FOCUS

"Παιχνίδια του λαού καμωμένα από το λαό"

"Παιχνίδια του λαού καμωμένα από το λαό"

“Παιχνίδια του λαού καμωμένα ἀπό το λαό, προορισμένα πάλι για τα παιδιά του λαού -κανένας ἄλλος δεν τα καταδέχεται- κείτονται περηφρονημένα δίπλα στους τοίχους, στα πεζοδρόμια ἑνός δρόμου που μας δίνει τη συγκινητική εἰκόνα του κακού γούστου ἀλλά μαζί και της πάλης ενός γνήσιου καλλιτεχνικού αισθήματος προς νέες προϋποθέσεις ζωής.”

Με αυτά τα λόγια ο Δημήτρης Πικιώνης περιγράφει το 1935 τα λαϊκά παιχνίδια που σε εποχές δύσκολες συντρόφευσαν χιλιάδες παιδιά, τους εξασφάλισαν ένα παράθυρο στην παιδικότητα, και έγιναν το πολύτιμο όχημα διαφυγής τους σε ένα ταξίδι φαντασίας. Αυτοκινητάκια, καραβάκια, λεωφορεία, καρουσέλ, κούκλες, πανοράματα: ό,τι μπορούσε να φέρει τον κόσμο των μεγάλων στα μέτρα των παιδιών, έναν κόσμο που στα μάτια τους φάνταζε μαγικός και συναρπαστικός. Τα υλικά της κατασκευής, συνήθως ευτελή (χαρτόνι, τσίγκος, ξύλο, σκοινί, περισσεύματα οικιακών ή βιοτεχνικών εργασιών), μικρή σημασία είχαν, αφού εδώ τον πρώτο λόγο έχει η φαντασία, το χρώμα, το ζωηρό σχέδιο, η κίνηση, το φινίρισμα. Τι κι αν, στο κάτω μέρος από το αυτοκινητάκι του, ο νεαρός κάτοχός του μπορούσε να διαβάσει τη φίρμα του ελαιολάδου “Μαραθών”, που ξέμεινε από τον τενεκέ που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του; Αυτό που μετρούσε ήταν ότι με το αυτοκινητάκι αυτό μπορούσε να αλώσει τους δρόμους της παιδικής του φαντασίας.

Ο Νίκος Έξαρχος είναι εικαστικός, εκπαιδευτικός και παθιασμένος συλλέκτης ελληνικών παιχνιδιών. Ξεκίνησε τη συλλογή του στην αρχή της δεκαετίας του ‘90 και στην κατοχή του έχει αυτή τη στιγμή περίπου 500 παιχνίδια. Όπως μας είπε, το έργο του ήταν δύσκολο, καθώς η παραγωγή των ελλήνων παιχνιδοποιών ήταν μικρή σε κλίμακα και λίγοι είναι αυτοί που μεγαλώνοντας διέσωσαν τα παλιά τους παιχνίδια, θεωρώντας τα μάλλον ασήμαντα. Πριν από λίγες μέρες, ο κύριος Έξαρχος μας μίλησε και μας ξενάγησε στη συλλογή του, αλλά και στο γοητευτικό κόσμο και την ανθρωπογρωγραφια του ελληνικού παιχνιδιού.

Τι κάνει το ελληνικό παιχνίδι να ξεχωρίζει;

CNN Greece: Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού παιχνιδιού;

Νίκος Έξαρχος: Παρόλο που οι Έλληνες κατασκευαστές έχουν κατά κόρον αντιγράψει ξένα παιχνίδια, κυρίως γερμανικά και γιαπωνέζικα, πάντα αλλάζαν στοιχεία του παιχνιδιού. Ακόμη κι αν κρατούσαν σε ένα μεγάλο ποσοστό σχεδόν ίδια τη φόρμα, αλλάζαν εντελώς τις παραστάσεις. Οι χρωματικές κλίμακες και γκάμες των ελληνικών παιχνιδιών έχουν το δικό μας στοιχείο, το δικό μας ταμπεραμέντο και είναι τελειώς διαφορετικές από τα αντίστοιχα γερμανικά παιχνίδια.

Κάτι άλλο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η μεγάλη αγάπη των ανθρώπων αυτών για τα παιδιά τους οδήγησε από πολύ νωρίς να φτιάχνουν παιχνίδια -και πριν τον πόλεμο, αλλά ακόμα και μέσα στην Κατοχή- χειροποίητα παιχνίδια με απλά υλικά, ξύλα, τσίγκο από τα στρατόπεδα, κι έτσι έχουμε μια αρκετά πλούσια παραγωγή χειροποίητου παιχνιδιού.

Αναφορικά με την τιμή των ελληνικών παιχνιδιών, σε σχέση με τα αντίστοιχα ξένα που αντιγράφαν, ήταν αρκετά φθηνότερα, άρα και αρκετά πιο προσιτά για τα παιδιά εκείνης της εποχής.

Πώς να προσφέρεις χαρά από το τίποτα

- Ποιοι είναι οι άνθρωποι που έφτιαχναν αυτά τα παιχνίδια;

Ν.Ε.: Αν ξεκινήσουμε από τους οικοτέχνες, πολλοί από αυτούς έφτιαχναν πολλά χειροποίητα μικροπαίχνιδα, τα οποία πουλούσαν άλλες φορές στα πανηγύρια οι λεγόμενοι πανηγυράδες και άλλες φορές οι πλανόδιοι πωλητές έχοντας ένα λουρί περασμένο στο σβέρκο και ένα κομμάτι ξύλου μπροστά τους, όπου έβαζαν διάφορα μικρά παιχνιδάκια. Αυτά ήταν τα πιο αυτοσχέδια, τα πιο χειροποίητα ελληνικά παιχνίδια της εποχής.

- Πώς παράχθηκε η πλειοψηφία των παιχνιδιών που βλέπουμε εδώ;

Ν.Ε.: Οι πρώτοι κατασκευαστές ξεκινήσαν από οικοτεχνίες. ‘Εχουμε τις πρώτες οικοτεχνίες καταγεγραμμένες από το 1918. Βασικά υλικά ήταν το ξύλο κι ο τσίγκος, αλλά παράληλα χρησιμοποιούσαν γύψο, πηλό, χαρτί, σκοινί κι οποιοδήποτε άλλο υλικό, όπως ζελατίνες κλπ και έφτιαχναν τα πρώτα μικροπαίχνιδα. Πολλά από αυτά ήταν στολίδια για δέντρα και άλλα στολίζαν τους πάγκους των πανηγυράδων της εποχής.

Στην πορεία πολλές από τις οικοτεχνίες εξελίχθηκαν σε μικρές βιοτεχνίες. Έπαιρναν τις κονσέρβες, τα τενεκεδάκια, και με μια πολύ απλή τεχνική αφαιρούσαν τους δύο πάτους. Με χειροκίνητες πρέσες με δύο κυλίνδρους ή με ξυλόσφαιρα ισιώναν την επιφάνεια, η οποία καθαριζόταν με καυστική σόδα και νερό. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτή η επεξεργασία δεν αφαιρούσε τα προϊόντα που ήταν αποτυπωμένα, γι αυτό έχουμε και τις περιπτώσεις πολλών παιχνιδιών όπου αποτυπώνονται προϊόντα της εποχής. Σε καλούπια που φτιάχναν οι ίδιοι πρεσάραν τις επιφάνειες και αποκτούσαν το πρώτο ανάγλυφο σχήμα, όπου με ένα φινίρισμα στο τέλος ξακρίζαν ότι περίσσευε και συνεχίζαν μετά στο μοντάρισμα. Στο τέλος, γινόταν η διαδικασία της βαφής.

Από τις βιοτεχνίες στις μικρές βιομηχανίες

- Ποια θα λέγατε ότι είναι η χρυσή εποχή του ελληνικού παιχνιδιού;

Ν.Ε.: Παρόλο που έχουμε προπολεμικά πάρα πολύ ωραία παιχνίδια, ίσως γιατί είναι πιο οικοτεχνικά-βιοτεχνικά, άρα και πιο χειροποίητα, η μεγάλη έξαρση έγινε το ‘50. Εκεί πλέον μπήκαμε σιγά-σιγά στη διαδικασία της μετάβασης από τη βιοτεχνία στις μικρές βιομηχανίες. Οι Έλληνες κατασκευαστές ταξίδευαν στις εκθέσεις παιχνιδιών στη Νυρεμβέργη, το Παρίσι και το Μιλάνο, επιλέγαν τα καλύτερα παιχνίδια, τα φέρναν εδώ, τα ξεμοντάραν, φτιάχναν τα δικά τους καλούπια και ξεκινούσε με διαφορετικά χρώματα η παραγωγή των ελληνικών παιχνιδιών. Οι περισσότεροι παρήγαγαν σ’ αυτή τη φάση δύο διαφορετικά σχέδια το χρόνο.

Οι άγνωστοι Έλληνες παιχνιδοποιοί

- Ποιοι είναι οι κατασκευαστές που έχουν μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία του ελληνικού παιχνιδιού;

Ν.Ε.: Ένας από του πιο γνωστούς και αξιόλογους είναι ο Γιώργος Λεδάκης, προπολεμικός κατασκευαστής με το εργοστάσιο Ατθίς, ο οποίος έχει και μια ιδιαιτερότητα: έφτιαξε μαζί με τη γυναίκα του, την Αριάδνη Λεδάκη, το “νοσοκομείο κουκλών”. Εκεί επισκεύαζαν παλιές κούκλες και, αν δεν κάνω λάθος, ο χώρος λειτουργούσε μέχρι και τη δεκαετία του ‘80.

Ο Ανανίας Ανανιάδης ήταν μάλλον από τους μεγαλύτερους και σε παραγωγή κατασκευαστές με πάρα πολλά διαφορετικά σχέδια και με έναν τεράστιο πλούτο παιχνιδιών που συνεχίστηκε ακόμη και στη δεκαετία του ‘70 και του ‘80, όπου διακόπτεται σιγά σιγά η παραγωγή των τσίγκινων παιχνιδιών και μπαίνουμε στα πλαστικά και λίγο λίγο βλέπουμε παιχνίδια που είναι μισό πλαστικό μισό τσίγκος, μέχρι που τελικά καταργείται βάσει κάποιου νόμου τη δεκαετία του ‘70 κι έχουμε αποκλειστικά πλαστικά παιχνίδια. Ακόμη κι εκεί συνέχισε την παραγωγή του.

Σημαντική είναι και η περίπτωση του Βασιλειάδη με μια περίεργη τεχνοτροποία και αρκετά γεωμετρικά σχήματα που αποτυπώνει πάνω στα παιχνίδια του. Ο θεσσαλονικιός Νικολαϊδης, για τον οποίο μπορώ να παρατηρήσω ότι δεν έχω εντοπίσει παιχνίδι του που να έχει αντιγράψει, δηλαδή νομίζω ότι είναι ο μοναδικός κατασκευαστής που είχε αποκλειστικά δικά του πατρόν.

Να αναφέρουμε επίσης το Δημήτρη Κολλάρο με την Ελληνική Βιομηχανία Παιχνιδιού, την ΕΛΒΙΠ και επίσης τον Παπαευαγγέλου με την πολύ γνωστή εταιρεία FINO.

Η Ιστορία μέσα από το παιχνίδι

- Ποια είναι η θέση του ελληνικού παιχνιδιού στην ελληνική ιστορία;

Ν.Ε.: Εδώ έχουμε άλλο ενα χαρακτηριστικό των ελληνικών παιχνιδιών, όπου σε πολλές περοπτώσεις αποτυπώνονται στοιχεία της ιστορίας, της πολιτικής μας, της ηθογραφίας μας. Είναι πολύ γνωστό το “Ζάππειο” της εταιρείας FINO, με τη χαρακτηριστική εικόνα της Αίγλης του Ζαππείου, τους φαντάρους που κάνουν τον κυριακάτικο περίπατο, τα παιδάκια που παίζουν και τη μαμά, βέβαια, που κάνει βόλτα το μωράκι της με το καρότσι. Ακόμα κι αυτό είναι αντίγραφο από γερμανικό παιχνίδι, περίπου 20 χρόνια νεότερο από το ελληνικό, μικρότερο, με λίγο διαφορετική διατομή και, φυσικά, τελείως διαφορετικές παραστάσεις.

Έχουμε επίσης την περίπτωση του “Λυκαβηττού”, ένα μικρό σε μέγεθος παιχνιδάκι, πάλι αντίγραφο από αντίστοιχο γερμανικό, το οποίο αποτυπώνει κάποιους ουρανοξύστες. Το δικό μας κρατάει ακριβώς την ίδια δομή, το ίδιο σχήμα, το ίδιο μέγεθος, αλλάζει όμως τελείως τις παραστάσεις και ξαφνικά βλέπουμε πάνω να αποτυπώνονται ο Παρθενώνας, ο Λυκαβηττός και το στάδιο με τους αθλητές.

Έχουμε και πάρα πολλά οχήματα βέβαια που κάνουν αναφορά σε περιοχές της Αθήνας, σε δρομολόγια πολύ γνωστά, όπως είναι το τρενάκι Αθήνα-Θεσσαλονίκη, το λεωφορείο Αθήνα-Παρίσι, το πούλμαν Λουξ και, ένα ιδιαίτερο και πολύ αγαπημένο μου, το Καστέλλα Νο 20.

Επίσης πολύ σημαντικό και ίσως και το παιχνίδι με την πιο έντονη χροιά και πολιτική υπόσταση είναι το καραβάκι του Λύρα. Ο Λύρας είχε φτιάξει μια σειρά με βαρκούλες που είχαν αποτυπωμένες πάνω στο πανί τους όλες τις ομάδες. Μέσα σε αυτά αποφάσισε κάποια στιγμή και έφτιαξε ένα που είχε την Κύπρο και έγραφε μέσα “Ένωσις”. Ανακλά μέσα στο παιχνίδι λοιπόν τα γεγονότα γύρω από την ένωση της Κύπρου.

Ένας άγνωστος λαογραφικός θησαυρός

- Πιστεύετε ότι το παραδοσιακό ελληνικό παιχνίδι χαίρει της εκτίμησης που του αξίζει σήμερα;

Ν.Ε.: Νομίζω ότι είναι κάτι μάλλον άγνωστο για τους πολλούς. Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του χεριού οι συλλέκτες που έχουν ασχοληθεί -όχι μόνο με τα ελληνικά- γενικότερα με τα παιχνίδια και είναι αυτοί που γνωρίζουν τα περισσότερα σχετικά με το ελληνικό παιχνίδι. Δυστυχώς δεν έχουμε μουσείο παιχνιδιού, με όλο αυτό το υλικό και όλον αυτόν τον πλούτο που έχουμε. Περιμένουμε, ίσως και μέσα στο ‘16 να ανοίξει το τμήμα παιδικού παιχνιδιού του Μουσείου Μπενάκη: εκεί θα δούμε πολλά.

Το παιχνίδι ως εκπαιδευτικό εργαλέιο

- Εκτός από συλλέκτης, είστε και εκπαιδευτικός και εικαστικός. Πώς έχετε χρησιμοποιήσει τη συλλογή σας μέσα σε εκπαιδευτικές δράσεις;

Ν.Ε.: Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι συλλέκτες (παιχνιδιών) είναι και εικαστικοί, όπως ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο οποίος και ο ίδιος ήταν συλλέκτης και μάλιστα για 30 χρόνια ζωγράφιζε τα λαϊκά ελληνικά παιχνίδια. Ως εικαστικός λοιπόν μπορώ να εκτιμήσω κάποιες ιδιαιτερότητες: αυτό το περίεργο εύρημα που έχουν που “θέλγει”, όπως έλεγε κι ο Πικιώνης σ’ένα κείμενό του, “τη φαντασία”, τα όμορφα χρώματα τους, τους συνδυασμούς, τις μεσογειακές χρωματικές γκάμες.

Αυτό με έβαλε σε έναν προβληματισμό κατά πόσο ως εκπαιδευτικός θα μπορούσα να παντρέψω αυτές τις ιδιότητες, του εικαστικού που έχει κατανοήσει τη σημασία αυτών των παιχνιδιών και του συλλέκτη. Δουλεύω αρκετά στο σχολείο, είμαι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Το δημοτικό είναι ένα “χωράφι” πολύ καλό για να δουλέψει κανείς με τα παιδιά: μαζί έχουμε κατασκευάσει παιχνίδια με τα υλικά που βρίσκουμε μπροστά μας, είτε είναι χαρτόνια, είτε είναι κουτιά συσκευασίας, πλαστικά καπάκια. Θυμίζει λιγάκι τη νοοτροπία των πρώτων οικοτεχνιών, όπου οι κατασκευές γίνονταν με τα υλικά που έβρισκαν οι άνθρωποι στα χέρια τους. Τα παρουσιάσαμε, κάναμε έκθεση, φτιάξαμε κούκλες κουκλοθεάτρου, παίξαμε κουκλοθέατρο...

- Τα παιδιά πώς αντέδρασαν στην επαφή με αυτού του είδους τα παιχνίδια που είναι πολύ διαφορετικά από τα σημερινά;

Ν.Ε.: Η πρώτη επαφή που είχαν ήταν όταν τους πήγα τη μουσειοσκευή του Μουσείου Μπενάκη, που είχε καμιά 20αρία ή 30 παιχνίδια αυθεντικά, μαζί με κάποια επιλεκτικά από τα δικά μου. Μπορώ να πω ότι, ενώ στην αρχή περίμενα ότι σε μια εποχή ηλεκτρονική με τάμπλετ, με απίστευτα σε γραφικά ηλεκτρονικά παιχνίδια, δεν θα τους δίναν και ιδιαίτερη σημασία, ευτυχώς δεν έγινε αυτό. Σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, διαπίστωσα ότι συνεχίζει ένα αυθεντικό παιχνίδι, πιο πρωτόγονο, πιο πρωτόλειο, πιο αρχετυπικά φτιαγμένο, να ελκύει και να γοητεύει.

"Οι αρετές της γνήσιας τέχνης"

Άλλωστε, όπως επισημαίνει στο ίδιο κείμενο ο Πικιώνης, “στα περιφρονημένα τουτα παιχνιδάκια, που ἔχουν τις ἀρετές της γνήσιας τέχνης, μια ἰδιαίτερη πνευματικότητα ἀναδίνεται ἀπό την αἰσθητική του σχήματος και του χρώματος, ἀπό την γνήσια ἠθογραφική ἤ σατιρική τους διάθεση, ἀπό το ἔξυπνο μηχανισμό τους, που θέλγει ὄχι μόνο το πνευμα του παιδιου, μα και του καλλιτέχνη.”