Κεφάλαια της Ιστορίας κατά την οθωμανική κατοχή: Οι Ενετοί ανατινάζουν τον Παρθενώνα
«Καρδιά» του έτους 1685. Η Ευρώπη, με μπροστάρηδες τους Ενετούς, «βράζει» παραδομένη σε έναν πόλεμο κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία μετράει ήδη δύο αιώνες τυραννίας πάνω στους πληθυσμούς της μεγάλης έκτασης που κατέχει.
Υπόδουλοι λαοί, δια της συμμετοχής τους σε έναν στρατό εθνολογικά ετερόκλητο, αλλά ενωμένο με την ισχυρή κόλλα της θρησκευτικής πίστης, απολαμβάνουν ήδη ανακουφιστικά δείγματα ελευθερίας από τις πρώτες νικητήριες μάχες επί των δυνάμεων του Σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄.
Οι Ενετοί υπό τη «Δημοκρατία της Βενετίας», ισχυροί κυρίως στην από θαλάσσης μάχη, έχουν χρισθεί εκφραστές του ευρωπαϊκού πόθου για απελευθέρωση και από το 1684, έχουν ξεσηκωθεί κατά της Τουρκίας και με τις ευλογίες της εκκλησίας δια του πάπα Ινοκέντιου του ΙΑ΄, ο οποίος μάλιστα από την πρώτη στιγμή πετυχαίνει τη διεύρυνση του μετώπου, ενθαρρύνοντας τόσο τους Γερμανούς όσο και τους Πολωνούς να μπουν στη μάχη.
Αλλά καθώς ο πόθος για την ελευθερία είναι διακαής σε όλους τους υπόδουλους πληθυσμούς, δεν είναι δύσκολο να συνδράμουν κι εκείνοι στην εκστρατεία, πόσω μάλλον αντί πληρωμής, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Έτσι, εκτός από τους Γερμανούς, τους Πολωνούς και ασφαλώς τους Βενετσιάνους, ο ενετικός στρατός συμπεριλαμβάνει μισθοφόρους και πολλών άλλων εθνοτήτων. Ως «παράξενο μείγμα, παρά στρατιά» χαρακτηρίζει στο έργο του «Athénes aux XV; XVI; XVII siècles (Paris 1854) ο Γάλλος συγγραφέας, μαρκήσιος Λεόν Λαμπόρντ (Leon Laborde), τη σύνθεση του ενετικού στρατεύματος και προσθέτει: «ωμιλούσαν σουηδικά, γερμανικά και γαλλικά· εκείνα που ολιγώτερο ηκούοντο ήσαν τα ιταλικά […] Αυτοί οι πόλεμοι εθεωρούντο ιεροί, διότι εστρέφοντο εναντίον των Τούρκων. Οι χριστιανικές κυβερνήσεις έκαναν τις συμφωνίες. Δια την συμμετοχή τους επί του εδάφους τους και μετά προσέτρεχαν εθελονταί. Στα 1684 η Σουηδία και η Βόρειος Γερμανία εχορήγησαν περισσότερους άνδρες παρά η Ιταλία, η Ελβετία και η Γαλλία μαζί».
Ο δε Καμπούρογλου σχολιάζει θυμόσοφα: «…οι Βενετοί είχαν εφεύρει το μυστικόν, με το οποίον κατακτάται ο κόσμος. Δεν εσκοτίζοντο και πολύ να έχουν ιδικούς των στρατούς και στρατηγούς· τους ενοικίαζαν…».
Αρχιστράτηγος του στρατεύματος - μωσαϊκού φυλών ορίζεται ο επιτυχημένος στρατιωτικός Φραντσέσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini) και δεξί του χέρι ο Σουηδός, αντίστοιχα φέρων στρατιωτικές περγαμηνές, κόμης Όττο Βίλχελμ φον Κένινγκσμαρκ (Otto Wilhelm von Königsmarck).
Αθηναίοι: Ότι μπορούμε για να φύγει ο Φέσι - Να βγούμε με τους Ενετούς
Στο όνομα της απαλλαγής από το βαρβαρικό οθωμανικό φέσι, όσο οι μισθοφόροι του Μοροζίνι εκστρατεύουν και νικούν, τόσο ενισχύονται και από εθελοντές των πληθυσμών που απελευθερώνουν. Τον πρώτο κιόλας καιρό των νικών του, αυτός ο συνασπισμένος στρατός αποτελείται από 4.400 Σάξονες και Αννοβεριανούς, 800 Μαλτέζους, 1.200 Σλάβους, 4.000 Φλωρεντινούς και Μιλανέζους, 400 φρουρούς του Πάπα και πολλούς Έλληνες, κυρίως από τα Επτάνησα.
Άλλοτε συναντώντας αντίσταση και άλλοτε βρίσκοντας εδάφη ελεύθερα από τρομαγμένους υπαναχωρήσαντες Οθωμανούς ο «ιερός στρατός» φτάνει και στην Πελοπόννησο και την καταλαμβάνει, σκορπίζοντας ενθουσιασμό και ελπίδα στους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες που περιμένουν εναγωνίως και τη δική τους σειρά. Επόμενος στρατηγικός στόχος του Μοροζίνι είναι η Χαλκίδα, αλλά γνωρίζει πως αν κινηθεί απευθείας προς την Εύβοια, πίσω του θα έχει τον κίνδυνο της τουρκικής φρουράς, που ζει οχυρωμένη στον αθηναϊκό βράχο της Ακροπόλεως.
Η αυτοδιάθεση της Αθήνας -και μάλιστα δι αδράς αμοιβής- τού έρχεται… κουτί.
Η επιτροπή των Αθηναίων προυχόντων με επικεφαλής τον μητροπολίτη Αθηνών Ιάκωβο Β΄ φτάνει μυστικά στο Ναύπλιο για να δηλώσει πίστη στον αρχιστράτηγο του ενετικού στρατεύματος. Εξ ονόματος του αθηναϊκού λαού, ο ιεράρχης και οι Μιχαήλ Δημάκης, Σταμάτιος Γάσπαρης και Γεώργιος Δούσμανης παρακαλούν τον Μοροζίνι να εκστρατεύσει γρήγορα στην Αθήνα και να απαλλάξει και τους δικούς της κατοίκους από το τουρκικό φέσι. Του υπόσχονται, δε, και ως φόρο υποτελείας 9.000 γρόσια ετησίως.
Οι Τούρκοι της Αθήνας πληροφορούνται την κρυφή συνεννόηση των Αθηναίων με τους Ενετούς και ζητούν βοήθεια από τον αξιωματούχο του οθωμανικού στρατού που βρίσκεται στη Θήβα. Ενημερώνουν την Πύλη και εκείνη αξιώνει μετά… φορτικότητος από τον Πατριάρχη να καθαιρέσει τον μητροπολίτη Ιάκωβο Β΄. Έπειτα, επιδίδονται μετά μανίας στη συγκέντρωση εφοδίων και πυρομαχικών στο φυσικό τους φρούριο. Το καλοκαίρι του 1687, ο βράχος της Ακροπόλεως «βουλιάζει» από τρόφιμα, οπλισμό, μπαρούτι και 3.000 Τούρκους. Κατεδαφίζουν, δε, τον ναό της Απτέρου Νίκης, στη νότια πλευρά των Προπυλαίων, και με τα υλικά του κατασκευάζουν προμαχώνα, όπου εγκαθιστούν πέντε πυροβόλα τους! Λίγα μέτρα πιο κει, από το Ερέχθειο (όπου κατοικοεδρεύει ο αγάς της πόλης), οι Καρυάτιδες «θρηνούν» την ισοπέδωση…
Ο Παρθενώνας, ο περικαλλής ναός της Αθηνάς δεσπόζει στον βράχο, αγέρωχος, με στέγη ξύλινη καλυμμένη από πήλινα κεραμίδια στη δεύτερη εκδοχή του, την επισκευασμένη από αιώνες, καθώς η πρώτη, η δίρριχτη, που καλυπτόταν από μαρμάρινες πλάκες είχε καταστραφεί σε πυρκαγιά από τον 3ο αι. μ.Χ. Ο στιβαρός μαρμάρινος ναός εμπνέει ασφάλεια, όχι μόνον χάριν της κατασκευής του από βαρύ πεντελικό μάρμαρο, αλλά κυρίως λόγω της προστασίας του Αλλάχ στη λατρεία του οποίου έχει αφιερωθεί τα χρόνια της οθωμανικής κατάληψης, λειτουργώντας ως τζαμί... Έτσι, οι Τούρκοι αποφασίζουν να φυλάξουν στο εσωτερικό του το σύνολο της μπαρούτης για τα όπλα τους. Μία ικανή ποσότητα πυρίτιδας αποθηκεύουν και σε άλλο κλειστό χώρο των Προπυλαίων.
