.
1989: Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η δύναμη και η συνοχή του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το οποίο είχε λειτουργήσει ως ο κύριος θεσμός που ανταγωνιζόταν το ΝΑΤΟ, άρχισε να καταρρέει. Τον Ιούλιο του 1989 ο Γκορμπατσόφ ανακοίνωσε ότι η Μόσχα δεν θα υποστήριζε πλέον τους κομμουνιστές στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και έτσι σηματοδότησε τη σιωπηρή αποδοχή της αντικατάστασής τους από ελεύθερα εκλεγμένες (και μη κομμουνιστικές) διοικήσεις.
Η εγκατάλειψη του ελέγχου από τη Μόσχα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη σήμαινε την εξάλειψη μεγάλου μέρους της στρατιωτικής απειλής που προηγουμένως αποτελούσε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας στη Δυτική Ευρώπη, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να αμφισβητήσουν την ανάγκη διατήρησης του ΝΑΤΟ ως στρατιωτικού οργανισμού, ειδικά μετά τη Διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1991.
Η επανένωση της Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1990 και η διατήρηση της ένταξής της στο ΝΑΤΟ δημιούργησαν τόσο την ανάγκη, όσο και την ευκαιρία για το ΝΑΤΟ να μετατραπεί σε μια πιο «πολιτική» συμμαχία αφιερωμένη στη διατήρηση της διεθνούς σταθερότητας στην Ευρώπη και εγκαινίασε μια νέα περίοδο για την Ευρώπη και τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, 16 έθνη-μέλη συντηρούσαν δύναμη περίπου 5.252.800 ενεργών στρατιωτών, συμπεριλαμβανομένων 435.000 Αμερικανικών δυνάμεων υπηρετούσαν εκτός ΗΠΑ, κάτω από μια δομή διοίκησης που έφτασε στο μέγιστο των 78 επιχειρησιακών κέντρων, οργανωμένων σε τέσσερα κλιμάκια.
Το ΝΑΤΟ στη μεταψυχροπολεμική εποχή
1991: Το ΝΑΤΟ αναπτύσσει συνεργασίες με πρώην αντιπάλους μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, το ΝΑΤΟ επαναπροσδιορίστηκε ως ένας οργανισμός «συλλογικής ασφάλειας», του οποίου η αποστολή ήταν να περιλαμβάνει δύο κύριους στόχους: την προώθηση του διαλόγου και της συνεργασίας με πρώην αντιπάλους στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και τη «διαχείριση» των συγκρούσεων σε περιοχές στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, όπως τα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τον πρώτο στόχο, το ΝΑΤΟ δημιούργησε το Συμβούλιο Βορειοατλαντικής Συνεργασίας, - το οποίο μετονομάστηκε σε Συμβούλιο Ευρωατλαντικής Εταιρικής Σχέσης το 1997-, ένα φόρουμ για την ανταλλαγή απόψεων για πολιτικά ζητήματα και θέματα ασφάλειας, καθώς και το πρόγραμμα Συνεργασία για την Ειρήνη (PfP) (1994) για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας και σταθερότητας μέσω κοινών στρατιωτικών ασκήσεων εκπαίδευσης με κράτη του ΝΑΤΟ και εκτός ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών και συμμάχων.
Στο πλαίσιο αυτό, η Συμμαχία προσκάλεσε το 1997 την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία (Ομάδα του Βίσεγκραντ) να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Η ένταξη των τριών χωρών έγινε επίσημα το 1999. Η εν λόγω επέκταση επικρίθηκε στις ΗΠΑ από ορισμένους εμπειρογνώμονες ως «πολιτικό λάθος ιστορικών διαστάσεων».
1995: Το ΝΑΤΟ συμμετέχει στην πρώτη του μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη
Η πρώτη χρήση στρατιωτικής δύναμης από το ΝΑΤΟ έγινε όταν εισήλθε στον πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το 1995 πραγματοποιώντας αεροπορικές επιδρομές εναντίον θέσεων των Σερβοβόσνιων γύρω από την πρωτεύουσα του Σεράγεβο. Η συνεπακόλουθη Ειρηνευτική Συμφωνία του Ντέιτον, η οποία μονογραφήθηκε από τους εκπροσώπους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Δημοκρατίας της Κροατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, δέσμευαν κάθε κράτος να σεβαστεί την κυριαρχία των άλλων και να επιλύσει τις διαφορές ειρηνικά. Έθεσε επίσης τις βάσεις για τη στάθμευση των ειρηνευτικών στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Αρχικά αναπτύχθηκε μια Δύναμη Εφαρμογής (IFOR) 60.000 ατόμων, αν και ένα μικρότερο σώμα παρέμεινε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη με διαφορετικό όνομα, Δύναμη Σταθεροποίησης (SFOR).
Τον Μάρτιο του 1999 το ΝΑΤΟ εξαπέλυσε μαζικές αεροπορικές επιδρομές κατά της Σερβίας σε μια προσπάθεια να αναγκάσει την κυβέρνηση του Σλόμποταν Μιλόσεβιτς να συμβιβαστεί με τους όρους για προστασία του μουσουλμανικού αλβανικού πληθυσμού στην επαρχία του Κοσσυφοπεδίου. Έπειτα από 78 μέρες βομβαρδισμών, ο σερβικός στρατός αποσύρθηκε. Σύμφωνα με τους όρους της κατ' ουσίαν συνθηκολόγησης των Σέρβων, το ΝΑΤΟ ανέπτυξε μια ειρηνευτική δύναμη στην περιοχή που ονομάζεται Δύναμη του Κοσσυφοπεδίου (KFOR).
2001: Η 11η Σεπτεμβρίου - Το ΝΑΤΟ επικαλείται το Άρθρο 5 για πρώτη φορά
Με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ για πρώτη φορά στην ιστορία του επικαλέστηκε τη ρήτρα συλλογικής άμυνας (Άρθρο 5). Τα γεγονότα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001 οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας νέας δυναμικής εντός της συμμαχίας, που ευνοούσε όλο και περισσότερο τη στρατιωτική εμπλοκή μελών εκτός Ευρώπης. Στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, ένας συνασπισμός χωρών, συμπεριλαμβανομένων πολλών συμμάχων του ΝΑΤΟ, επενέβη στρατιωτικά στο Αφγανιστάν το φθινόπωρο του 2001. Ο στόχος της αποστολής με το όνομα «Επιχείρηση Διαρκής Ελευθερία» ήταν να στερήσει στην Αλ Κάιντα μια βάση επιχειρήσεων και να συλλάβει όσο το δυνατόν περισσότερους ηγέτες της Αλ Κάιντα. Τον Δεκέμβριο του 2001, μετά την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν, το ψήφισμα 1386 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ εξουσιοδότησε την ανάπτυξη της Διεθνούς Δύναμης Βοήθειας για την Ασφάλεια (ISAF), μιας πολυμερούς δύναμης μέσα και γύρω από την Καμπούλ για να βοηθήσει στη σταθεροποίηση της χώρας και στη δημιουργία των συνθηκών για διατήρηση της ειρήνης. Τον Αύγουστο του 2003, το ΝΑΤΟ ανέλαβε τη διοίκηση και τον συντονισμό της ISAF.
Το 2011 η Συμμαχία πραγματοποίησε αεροπορικές επιθέσεις κατά του καθεστώτος του Μουαμάρ αλ Καντάφι στη Λιβύη.
Νέα εποχή
Στη νέα Στρατηγική Αντίληψη «Ενεργή εμπλοκή, σύγχρονη άμυνα» που συμφωνήθηκε το 2010, η Συμμαχία δεσμεύτηκε να αντιμετωπίσει «όλα τα στάδια μιας κρίσης – πριν, κατά τη διάρκεια και μετά» – μια γενική αρχή που συνεπάγεται μεγαλύτερο ρόλο για τη συνεργατική ασφάλεια. Αυτή η ιδέα βρίσκεται στο επίκεντρο της «συνολικής προσέγγισης».
Εν τω μεταξύ, το ΝΑΤΟ συνέχισε να δέχεται νέα μέλη και να χτίζει νέες συνεργασίες. Το 2004, η Συμμαχία ξεκίνησε την Πρωτοβουλία Συνεργασίας της Κωνσταντινούπολης ως τρόπο προσφοράς πρακτικής διμερούς συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας σε χώρες της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής.
Τέλος, οι επόμενοι γύροι διεύρυνσης έφεραν περισσότερους Συμμάχους: Ρουμανία, Βουλγαρία, Σλοβακία, Σλοβενία, Λετονία, Εσθονία και Λιθουανία εντάχθηκαν το 2004. Η ένταξη των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών της Βαλτικής προκάλεσε την έντονη ενόχληση της Ρωσίας.
Ακολούθησαν η Κροατία και η Αλβανία το 2009, το Μαυροβούνιο το 2017 (εν μέσω έντονων αντιρρήσεων από τη Ρωσία) και η Βόρεια Μακεδονία το 2020.
Η Ουκρανία και η Γεωργία ενημερώθηκαν επίσης ότι θα μπορούσαν τελικά να γίνουν μέλη, ωστόσο το ζήτημα της ένταξης των δύο αυτών χωρών στο ΝΑΤΟ προκάλεσε αιχμηρή κριτική από τη Ρωσία, όπως και τα σχέδια του ΝΑΤΟ για ένα σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας.
Σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας
Το 1954, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ για να διατηρήσει την ειρήνη στην Ευρώπη. Οι χώρες του ΝΑΤΟ, φοβούμενες ότι το κίνητρο της Σοβιετικής Ένωσης ήταν να αποδυναμώσει τη Συμμαχία, απέρριψαν τελικά αυτή την πρόταση.
Τη δεκαετία του 1990 το ΝΑΤΟ προσπαθεί να «σπάσει τον πάγο» με τη Ρωσία. Το 1991 εγκαινιάζεται το Συμβούλιο Βορειοατλαντικής Συνεργασίας με τη συμμετοχή 25 χωρών. Η Ρωσία γίνεται ιδρυτικό μέλος και για πρώτη φορά συμμετέχει στις συναντήσεις του ΝΑΤΟ.
Το 1994, η Ρωσία εντάχθηκε στο πρόγραμμα Συνεργασία για την Ειρήνη (PfP) και από τότε, το ΝΑΤΟ και η Ρωσία έχουν υπογράψει αρκετές σημαντικές συμφωνίες συνεργασίας.
Το 1997 η Συμμαχία υπογράφει με τη Ρωσία το σύμφωνο «Ιδρυτική Πράξη για τις Αμοιβαίες Σχέσεις, τη Συνεργασία και την Ασφάλεια» με το οποίο δεσμεύονται στην οικοδόμηση «σταθερής, ειρηνικής και ενιαίας Ευρώπης». Το 1998 ιδρύθηκε το Μόνιμο Μικτό Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, η Ρωσία και το ΝΑΤΟ είχαν δημιουργήσει μια στρατηγική σχέση. Μη θεωρούμενη πλέον ο κύριος εχθρός του ΝΑΤΟ, η Ρωσία εδραίωσε έναν νέο δεσμό συνεργασίας με το ΝΑΤΟ το 2001 για να αντιμετωπίσει κοινές ανησυχίες όπως η διεθνής τρομοκρατία, η μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και ο έλεγχος των όπλων. Το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας ιδρύθηκε το 2002, έτσι ώστε τα μεμονωμένα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και η Ρωσία να μπορούν να εργαστούν ως ισότιμοι εταίροι σε θέματα ασφάλειας κοινού ενδιαφέροντος.
Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 οδήγησε σε έντονη καταδίκη από τις χώρες του ΝΑΤΟ, το οποίο έκτοτε αποφάσισε ομόφωνα να αναστείλει κάθε πρακτική συνεργασία με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Έκτοτε, το ΝΑΤΟ δεσμεύτηκε να σχηματίσει μια νέα «αιχμή του δόρατος», μια δύναμη 5,000 στρατιωτών σε βάσεις στην Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
Στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, λέγοντας στον ρωσικό λαό ότι στόχος του ήταν να «αποστρατιωτικοποιήσει και να αποναζιστοποιήσει την Ουκρανία». Ο δεδηλωμένος στόχος του ήταν να προστατεύσει τους ανθρώπους που υποβλήθηκαν σε αυτό που αποκάλεσε οκτώ χρόνια εκφοβισμού και γενοκτονίας από την κυβέρνηση της Ουκρανίας στο ανατολικό Ντονμπάς, όπου φιλορωσικές αυτονομιστικές ομάδες ανακήρυξαν δύο ανεξάρτητες δημοκρατίες. Μέρες πριν από την εισβολή, ο Πούτιν αναγνώρισε τις αυτοαποκαλούμενες δημοκρατίες των αυτονομιστών, καταρρίπτοντας τις Συμφωνίες του Μινσκ, τις ειρηνευτικές συμφωνίες με τη μεσολάβηση της Γερμανίας και της Γαλλίας που προσπαθούσαν να τερματίσουν τη βία εκεί μέσω μιας πολιτικής διευθέτησης.
Ένας άλλος στόχος προστέθηκε σύντομα: η διασφάλιση του ουδέτερου καθεστώτος της Ουκρανίας. Αυτό θα την καθιστούσε ανίκανη να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, του οποίου η επέκταση σε χώρες που κάποτε βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, ο Πούτιν θεωρεί ως καταπάτηση των συμφερόντων του.
Ο Ρώσος πρόεδρος αποκαλεί την επέκταση του ΝΑΤΟ απειλητική και την προοπτική της Ουκρανίας να ενταχθεί σε αυτό μια μεγάλη απειλή. Ο Πούτιν επέμεινε επίσης ότι η Ουκρανία είναι ουσιαστικά μέρος της Ρωσίας, πολιτιστικά και ιστορικά.
Ο ηγέτης της Ρωσίας αρνήθηκε να το χαρακτηρίσει εισβολή ή πόλεμο. Η Μόσχα συνεχίζει να χαρακτηρίζει τον μεγαλύτερο πόλεμο της Ευρώπης από το 1945 ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Πρόσφατα κατηγόρησε το ΝΑΤΟ ότι χρησιμοποίησε την Ουκρανία για να διεξαγάγει πόλεμο αντιπροσώπων εναντίον της Ρωσίας. Για τον ηγέτη της Ρωσίας, η αμυντική στρατιωτική συμμαχία των 30 μελών της Δύσης έχει έναν στόχο - να διχάσει την κοινωνία στη Ρωσία και να την καταστρέψει τελικά. Σε μια ομιλία για την Ημέρα της Νίκης στις 9 Μαΐου κατηγόρησε το ΝΑΤΟ ότι ξεκίνησε μια ενεργή στρατιωτική συσσώρευση σε εδάφη που γειτνιάζουν με τη Ρωσία.
Στα μάτια του προέδρου Πούτιν, η Δύση υποσχέθηκε το 1990 ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί «ούτε μια ίντσα προς τα ανατολικά», αλλά το έκανε ούτως ή άλλως. Αυτό συνέβη πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ωστόσο, η υπόσχεση που δόθηκε στον τότε Σοβιετικό Πρόεδρο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναφερόταν μόνο στην Ανατολική Γερμανία στο πλαίσιο μιας επανενωμένης Γερμανίας. Ο κ. Γκορμπατσόφ είπε αργότερα ότι «το θέμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ δεν συζητήθηκε ποτέ» εκείνη την εποχή.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε τις ισορροπίες σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ σε πολλές χώρες εκφράστηκε έντονη η ανησυχία ότι η Ρωσία θα μπορούσε να επεκτείνει τις διαθέσεις τις σε εκείνες, ιδιαίτερα εκείνες που συνορεύουν μαζί της.Τον Μάιο του 2022 οι ηγέτες της Φινλανδίας και της Σουηδίας ανακοίνωσαν τις αποφάσεις τους για την ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα, οι ευρωπαίοι ηγέτες έδωσαν την προηγούμενη εβδομάδα το «πράσινο φως» για την ενταξιακή διαδικασία Ουκρανίας και Μολδαβίας στην ΕΕ
Η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας
Η Βόρεια Μακεδονία εντάχθηκε στη Σύμπραξη για την Ειρήνη το 1995 και ξεκίνησε το Σχέδιο Δράσης Ένταξης το 1999, ταυτόχρονα με την Αλβανία. Στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008, η Ελλάδα μπλόκαρε μια προτεινόμενη πρόσκληση λόγω της διαφωνίας για την ονομασία και τα κράτη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν ότι η χώρα θα λάβει πρόσκληση μετά την επίλυση της διαφωνίας. Η πΓΔΜ τότε μήνυσε την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το βέτο της για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Μετά την επίλυση της διαφωνίας για την ονομασία με τη Συνθήκη των Πρεσπών τον Ιούνιο του 2018, η Ελλάδα ήρε το βέτο και ένα μήνα μετά, στις 11 Ιουλίου 2018, το ΝΑΤΟ κάλεσε τη Βόρεια Μακεδονία να ξεκινήσει τις ενταξιακές συνομιλίες, οι οποίες ολοκληρώθκαν το 2020 με την επίσημη ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ.