Η επιστήμη του έρωτα - Γιατί παραμένει ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε;
Ανανεώθηκε:
Οι υπηρεσίες που αναλαμβάνουν να φέρουν τους ανθρώπους κοντά (παλιά τα λέγαμε γραφεία συνοικεσίων) κάνουν τρελές δουλειές, όπως εξάλλου και οι αντίστοιχες εφαρμογές στο ίντερνετ.
Θεωρητικά, όλα αυτά έχουν φτιαχτεί προκειμένου να βρούμε το ιδανικό ταίρι. Αυτό, δηλαδή που μας απασχολεί περισσότερο απ ο,τιδήποτε άλλο όσο βρισκόμαστε στο μάταιο τούτο κόσμο. Διότι η ματαιότητα είναι πιο υποφερτή όταν τη μοιράζεσαι, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε.
Ξανά θεωρητικά, μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια πάνω στη Γη και με τους παντογνώστες αλγόριθμους στη διάθεσή μας, θα έπρεπε πλέον το σύστημα να δουλεύει ρολόι. Να έχουμε βρει το ιδανικό μας ταίρι και να πορευόμαστε μαζί του happily ever after.
Η αλήθεια, όπως ξέρουμε οι περισσότεροι, απέχει πολύ απ' αυτό. Γι αυτό και η ιδανική αυτή κατάσταση αποτελεί συχνά αντικείμενο της μυθοπλασίας. Που και στη μυθοπλασία ακόμη, πάντα πάει κάτι στραβά στο τέλος, όταν προσπαθούμε να αφήσουμε τον έρωτα στα χέρια κάποιας εξελιγμένης τεχνητής νοημοσύνης. Σχεδόν τόσο στραβά όσο και όταν επιλέγουμε ταίρι μόνοι μας.
Μέχρι τώρα, καμία νοημοσύνη, τεχνητή ή μη δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει επαρκώς το μυστήριο της ανθρώπινης έλξης. «Έρχονται στο γραφείο και μου ζητάνε έναν μαύρο, καραφλό άντρα, με ύψος 1.80 και ωραία δόντια. Τον βρίσκω. Και μετά έρχονται και μου λένε, ναι, εντάξει, απλά δεν ήθελα αυτόν τον μαύρο καραφλό με ύψος 1.80 και ωραία δόντια», διηγείται η Τερέζα Γουντ, ιδιοκτήτρια ενός από τα μεγαλύτερα γραφεία γνωριμιών στις ΗΠΑ.
Η ανθρώπινη έλξη παραμένει πράγματι εν πολλοίς ένα μεγάλο μυστήριο τόσο για τους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτήν, όσο και για τους επιστήμονες. «Μπορώ να εγγυηθώ ότι θα τους βρω ακριβώς αυτό που θέλουν, αλλά δεν μπορώ να εγγυηθώ, ούτε καν να προβλέψω αν θα υπάρξει αυτή η αναγκαία χημεία», εξηγεί η Γουντ.
Στην προσπάθεια να καταλάβουμε το μηχανισμό που προκαλεί αυτήν την έλξη είναι αφιερωμένος ένας ολόκληρος κλάδος της Ψυχολογίας, η Ψυχολογία των σχέσεων, ενώ δεν υπάρχει καμία επιστήμη που δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα. Ούτε καν η αστροφυσική.
Έχουμε καταλάβει πολλά, βέβαια, αλλά όχι όλα. Ούτε καν αρκετά ώστε να καταφέρουμε να βρίσκουμε το ιδανικό ταίρι μας και να ζούμε μαζί του αυτό το περιβόητο happily ever after.
«Ξέρω ακριβώς τι θέλω». Όχι δεν ξέρεις, απλώς νομίζεις
Είναι εντυπωσιακό ότι στον τομέα των ανθρωπίνων σχέσεων οι νευροεπιστήμονες συγκλίνουν απόλυτα με τους ποιητές και τους φιλοσόφους: Το ερώτημα στο οποίο καταλήγουν και οι δύο, όπως και όλοι τελικά, είναι «Ξέρουμε στ' αλήθεια τι θέλουμε;»
Το ερώτημα φαίνεται απλό: Ας πούμε ότι έχεις κάνει χρόνια ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία, έχεις διαβάσει όλην την ανθρώπινη φιλοσοφία και σκέψη, ξέρεις πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος και νομίζεις ότι μπορείς να το απαντήσεις με απόλυτη ακρίβεια.
Η αλήθεια είναι ότι αν σου συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, το μόνο που ξέρεις είναι ότι δεν ξέρεις τι θέλεις και γιατί, δεν παραφράζουμε τον Σωκράτη, αυτό ακριβώς είπε.
Επίσης πλέον ξέρουμε ότι οι προτιμήσεις μας δεν εγγυώνται την έλξη.
Κατά τον 20ο αιώνα οι επιστήμονες που ασχολούνταν με το πεδίο, πίστευαν ότι πρέπει να εμπιστευτούν όσα τους έλεγαν οι άνθρωποι για τις προτιμήσεις αυτές.
Αναπτύχθηκαν ατελείωτα ερωτηματολόγια που σε ρωτούσαν αν σ' αρέσουν οι ψηλοί, οι μελαχρινοί, οι ξινοί ή οι χιουμορίστες.
Η ίδια λογική τηρείται και σήμερα, σε λίγο πιο εξελιγμένη μορφή, αλλά καμία ένδειξη δεν υπάρχει που να υποστηρίζει ότι αν σου φέρουν μπροστά σου τον άνθρωπο των ονείρων σου, εσύ θα τον θες. «Τη δεκαετία του 2000, για πρώτη φορά αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε μήπως όλα αυτά δεν είχαν τελικά καμία χρήση στον πραγματικό κόσμο», λέει ο Νταν Κονρόι Μπιμ, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στην Σάντα Μπάρμπαρα. «Κι έτσι, αρχίσαμε να δοκιμάζουμε αυτό που εκείνη την περίοδο ήταν πολύ δημοφιλές και είναι το ταχύτατο ραντεβού».
Ένα Tinder χωρίς υπολογιστές
Τι ταχύτατο ραντεβού ήταν πράγματι σαν ένα Tinder στο φυσικό κόσμο, το οποίο ξεκίνησε ένας Εβραίος ραββίνος στο Λος Άντζελες, που είχε προφανώς βαρεθεί ν' ακούει το ποίμνιό του να του γκρινιάζει για τα αισθηματικά του.
Πολλοί άνθρωποι που αναζητούσαν ταίρι μαζεύονταν σε έναν τεράστιο χώρο και προσπαθούσαν να κάνουν πολύ γρήγορες εκτιμήσεις ο ένας για τον άλλον μέσα από σύντομες συζητήσεις. Μπορούσες να «στείλεις αριστερά» όσους δεν ήθελες. Αν συναντούσες κάποιον που ήθελες να «στείλεις δεξιά», απόμενε να δεις αν ήθελε κι εκείνος. Εάν ναι, it was a match.
Οι ερευνητές έτριβαν τα χέρια τους, διότι όλο αυτό λειτούργησε σαν ένα τεράστιο πείραμα για τους ίδιους και τους παρείχε πολλές και πολύ χρήσιμες πληροφορίες.
Οι μελέτες με τα σχετικά συμπεράσματα δημοσιεύονταν κατά ριπάς. Πριν τη διαδικασία, όσοι λάμβαναν μέρος έπρεπε να απαντήσουν για τις προτιμήσεις τους. Μετά τη διαδικασία γινόταν το «ταμείο»: Κατά πόσο συμβάδιζαν οι επιλογές τους με τις προτιμήσεις αυτές. Και βέβαια, οι ερευνητές, που αυτό κάνουν, αναζητούσαν κάποιο πατέντα σε όλο αυτό, κάποια χρήσιμη γενίκευση.
Τον αρχικό ενθουσιασμό, διαδέχθηκε βαθιά απελπισία. Διότι η απάντηση ήταν όχι, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι κάνανε οι άνθρωποι και με ποια κριτήρια επέλεγαν πιθανούς συντρόφους.
Τώρα που το Tinder και τα άπειρα παρόμοιά του είναι πλέον εικονικά και άρα πιο εύκολα στη χρήση, οι άνθρωποι κάνουν ένα πολύ βασικό λάθος:
Γράφουν, ας πούμε, στο προφίλ τους «μ' αρέσει η κλασική μουσική», υποθέτοντας ότι αν βρουν έναν που επίσης του αρέσει η κλασική μουσική, θα ταιριάζουν. Δεν έχει υπάρξει, μετά από χρόνια και χρόνια ερευνών απολύτως κανένα στοιχείο που να υποσρηρίζει αυτήν την υπόθεση.
Ίσως αυτό να οφείλεται και στο γεγονός ότι στο δυτικό κόσμο η αναζήτηση συντρόφου είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, κάτι που δεν συμβαίνει σε άλλες κουλτούρες, όπου οι οικογένειες και το κοινωνικό στάτους, για παράδειγμα, παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο από το τι μουσική ακους.
Επίσης οι έρευνες μέχρι σήμερα βασίζονται κατά κανόνα στα στατιστικά στοιχεία που έρχονται από ετεροφυλόφιλους ανθρώπους, κάτι που εξαιρεί ένα σημαντικό κομμάτι του γενικού πληθυσμού.
Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι έρευνες, αντί να κάνουν τους ερευνητές να συμφωνήσουν επιτέλους σε κάτι, τους χώρισαν σε δύο στρατόπεδα.
Γνώρισα τον άντρα των ονείρων μου. Αλλά, φόραγε πράσινο κασκόλ...
Η πρώτη ομάδα επιμένει ότι μπορούμε να βρούμε τον αληθινό έρωτα, διότι είναι εντελώς προβλέψιμο το τι μας ταιριάζει. Άλλο που δεν έχουμε ακόμη ιδέα πώς.
Η δεύτερη ομάδα υποστηρίζει ότι η έλξη και ο έρωτας είναι απολύτως μη-προβλέψιμα πράγματα και κατά συνέπεια εντελώς χαοτικά. Γεγονός που σημαίνει ότι δύο μη συμβατοί άνθρωποι μπορούν θαυμάσια να ερωτευτούν.
Ο Κονρόι Μπιμ ανήκει στην πρώτη ομάδα. Πιστεύει ότι με βάση τις προτιμήσεις του, μπορεί να προβλεφθεί ποιον θα ερωτευτεί κάποιος. Απλώς δεν έχουμε ακόμη κατανοήσει το μηχανισμό με τον οποίο αυτές οι προτιμήσεις μας οδηγούν σε κάποιον.
Η αλήθεια είναι ότι όταν βγαίνουμε ραντεβού, δεν συμπληρώνουμε κάποιο νοερό Excel, αν και ίσως θα έπρεπε. Δεν σκεφτόμαστε, α, αυτός παίρνει 7 στο χιούμορ, 9 στην εμφάνιση και 3 στο πουρμπουάρ που άφησε, ώστε στο τέλος να βγει το τελικό σκορ.
Κι αυτό διότι τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα και οι παράγοντες πάρα πολλοί, οι δε συνδυασμοί τους ατελείωτοι: Μπορεί να σ' αρέσει κάποιος επειδή είναι έξυπνος, αλλά να στη σπάει που είναι επηρμένος. Ο βαθμός στον οποίο αυτά τα δύο επικαλύπτονται ή ακυρώνονται είναι επίσης αποτέλεσμα πολλών μεταβλητών. Βασική εξ αυτών το πόσο σημαντικά είναι για σένα διάφορα πράγματα, κάτι που ούτε εσύ ο ίδιος γνωρίζεις.
Η Γουντ επιβεβαιώνει: «Ας πούμε, έρχεται μια γυναίκα και μου λέει, θέλω έναν άντρα που να είναι ευφυής, μορφωμένος, αθλητικός, όμορφος, να έχει υψηλά ιδανικά και αξίες και να είναι ιδανικός για τη δημιουργία οικογένειας. Της βρίσκω αυτό το θαυμα της φύσης. Και όταν βλέπει ότι είναι 1.70, όλα αυτά πάνε περίπατο, διότι αυτό την ενδιαφέρει περισσότερο».
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί από μας έχουμε απορρίψει καταπληκτικούς ανθρώπους για πολύ μικρότερα πράγματα. Ενώ, την ίδια στιγμή, έχουμε καταπιεί τρομερά ελαττώματα σε ανθρώπους με τους οποίους επιλέξαμε να σχετιστούμε, επειδή μας άρεσε, ας πούμε, η χωρίστρα τους.
Το πρόβλημα είναι ότι όταν μας ρωτάνε για τις προτιμήσεις μας, κανείς μας δεν θα μιλήσει για χωρίστρες, διότι είμαστε μεγάλοι και ώριμοι άνθρωποι και πρέπει να πούμε μεγάλα και ώριμα πράγματα.
Όλα αυτά περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, αν υπολογίσουμε ότι την ίδια στιγμή που μέσα σε σένα γίνονται όλοι αυτοί οι υποσυνείδητοι υπολογισμοί, ακριβώς το ίδιο κάνει και ο απέναντι. Δεν αρκεί να σ' αρέσει εσένα ο απέναντί σου. Πρέπει να του αρέσεις κι εσύ.
Θα μ' ερωτευόσουν ξανά;
Στην ταινία «Πριν τα Μεσάνυχτα», η Ζιλί Ντελπί ρωτάει, μετά από 10 χρόνια γάμου και 2 παιδιά, τον Ίθαν Χοκ: «Αν με ξανάβλεπες σε εκείνο το τραίνο, πριν από 20 χρόνια, θα με ερωτευόσουν ξανά;
Είναι μια πολύ καλή ερώτηση αυτή. Ο Χοκ είπε «ναι», τι να πει ο άνθρωπος, αλλά είπε αλήθεια; Ο Κονρόι Μπιμ κάνει ένα πείραμα: Επειδή δεν μπορεί να διαγράψει τις μνήμες των ανθρώπων και να διερευνήσει έτσι εάν δύο άνθρωποι που συμβιώνουν αρμονικά για χρόνια θα ερωτευόντουσαν ξανά ο ένας τον άλλον εάν έβγαιναν ραντεβού, έβαλε τα στοιχεία τους στον υπολογιστή και δημιούργησε προσομοιώσεις τους.
Τα άβαταρ αυτά έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που εκπροσωπούν και επίσης όλες τις προτιμήσεις τους. Μετά βάζει τα άβαταρ στο ίδιο πρόγραμμα με άλλα επίσης ευτυχισμένα ζευγάρια που δεν έχουν μνήμη της κοινής τους ζωής. Και βάζει όλους αυτούς τους ανθρώπους να φλερτάρουν.
Στόχος του είναι να αποκωδικοποιήσει όλα εκεινα τα στοιχεία που τελικά φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, συγκρίνοντας την αρχκή επιλογή με τις νέες που κάνουν οι άνθρωποι, ή μάλλον τα άβατάρ τους. «Εάν μπορέσουμε να πετύχουμε ένα μοντέλο που λειτουργεί πολύ κοντά στον πραγματικό κόσμο, τότε ίσως κάτι να έχουμε ανακαλύψει», λέει.
Εσείς περιμένετε τώρα να ακούσετε αν θα σας ερωτευόταν ξανά. Μπορεί. Μπορεί και όχι. Κατά 45% ναι, που δεν είναι ούτε πολύ καλό, ούτε τρομερά κακό. Υπάρχει, όμως, κάτι ελπιδοφόρο σε όλο αυτό: Τα ζευγάρια που καταλήγουν και πάλι μαζί, είναι αυτά που είναι και τα πιο ευτυχισμένα στην πραγματική ζωή.
Όμως, παραμένει πολύ διαφορετικό πράγμα το να βάλεις σε έναν υπολογιστή ζευγάρια που ήδη υπάρχουν και πολύ διαφορετικό να εφαρμόσεις όσα μαθαίνεις απ' αυτά σε ανθρώπους που δεν γνωρίζονται καν. Ο αλγόριθμος που αναπτύσσει το εργαστήριο του Κονρόι Μπιμ, ελπίζει να φτάσει κι εκεί, αλλά είναι νωρίς ακόμη.
Ο έρωτας είναι χάος
Αρχικά ναι, έτσι κι αλλιώς είναι και αν δεν είναι, πολύ συχνά το φέρνει στη ζωή σου.
Ο Πολ Ίστγουικ, Καθηγητής Ψυχολογίας κι αυτός, στο Πανεπιστήμιο Ντέιβις της Καλιφόρνια, είναι αυτής της σχολής. Θεωρεί ότι είναι απολύτως αδύνατο να προβλέψουμε ποιοι άνθρωποι θα γίνουν ζευγάρια. «Το σύστημα είναι απλώς χαοτικό», λέει λακωνικά αλλά με σαφήνεια.
Ο Ίστγουικ και όσοι είναι της ίδιας σχολής, θεωρεί ότι το αρχικό ταίριασμα δύο ανθρώπων είναι εντελώς τυχαίο. Κι επειδή σε ένα χαοτικό σύστημα η παραμικρή απόκλιση από τις αρχικές συνθήκες φέρνει αυτό ακριβώς που λέει η λέξη, το χάος δηλαδή, γι αυτό και στις σχέσεις μπαίνουμε κυριολεκτικά με δική μας ευθύνη για κάθε πιθανή μελλοντική συνέπεια.
Παρομοιάζει τις σχέσεις με μια παρτίδα σκάκι: «Όταν κοιτάς ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, βλέπεις την παρτίδα 16 κινήσεις μετά. Μπορεί ένας Grand Master να έχει προβλέψει τις κινήσεις από την αρχή του παιχνιδιού, αλλά ένας απλός άνθρωπος αποκλείεται. Δεν μπορεί, είναι τόσο απλό. Γι αυτό», συμπληρώνει, «ας είμαστε λίγο ταπεινοί κι ας μην υποτιμάμε το ρόλο της τύχης στην πορεία μιας σχέσης».
Υπάρχουν ένα εκατομμύριο πράγματα που επηρεάζουν την πορεία μιας σχέσης ήδη από τη στιγμή που θα συμφωνήσεις να βγεις ραντεβού. Όλα είναι μια διαρκής επιλογή. Ο Ίστγουικ λέει ότι δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποκωδικοποιήσουμε τη δυναμική της εξέλιξης μιας σχέσης, διότι δεν έχουμε όλα τα στοιχεία. Δεν ήμασταν εκεί όταν αυτοί οι δύο άνθρωποι βγήκαν για πρώτη φορά, ούτε ξέραμε τι σκεφτόντουσαν, ή αν είχαν κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ. Ή τι θα γινόταν αν ο ένας από τους δύο είχε ειδικά εκείνη τη μέρα τη λάθος χωρίστρα.
Όσο για το πείραμα του Κονρόι Μπιμ, ο Ίστγουικ έχει ήδη την απάντηση: Όχι, δεν θα σε ξαναερωτευόταν, όσο καλή ζωή κι αν έχετε ζήσει μαζί.
Γι αυτόν το ζητούμενο δεν είναι τι φέρνει δύο ανθρώπους μαζί, αλλά τι τους κρατάει μαζί. Σ' αυτό δεν έχει άδικο. Και πιστεύει ότι αυτό που μας κρατάει μαζί με έναν άλλον άνθρωπο είναι -πέρα από κάποια τυχαία γεγονότα- κυρίως οι επιλογές που κάνουμε στην πορεία της σχέσης.
Ο Ίστγουικ πιστεύει ότι ο έρωτας δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε δύο ανθρώπους, αλλά κάτι που γεννιέται και μεγαλώνει εάν του το επιτρέψουν. Τον περιγράφει σαν ένα vibe που μετατρέπεται σε groove, μια νότα που μετατρέπεται σε μουσική αν το θέλετε και πιο ποιητικά. Για κάθε ζευγάρι αυτό που συντηρεί και ενδυναμώνει τον έρωτα είναι πολύ διαφορετικό: Κάποιοι θέλουν να βγαίνουν τα βράδια μετά τη δουλειά μαζί. Κάποιοι να μένουν στον καναπέ και να βλέπουν ταινίες.
Και πάλι, όμως, μην χαίρεστε, στα ίδια καταλήγουμε. Κανείς δεν ξέρει το μυστικό της συμβατότητας. «Είναι η σκοτεινή ύλη των σχέσεων», λέει ο Ίστγουικ, «δεν έχουμε ιδέα πώς δημιουργείται και από τι αποτελείται. Διότι δεν έχει σχέση με το ένα και το άλλο άτομο, είναι κάτι που προκύπτει στην πορεία από το συνδυασμό τους».
Τι είναι τελικά ο αληθινός έρωτας και πώς θα τον βρούμε;
Πάρα πολύ καλή ερώτηση.
Όπως είδαμε και πιο πάνω, κανείς δεν ξέρει την απάντηση. Αυτό που ξέρουν όλοι με βεβαιότητα είναι ότι μια καλή σχέση χτίζεται με το χρόνο, αλλά αυτό δεν χρειάζεται να είσαι καθηγητής Πανεπιστημίου για να το ξέρεις.
Δεξιότητες όπως η εκατέρωθεν κατανόηση, ο σεβασμός, η εκτίμηση αλλά και η εξέλιξη είναι δεδομένο ότι είναι δομικά στοιχεία μιας καλής σχέσης. Όμως, όχι, δεν αρκούν πάντα.
Για κάποιους εξάλλου, ο έρωτας είναι Τέχνη και όχι επιστήμη.
Στην ανθρώπινη παραγωγή ιδεών για την ουσία του έρωτα, μόλις προστέθηκαν άλλες 2.213 λέξεις.
Όσο συνεχίζουμε να ψάχνουμε και να προσπαθούμε να κατανοήσουμε ποιο είναι τελικά το μυστικό του πιο έντονου ανθρώπινου συναισθήματος, εσείς μπορείτε να συνεχίσετε να ψάχνετε το ιδανικό σας ταίρι.
Κι άμα το βρείτε, θα σας παρακαλούσα ειλικρινά να μου πείτε κι εμένα πώς ακριβώς το κάνατε.