Στο μεταξύ, τα πλοία του Μοροζίνι έχουν «δέσει» στο Πόρτο Λεόνε (Πειραιάς) και ο στρατός του κινείται ανεμπόδιστος προς την Αθήνα. Ο χρονικογράφος της εποχής, Ιω. Μπενιζέλος, περιγράφει: «… ο Μοροζίνης επρόσταξεν ευθύς να εύγουν από τα καράβια οκτώ χιλιάδες πεζοί υπό την οδηγίαν του (φρουράρχου των Αθηνών) Δανιήλ Δελφίνου κατ΄ ευθείαν της Ακροπόλεως δια να την κτυπούν με τας βομβάρδας και οκτακόσιοι εβδομήκοντα καβαλαρέοι δια να εμποδίζουν την βοήθειαν οπού ήθελεν έλθει από τας Θήβας…».
Οι Ενετοί φτάνουν στην Αθήνα και περικυκλώνουν την Ακρόπολη, στήνοντας στον λόφο των Μουσών 15 ισχυρά πυροβόλα, οκτώ στην Πνύκα, δύο στον λόφο του Αρείου Πάγου και δύο στην Πλάκα, κοντά στον ναό του Άι Νικόλα του Ραγκαβά.
Στις 13/23 Σεπτεμβρίου του 1687 (παλιό και νέο ημερολόγιο) ακούγονται οι πρώτοι βομβαρδισμοί κι αμέσως οι επόμενοι… Τρία 24ωρα κανονιοβολούν τον βράχο με τα πολύτιμα μνημεία της αρχαιότητας. Τρία 24ωρα! Τόσο παίρνει για να ακρωτηριασθεί η λαμπρή ιστορία 20 και πλέον αιώνων!
Στην αρχή οι βολές των Ενετών δεν βρίσκουν τον ακριβή στόχο, αλλά πλήττουν οικίες πέριξ του βράχου. Ειδοποιημένοι οι Αθηναίοι για την πολιορκία, έχουν φροντίσει να βρίσκονται σε ακτίνα ασφαλείας από τα πεδία βολής. Μόνο τα σπίτια τους είναι εκτεθειμένα, αλλά -καθώς λένε- αυτά τα ξαναφτιάχνουν μετά τη φυγή των Τούρκων… Δύο ολόκληρες μέρες, τα όπλα του Μοροζίνι βομβαρδίζουν τον βράχο ανεπιτυχώς. Ανατέλλοντας το τρίτο 24ωρο -κι αφού, κατά πληροφορίες, κάποιος εκ των έσω του φρουρίου «σφυρίζει» προς τα έξω τη διάταξη των τουρκικών πυροβόλων και τη θέση της μπαρούτης- μία από τις ισχυρές λουμπάρδες του λόφου των Μουσών βρίσκει στόχο στην πυρίτιδα των Προπυλαίων και σχεδόν αμέσως μία άλλη βολή τρυπάει τη σκεπή του Παρθενώνα και «προσγειώνεται» στη συγκεντρωμένη μπαρούτη.
Ο ιστορικός, χρονικογράφος του έργου «Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας - Από του 1400 μέχρι του 1800» (έκδοσις 1902), Θ. Ν. Φιλαδελφεύς περιγράφει με δραματική γλαφυρότητα και κυνισμό: «Μετά τριήμερον λοιπόν κανονιοβολισμόν, καθ΄ ον άπαντα τα επί της Ακροπόλεως κτίρια έπαθον ποικίλους ακρωτηριασμούς και μάλιστα τα Προπύλαια, αναφλεχθείσης της εκεί μικράς πυριτιδαποθήκης, περί το μεσονύκτιον της 16ης/26ης Σεπτεμβρίου 1687 μία εκ των ενετικών βομβών, κατασυντρίψασα την στέγην του Παρθενώνος, ανέφλεξε την αποταμιευθείσαν εκεί πυρίτιδα. Τρομερά ηκούσθη τότε εκπυρσυκρότησις, καθ΄ ην η Ακρόπολις και η πόλις εσείσθησαν εκ θεμελίων, ο δε Παρθενών τον οποίο εσεβάσθησαν και οι βαρβαρώτατοι των επιδρομέων, διετηρείτο δε μέχρι της ώρας εκείνης σχεδόν ακέραιος, ανετράπη και κατεστράφη κατά το πλείστον υπό των φημιζομένων τότε επί πολιτισμώ Ενετών, αρχηγούντος του Μοροζίνι».
Αντίστοιχη περιγραφή της δραματικής ανατίναξης του Παρθενώνα δίνει και ο ιστορικός Δ. Γέροντας στο έργο του «Η Ιστορία των Αθηναίων»: «Η έκρηξη είναι τόσο ισχυρή ώστε τα συντρίμμια από τα αθάνατα μάρμαρα του Παρθενώνος, που τώρα είχαν μεταβληθεί σε σκόρπιες πέτρες, έφθασαν ως τις γραμμές των Βενετών εκείνων, που είχαν στρατοπεδεύσει στα ανατολικά της Ακροπόλεως… Μία ιαχή χαράς, ένας εορταστικός αλαλαγμός ξεπήδησε αμέσως από τα στήθη των αξέστων εκείνων πολεμιστών και ένα μυριόστομο "ζήτω" σε όλες τις γλώσσες του ευρωπαϊκού πολιτισμού αντήχησε […] Viva la nostra Republica, οι Βενετοί, Siege lebe hoch Graf Koenigsmark, οι Γερμανοί…».
Ο Παρνενών ανατινάσσεται – Δυστύχημα δι ολοκλήρον την ανθρωπότητα
Οι Αθηναίοι στέκουν αμφίθυμοι. Η πανωλεθρία των Τούρκων ανοίγει των δρόμο προς την απελευθέρωσή τους, λένε, αλλά δεν τολμούν να διανοηθούν τι καταστροφή έχουν προκαλέσει οι λουμπάρδες του Μοροζίνι στα μνημεία του βράχου και δη στον Παρθενώνα… Το θαύμα της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής έχει βληθεί ανεπανόρθωτα. Οι τελευταίες διασωθείσες καταγεγραμμένες στην ιστορία μαρτυρίες της μοναδικότητας του μνημείου είναι του έτους 1675 και ανήκουν στον Γάλλο αρχαιολόγο, ανθρωπολόγο και γιατρό Ζακόμπ Σπον (Jacob Spon), ο οποίος περιγράφει λεπτομερώς τις εντυπώσεις του από την Ελλάδα στο οδοιπορικό του με τίτλο «Voyage d' Italie, de Dalmatie, de Grèce et du Levant » (1679), καθώς και στον Άγγλο συνταξιδιώτη του θρησκειολόγο Τζόρτζ Γουίλερ (George Wheler). Οι δυο τους κάνουν λόγο για «θαύμα της αρχαιότητος». Αλλά και ο περιηγητής Φράνσις Βέρνον (Francis Vernon), αντίστοιχα, ύστερα από δίμηνη παραμονή του στην Αθήνα, σημειώνει: «πόλις μετά την Ρώμην που αξίζει περισσότερο από κάθε άλλην να την επισκεφθή κανείς δια τις αρχαιότητές της […] Ο Ναός της Αθηνάς είναι ακόμη ακέραιος όπως η rotonda της Ρώμης».
Εν έτει 1687 «κατελήφθη η Ακρόπολις έμπλεως ερειπίων και πτωμάτων ατάφων, υπό των καταστροφέων αυτής Ενετών…» σημειώνει ο Θ . Ν. Φιλαδελφεύς, περιγράφοντας την έκβαση της μάχης Ενετών πολιορκητών και Τούρκων εγκατεστημένων στον ιερό βράχο, πολιορκούμενων, και προσθέτει με αγανάκτηση: «… ούτε ο Ξέρξης ούτε ο Συλλας ούτε άλλος τις εκ των βαρβάρων επιδρομέων τοσούτον επροξένησεν όλεθρον όσον ο ανιερώτατος και πάντων βαρβαρώτατος Φραγκίσκος Μοροζίνι…».
Η σκόνη από την τρομακτική έκρηξη στον βράχο κατακάθεται και αποκαλύπτεται η δραματική εικόνα. Περισσότερα από διακόσια πτώματα κείτονται στο έδαφος, ανακατεμένα με τα συντρίμμια του Παρθενώνα - απομεινάρια της διαλυμένης στέγης του και κατεδαφισμένων κιόνων- αλλά και των μικρών οικιών, που έχουν κατασκευάσει οι Τούρκοι μέσα κι έξω από τα μνημεία όλα τα προηγούμενα χρόνια. Βογκητά πόνου και θρήνοι γυναικών, που αναζητούν τα παιδιά τους ανάμεσα στα νεκρά σώματα αντηχούν σε όλη την πόλη. Οι Τούρκοι, που κράτησαν αντίσταση όσο μπορούσαν περιμένοντας από τη Θήβα μία βοήθεια που δεν ήρθε στην ώρα της, υποχωρούν (ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι Οθωμανοί πολεμιστές που περίμεναν από τη Θήβα οι πολιορκούμενοι του βράχου, ήρθαν μετά την ανατίναξη του Παρθενώνα, αλλά δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τον ενετικό στρατό και τράπηκαν σε φυγή). Οι Τούρκοι της Ακροπόλεως δεν έχουν άλλη αντοχή για αντίσταση. Ζητούν από τους Ενετούς να συνθηκολογήσουν υπό όρους: μέσα στις επόμενες πέντε ημέρες, όλοι οι διασωθέντες ευρισκόμενοι στον βράχο να αφεθούν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν ανεμπόδιστοι την πόλη. Επιπλέον, να αφεθεί σε καθέναν εξ αυτών να πάρει μαζί του ό,τι κινητό περιουσιακό στοιχείο μπορεί, εκτός από όπλα και ζώα.
Ο Μοροζίνι δέχεται και μάλιστα με τη βούλα του δόγη της Βενετίας, στον οποίο στέλνει επιστολή, αλλά οι όροι της συνθηκολόγησης δεν τηρούνται. Ο ίδιος ο Ενετός αρχιστράτηγος, στο ημερολόγιό του σημειώνει πως κατεβαίνοντας από τον βράχο οι περί τους 2.500 παραδοθέντες Τούρκοι, «υπέστησαν την ε ύ λ ο γ ο ν (!) επίθεσιν των ανδρών και αξιωματικών, οι οποίοι βιαίως απέσπασαν γυναίκας και παιδιά, τα οποία αποκρύπτουν παρ΄ όλας τας εναντίον διαταγάς της στρατιωτικής διοικήσεως. Μερικά άτομα εκ των βιαίως αρπαγέντων κατώρθωσα να αποδώσω εις τους φεύγοντας, οι οποίοι ζωηρώς διεμαρτύροντο δια την παραβίασιν των όρων της συνθηκολογήσεως…».
Αλλά, φαίνεται πως και η μετακίνηση των αποχωρούντων Τούρκων προς το λιμάνι του Πειραιά, δεν είναι εύκολη… Μεθυσμένος από το γλυκόπιοτο κρασί της νίκης και της εξουσίας, ο στρατός του Θεού λησμονεί όλως διόλου την ιερότητά του… Ο Λαμπόρντ, ο οποίος προηγουμένως έχει χαρακτηρίσει ως «δυστύχημα δι ολόκληρον την ανθρωπότητα» τον βομβαρδισμό του Παρθενώνα, καταμαρτυρεί: «… κατά την μακράν αυτήν πορείαν απ΄ Αθηνών εις Πειραιά, Τούρκοι προπηλακίσθησαν, γέροντες απεγυμνώθησαν εκείνων που είχαν το δικαίωμα να φέρουν μαζί των, ακόμη και μικρά κορίτσια ανηρπάγησαν κατά περιφρόνησιν των πλέον ιερών νόμων της εντιμότητος και της καλής πίστεως…».
Αλλά οι Αθηναίοι δεν γνωρίζουν τι συνέβη στους Τούρκους καθ΄ οδόν προς τον Πειραιά. Εκείνοι είναι σίγουροι ότι προσφέροντας στους Ενετούς τον τόπο τους έπραξαν το καλύτερο γι αυτόν. Αργότερα θα καταλάβουν πως ο κατακτητής είναι κατακτητής, ό,τι ένδυμα και αν φορά και πως τα χειρότερα δεν είχαν περάσει γι αυτούς.
«Μη βλέποντες ουδαμού το άγριον του Τούρκου βλέμμα, ανέπνευσαν ελευθέρως και εδοξολόγουν τον Ύψιστον δια την απελθούσαν μεταβολήν, έτριβον δε τα χείρας εν αγαλλιάσει πιστεύσαντες ότι εσώθησαν πλέον από του τουρκικού ζυγού, αν και εις τινας πόλεις ο δια του δυτικού κλήρου επιβαλλόμενος, καθίστατο βαθμηδόν και του τουρκικού απεχθέστερος…» θα δημοσιεύσει ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς.