FOCUS

Ένα μεγάλο μυστήριο της ψηφιακής εποχής: Γιατί ανεβαίνουν κατακόρυφα οι πωλήσεις διορθωτικών υγρών;

Ένα μεγάλο μυστήριο της ψηφιακής εποχής: Γιατί ανεβαίνουν κατακόρυφα οι πωλήσεις διορθωτικών υγρών;

Όπως ακριβώς πριν από είκοσι χρόνια, ας πούμε, πιστεύαμε ότι στις αρχές των '20s θα έχουμε ιπτάμενα αυτοκίνητα, αλλά αντ' αυτού έχουμε ιπτάμενα νεύρα από την κίνηση, κάπως έτσι υπήρχε και μια σειρά από πράγματα που πιστεύαμε ότι θα εξαφανιστούν, αλλά αυτά επιμένουν.

Ένα από αυτά είναι το περίφημο Blanco, όπως το έχουμε μάθει στην Ελλάδα, λόγω του ομώνυμου προϊόντος της Pelikan, το οποίο σε διάφορα μέρη του κόσμου έχει διαφορετικά ονόματα, αλλά στην ουσία του παραμένει το ίδιο: Είναι αυτή η βρωμερή και κολλώδης λευκή ουσία, που την περνάς πάνω από τα λάθη -τα γραπτά τουλάχιστον- και τα σβήνει, ενώ άμα την αφήσεις για πολύ ώρα χωρίς το καπάκι γίνεται κάτι σαν ξεραμένος στόκος.

Το διορθωτικό υγρό κάποτε ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητο: Για όσους έγραφαν, για τις υπηρεσίες, για τους γραφίστες, για τους μαθητές και τους φοιτητές, για όλους μας βασικά.

Σήμερα, όμως, που σχεδόν κανείς μετά το δημοτικό δεν γράφει με το χέρι, ή με γραφομηχανή, θα πίστευε κανείς ότι θα είχε εξαφανιστεί από τις ζωές μας, αλλά και από την αγορά. Όπως ακριβώς τείνει να εξαφανιστεί και το χαρτί.

Κι όμως...

Σε μια εντυπωσιακή, σχεδόν ακατανόητη ανατροπή, οι πωλήσεις των διορθωτικών υγρών όχι μόνο δεν πέφτουν, αλλά παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια και εντυπωσιακή άνοδο.

Αυτό λένε τα νούμερα από τις εταιρείες που παράγουν και διαθέτουν τα υγρά αυτά στην παγκόσμια αγορά, κάτι που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ψηφιακής εποχής.

Όλα ξεκινούν από μια πολύ επίμονη γυναίκα

Το διορθωτικό υγρό εμφανίστηκε στον κόσμο μας τη δεκαετία του '50, εξιατίας -όπως και πολλά άλλα πράγματα- μιας επίμονης και εφευρετικής γυναίκας.

Η Μπέτι Νέσμιθ Γκράχαμ είχε πάρει διαζύγιο και πάλευε να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της, κάνοντας δακτυλογραφήσεις από το σπίτι. Το πρόβλημα είναι ότι ήταν πολύ κακή στη δακτυλογράφιση. Αντί να τα παρατήσει, ζήτησε από τα παιδιά της να τη βοηθήσουν να βρει ένα τρόπο να καλύπτει τα λάθη. Ένας από τους γιους της, ο Μάικ Γκράχαμ, αργότερα μέλος του συγκροτήματος των Monkees και παραγωγός μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών, όπως το Repo Man, ήταν αυτός που βρήκε τη λύση.

Το 1958 το Liquid Paper, όπως ονομάστηκε το πρώτο διορθωτικό υγρό, βγήκε στην αγορά.

Η Γκράχαμ το πατεντάρησε, έγινε δισεκατομμυριούχα και πολύ σύντομα ακολούθησαν κι άλλα παρόμοια προϊόντα, όπως το γερμανικό Tipp-Ex, το 1965 και ένα χρόνο αργότερα το Wite-Out, το δημοφιλέστερο στην Αμερική, το οποίο είχε την ιδιαιτερότητα ότι η διόρθωση δεν φαινόταν στις φωτοτυπίες.

Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από μας τους μεσήλικες μπορούμε να καταλάβουμε πάρα πολύ καλά την επανάσταση που έφερε το διορθωτικό υγρό στον κόσμο, ιδιαίτερα όσοι από εμάς ζούμε γράφοντας. Έχουν χτιστεί καριέρες πάνω στο περίφημο τρίπτυχο «κόψε-ράψε-μπλάνκο».

Είναι απολύτως αδύνατο, όμως, να το εξηγήσεις σε ανθρώπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην εποχή των υπολογιστών. Τα περισσότερα παιδιά σήμερα δεν γράφουν καν στο σχολείο και όταν παρέλθει η σύντομη εκείνη εποχή που μαθαίνουν γραφή κι ανάγνωση, δεν ξαναπιάνουν στυλό στα χέρια τους. Αφήστε που, από εμπειρία το λέω, τα περισσότερα στα σχολεία χρησιμοποιούν μολύβια, ώστε μια απλή γόμα να κάνει αμέσως τη δουλειά.

Παρόλα αυτά και παρά το γεγονός ότι η βιομηχανία των προϊόντων γραφικής ύλης έχει συρρυκνωθεί πολύ (ακόμη και οι εκτυπωτές πλέον δεν πουλάνε σχεδον καθόλου), ενώ και η ζήτηση για χαρτί έχει καταβαρωθρεί, τα διορθωτικά υγρά παρουσιάζουν μια σταθερά και εντυπωσιακά ανοδική πορεία στις πωλήσεις τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, μάλιστα, καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική αγορά ειδών γραφικής ύλης: 5% το 2015, 9% το 2018.

Με λίγα λόγια, δεν αγοράζουμε πλέον χαρτί και στιλό για να γράφουμε σε αυτό, αλλά αγοράζουμε μετά μανίας υγρό για να διορθώνουμε αυτά που δεν γράφουμε...

Το Atlantic έθεσε πριν από λίγο καιρό το ερώτημα σε ανοιχτό φόρουμ, ζητώντας απαντήσεις: Ποιοι αγοράζουν ακόμη διορθωτικό υγρό και κυρίως, γιατί;

Η δύναμη του μάρκετινγκ

Οι απαντήσεις ήταν υποθετικές, αλλά ίσως έχουν ένα πόιντ:

Κάποιοι είπαν ότι πιθανώς να το χρησιμοποιούν οι καλλιτέχνες (πόσο καλλιτέχνες υπάρχουν πια σ' αυτόν τον κόσμο;).

Εκπρόσωπος της εταιρείας Bic, που φτιάχνει το δικό της διορθωτικό υγρό, είπε ότι απλά κάνουν πολύ καλό μάρκετινγκ. Εάν ισχύει αυτό, εάν δηλαδή το μάρκετινγκ μπορεί να μας πείσει τόσο αποτελεσματικά να αγοράζουμε με τα λίτρα ένα άχρηστο σε μας προϊόν, μάλλον θα πρέπει να προβληματιστούμε.

Καλά, έτσι κι αλλιώς πρέπει να προβληματιστούμε με τα αποτελέσματα του μάρκετινγκ στις καταναλωτικές μας συνήθειες, αλλά πόσο μπορεί να σε πείσει μια -έστω και πράγματι ευφυέστατη- διαφημιστική καμπάνια να αγοράσεις κάτι που δεν χρειάζεσαι;

Φαίνεται ότι οι -πράγματι ευφυέστατες- διαφημιστικές καμπάνιες του ευρωπαϊκού Tipp-Ex τα κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό και το αμερικανικό Wite-Out ανακοίνωσε το 2020 ότι θα βγάλει στην αγορά μια σειρά από έγχρωμα διορθωτικά υγρά «που θα απευθύνονται σε νέους καταναλωτές».

Η αλήθεια είναι ότι αν συναναστρέφεσαι «νέους καταναλωτές» -τα παιδιά μου ας πούμε, που έχουν να πιάσουν χαρτί και μολύβι από την εποχή του ποτέ- καταλαβαίνει πόσο γελοίο ακούγεται αυτό· τι χρησιμότητα μπορεί να έχει μια χρωματιστή διορθωτική λάσπη για τους σχεδόν καθ' ολοκληρίαν ψηφιακούς ανθρώπους;

Τα λάθη δεν διορθώνονται, απλώς καλύπτονται

Οι τάσεις δείχνουν κάτι ακόμη κάπως παράξενο και σίγουρα εντυπωσιακό: οι Μιλένιαλς και η Gen-Z, αυτά τα ακατανόητα σε μας ψηφιακά όντα, μπορεί να απεχθάνονται το γράψιμο όταν αφορά στα μαθήματά τους, όμως αγαπούν πολύ την ακριβή και ιδιαίτερη γραφική ύλη και ιδιαίτερα την «προσωποποιημένη»: Μολύβια, επιστολόχαρτα, φάκελοι και γομολάστιχες που δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ, αλλά φέρουν επάνω τους κάποιο αγαπημένο λογότυπο ή μια όμορφη ζωγραφιά, πουλάνε σαν τρελά. Σ΄αυτό το πλαίσιο, τα διορθωτικά υγρά αγοράζονται ως μέρος της συλλογής. Όπως περίπου αγοράζουμε εμείς ολόκληρα σετ από εργαλεία σε προσφορά, ενώ δεν ξέρουμε να ξεβιδώσουμε ούτε βίδα.

Όλο αυτό θα πρέπει να μελετηθεί ξεχωριστά, βέβαια, σε μια μεγάλη έρευνα με τίτλο «γιατί οι άνθρωποι συλλέγουμε άχρηστα πράγματα», η οποία όμως είναι αρμοδιότητα των ψυχολόγων -αν όχι των ψυχιάτρων- και έχει να κάνει με τη σχέση και τη σύνδεσή μας με τα αντικείμενα.

Φυσικά και όλα καταλήγουν σε κάποιου είδους ανασφάλεια, ή και πολλών ειδών ανασφάλειες μαζεμένες, έτσι κι αλλιώς όλες οι ανθρώπινες συμπεριφορές σ' αυτήν τη λέξη καταλήγουν, δεν ανακαλύπτουμε τώρα την Αμερική.

Σε μια κάπως ελεύθερη εκτίμηση, μπορούμε να πούμε ότι όσο πιο πολύ ο άνθρωπος ως ον αποκτά συνειδητότητα του αναπόδραστου εφήμερου των πραγμάτων, της ίδιας του της ύπαρξης προεξαρχούσης, τόσο πιο πολύ επιδιώκει να το αποφύγει· η σύνδεση με τα φυσικά αντικείμενα ίσως του δίνει μια τέτοια ψευδαίσθηση. Ή, στον αντίποδα, και η μη-σύνδεσή του με αυτά.

Ίσως από την άλλη, όσο περισσότερο ο κόσμος γίνεται εικονικός, να αγκιστρωνόμαστε στα φυσικά αντικείμενα, δημιουργώντας και πάλι μια ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν - άρα ούτε κι εμείς.

Στην περίπτωση του διορθωτικου υγρού, όμως, φαίνεται ότι υπάρχει και μια ακόμη προέκταση.

Οι περισσότεροι έχουμε εμπεδώσει πλέον το γεγονός ότι όσα λάθη κάναμε είναι εκεί για να μείνουν. Το παρελθόν δεν αλλάζει, δεν διορθώνεται, δεν σβήνεται. Μπορούμε μόνο να προσποιηθούμε ότι όλα αυτά μπορούν να συμβούν, καλύπτοντάς τα λάθη μας με μια, μερικώς αποτελεσματική, τσαπατσουλιά στο μυαλό μας.

Το διορθωτικό υγρό δεν είναι παρά η φυσική εκδήλωση της ίδιας λογικής: Το λάθος δεν ξεγράφεται, αλλά μπορείς να το καλύψεις με λίγο λευκό υγρό και να προσποιηθείς ότι δεν έγινε ποτέ...