Η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση και οι Έλληνες της Μαριούπολης
Οι εξελίξεις αυτές που σήμερα λαμβάνουν μια δραματική διάσταση στη σχέση Ουκρανίας-Ρωσίας και έχουν οδηγήσει σε μια αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας, έφεραν και πάλι στην επιφάνεια τους προβληματισμούς για τις ωδίνες της μετασοβιετικής ανασυγκρότησης της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στην Ουκρανία ξεκίνησαν πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια με τη μεγάλη αντιπαράθεση των Ουκρανών -κυρίως των προερχόμενων από τη δυτική Ουκρανία- στον διεφθαρμένο αλλά φιλορώσο πρόεδρο Γιανουκόβιτς. Η ανατροπή θα συμβεί με μια παράξενη λαϊκή «πορτοκαλί επανάσταση» το 2013, στην οποία συμμετείχαν και οργανωμένες νεοναζιστικές ομάδες. Η κρίση επεκτάθηκε στα γεγονότα της Κριμαίας το 2014 που είχαν ως κατάληξη την ενσωμάτωση της χερσονήσου στη Ρωσία.
Ακολούθησαν τα δραματικά γεγονότα στην Οδησσό και ο εμφύλιος πόλεμος στην νοτιοανατολική Ουκρανία με την αυτονόμηση δύο περιοχών (Λουγκάνσκ και Νονιέτσκ) της περιφέρειας Ντομπάς, που συνόρευαν με τα ουκρανο-ρωσικά σύνορα. Σήμερα στην Ουκρανία υπάρχει μια φιλοδυτική ηγεσία υπό τον Ζελένσκι.
Σε πρώτη φάση οι εξελίξεις στην Ουκρανία φάνηκε ότι αντιστοιχούσαν στη διαφοροποίηση δυτικόφιλων και ρωσόφιλων, που είχε ως βάση τόσο τη γλωσσική διαφοροποίηση (ουκρανόφωνοι – ρωσόφωνοι) όσο και τη θρησκευτική (καθολικοί – ορθόδοξοι). Όμως στην συνέχεια φάνηκε ότι οι αντιθέσεις ήταν περισσότερο πολύπλοκες και αρχικά είχαν και κοινωνικά αίτια που σχετιζόταν με την οικονομική κατάρρευση και την επικράτηση μιας νέας κάστας ολιγαρχών στην ουκρανική κοινωνία.
Βεβαίως σήμερα, με την πλήρη εξάρτηση των αυτονομημένων περιοχών από τη Ρωσία, τα κοινωνικά αιτήματα των αυτονομιστών έχουν παραμεριστεί και η σύγκρουση πλέον αφορά αποκλειστικά και μόνο τη διαμόρφωση των γεωπολιτικών ισορροπιών των μεγάλων δυνάμεων.
Οι Έλληνες της Μαριούπολης
Οι Έλληνες της Μαριούπολης αποτελούν σήμερα ένα από τα τελευταία εναπομείναντα συμπαγή μέρη του παρευξείνιου Ελληνισμού. Οι περιπέτειες αυτού του άγνωστου αλλά εκπληκτικού ελληνικού κόσμου συγκροτούν μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες σελίδες των Ελλήνων. Μία από αυτές τις ιστορικές περιπέτειες σχετίζεται με τη σοβιετική εμπειρία των παρευξείνιων ελληνικών κοινοτήτων.
Εμπειρία, που κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου -μετά την οριστική εδραίωση του κομμουνιστικού συστήματος και το τέλος των εμφύλιων και εθνικών συγκρούσεων- ανέδειξε μια ενδιαφέρουσα πολιτιστική ελληνική έκφραση -καθεστωτική, φυσικά- για να τελειώσει στα σταλινικά γκουλάγκ.
Η πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων της Μαριούπολης, όπως και της υπόλοιπης Σοβιετικής Ενωσης, ήταν από τις προτεραιότητες του νέου σοβιετικού συστήματος. Η ιεράρχηση της πολιτιστικής ανάπτυξης στις πρώτες θέσεις καθορίστηκε από την πίστη των νέων κυρίαρχων ότι με την «πνευματική άνοδο των μαζών» θα ηττηθούν ο «συντηρητισμός» και «οι αντιδραστικές δυνάμεις».
Έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και έως το 1937, παρατηρήθηκε μια εκπληκτική ελληνική αναγέννηση στους τόπους που ζούσε ο ελληνισμός στην ΕΣΣΔ. Εκεί δημιουργήθηκε ο εκδοτικός οίκος με την επωνυμία «Κολεχτιβιστής» που εξέδιδε και την αντίστοιχη εφημερίδα. Στην ύπαιθρο της Μαριούπολης όπου υπήρχαν οι μεγάλες αγροτικές καλλιέργειες δημιουργήθηκαν και τρεις αυτόνομες ελληνικές σοβιετικές περιοχές.
Όλες αυτές οι προσπάθειες στο πλαίσιο του δύσκολου σοβιετικού περιβάλλοντος, συνιστούν ένα μοναδικό εγχείρημα και αποτελούν την ύστατη απόπειρα του ευξεινοποντιακού Ελληνισμού να κατοχυρώσει την παρουσία του, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ελληνικού κράτους στο βαλκανικό Νότο. Τραγική όμως είναι η κατάληξη του εγχειρήματος αυτού, εφόσον οι πρωταγωνιστές του θα πέσουν θύματα του σταλινικού Μολώχ την μετά το ’37 εποχή, όταν στη θέση της πολυπολιτισμικής αντίληψης εδραιώνεται η αφομοιωτική, εκρωσιστική πολιτική. Τα χιλιάδες θύματα και οι δεκάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι στην Κεντρική Ασία -λίγα μόλις χρόνια από τη γενοκτονία που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι εθνικιστές στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας- σηματοδοτούν το τέλος του παλιού, πολύμορφου, ελληνικού κόσμου.
Η αναγέννηση
Με την είσοδο στην εποχή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων και η μείωση των κατασταλτικών συμπεριφορών του σοβιετικού κράτους, άρχισε και η αναγέννηση των ελληνικών κοινοτήτων.
Σε μια επίσκεψή μου στην περιοχή την Άνοιξη του 1991, ο τότε εκπρόσωπος του «Ελληνικού Συλλόγου Μαριούπολης», Ι. Α. Γιαλής, μας είπε τα εξής: «Εμείς οι Ελληνες που ζούμε στη Νότια Ουκρανία έχουμε αρχίσει να οργανωνόμαστε εδώ και λίγον καιρό. Τα δικά μας προβλήματα είναι πολύ πιο δύσκολα από αυτά των Ρώσων ή των Ουκρανών, τουλάχιστον όσον αφορά τα πολιτιστικά ζητήματα. Εμείς λόγω της σταλινικής καταπίεσης έχουμε πρόβλημα γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Τώρα μας επέτρεψαν να μαθαίνουμε ελληνικά στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, αλλά δεν υπάρχει υποδομή. Δεν έχουμε βιβλία ούτε δασκάλους. Εδώ θα έπρεπε να παρέμβει αποφασιστικά το ελληνικό κράτος».
Στην ερώτησή μου για το αν υπάρχει μετανάστευση προς την Ελλάδα, όπως γίνεται από άλλες περιοχές που κατοικούν Έλληνες (Καύκασος, Κεντρική Ασία) απάντησε: «Από τη Νότια Ουκρανία φεύγουν ελάχιστοι. Επειδή ο Ουκρανικός νότος είναι ευλογημένος τόπος. Εδώ ο ελληνικός λαός μπορεί να ζει καλά. Υπάρχουν μέρη που μοιάζουν πολύ με τα τοπία της Ελλάδας».
Για τους προβληματισμούς περί ελληνικής Αυτονομίας που εμφανίστηκαν τότε στους κόλπους της ελληνικής σοβιετικής κοινότητας και διατυπώθηκαν ως αίτημα τον Μάρτιο του 1991 στο Γελεντζίκ, στο πλαίσιο του Α’ Πανσοβιετικού Συνεδρίου αίτημα ο Ι. Γιαλής είπε: «…Μας κάλεσαν τον Απρίλιο του 1991 στη Μόσχα και μας ανακοίνωσαν ότι σε συνεδρίαση του Ανώτατου Σοβιέτ έγινε η εξής σκέψη: Το Ντονιέτσκ να ανακηρυχτεί σε "περιφέρεια Ντονιέτσκ" (Ντονιέτσκιι Κράϊ), στα πλαίσια της οποίας θα δημιουργηθεί η "εθνική περιοχή της Μαριούπολης" (Μαριουπόλσκι Νατσιονάλνι Οκρουγκ). Η εθνική αυτή περιοχή θα αποτελείται από την πόλη της Μαριούπολης και τα γύρω ελληνικά χωριά».
Αυτό σημαίνει ότι οι ρωσικοί προβληματισμοί και οι μεθοδεύσεις για την περιοχή είχαν ήδη ξεκινήσει από την σοβιετική περίοδο. Πιθανότατα, η ιδέα αυτή να ήταν απόρροια της κατανόησης από την ηγεσία της Περεστρόϊκα των σταλινικών εγκλημάτων, η εμφάνιση ενός ελληνικού κινήματος που διεκδικούσε την επανασύσταση των Αυτόνομων Σοβιετικών Ελληνικών Περιοχών, η παρουσία στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας κάποιων Ελλήνων, όπως ο Μαριουπολίτης Γαβριήλ Ποπόφ, δήμαρχος Μόσχας.
Μια άλλη εκδοχή που νομίζω ότι έχει λιγότερες πιθανότητες, είναι ότι γνωρίζοντας η σοβιετική ηγεσία πως η επόμενη μέρα θα είναι μια εποχή εθνικών κρατών στα συντρίμμια της Σοβιετικής Ένωσης, επεξεργαζόταν σχέδια για τη γεωπολιτική διαμόρφωση της επόμενης μέρας. Τα έντονα γεγονότα που σημάδεψαν το δεύτερο εξάμηνο του 1991 και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ μέσω του ντόμινο ανακήρυξης νέων κρατών μετέθεσε τις όποιες εκκρεμότητες για αργότερα και ακύρωσε κάθε προοπτική αποκατάστασης των σταλινικών αδικιών για την ελληνική μειονότητα.
-----------
Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, έχει συγγράψει δεκαεπτά βιβλία για ζητήματα που αφορούν τον ποντιακό και μικρασιατικό ελληνισμό, τις κοινότητες στην τ. ΕΣΣΔ., την ελληνική Διασπορά. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της Ιστορίας των ελληνικών κοινοτήτων στις βορειοανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου.