FOCUS

Οι Πρόεδροι της «ξεχασμένης» Β' Ελληνικής Δημοκρατίας

Οι Πρόεδροι της «ξεχασμένης» Β' Ελληνικής Δημοκρατίας
H ορκομωσία του ναυάρχου Κουντουριώτη ως πρώτος Πρόεδρος της Β' Δημοκρατίας

Στον απόηχο ίσως των πλέον δραματικών γεγονότων που έζησε μέχρι εκείνη τη στιγμή το σύγχρονο ελληνικό κράτος, καταργείται στις 25 Μαρτίου του 1924 η μοναρχία και η απομακρύνεται από την Ελλάδα η βασιλική οικογένεια, έπειτα από ένα δημοψήφισμα που ένα συντριτπικό 69,99% τάχθηκε υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Είναι η κορύφωση του δράματος της περιόδου που προηγήθηκε, εκείνης του Εθνικού Διχασμού και εν συνεχεία.της Μικρασιατικής Καταστροφής.   

Η σύντομη αυτή περίοδος, η οποία ξεκίνησε το 1924 και έληξε το 1935 με την παλινόρθωση της μοναρχίας και στην οποία αναφερόμαστε συχνά ως «Β’ Ελληνική Δημοκρατία» (με «Α’ Ελληνική Δημοκρατία» να θεωρείται η περίοδος πριν την έλευση το 1832 του Όθωνα), είναι μια φάση της ελληνικής ιστορίας που βρήκε τη χώρα σε μια από τις δυσκολότερες στιγμές της: Ηττημένη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οικονομικά χρεοκοπημένη και με την πολιτική και την κοινωνία σε μια ακραία πόλωση μεταξύ των αντιμαχόμενων βενιζλεικών και μοναρχικών.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η λαϊκή οργή βρήκε έκφραση στη δίκη και την εκτέλεση των «έξι» και την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’, που πέθανε τελικά εξόριστος το 1923. Όμως, η οργή δεν εκτονώθηκε επαρκώς. Το ελληνικό κράτος δεν πέτυχε την αστική του ολοκλήρωση που επεδίωκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και δεν κατόρθωσε να ενσωματώσει τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ανεπτυγμένους οικονομικά και πολιτισμικά ελληνικούς πληθυσμούς. Αν αυτού, οι Έλληνες της Ανατολής μετατράπηκαν σε προλεταριοποιημένους πρόσφυγες σε μία οικονομικά καταστραμμένη Ελλάδα, που δεν μπορούσε να θρέψει όχι τους περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, αλλά ούτε τον γηγενή πληθυσμό της. Οι ένοχοι είχαν ονοματεπώνυμο. Οι κοινωνικές εντάσεις οξύνθηκαν. Ήταν φανερό ότι υπήρχε ανάγκη για μία ριζική αλλαγή.

Μετά τις εκλογές της 16 Δεκεμβρίου 1923, το Κόμμα των Φιλελευθέρων πλειοψήφησε. Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Ένωσης ζήτησαν να φύγει ο Γεώργιος Β’, ώσπου να αποφασίσει ο λαός για το πολιτειακό. Οι Φιλελεύθεροι το δέχτηκαν. Την επόμενη μέρα ο Γεώργιος έφυγε από την Ελλάδα. Το Μάρτιο του 1924 σχηματίζει κυβέρνηση ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και στις 25 Μαρτίου, ανήμερα της επετείου της Επανάστασης, καταθέτει στη Βουλή ψήφισμα για την ανακήρυξη αβασίλευτης Δημοκρατίας, κηρύσσοντας έκπτωτη τη μοναρχία.

Στις 29 Μαρτίου προκηρύσσεται δημοψήφισμα. Στις 13 Απριλίου ο ελληνικός λαός αποφασίζει, με ποσοστό 69,99% και 758.742 ψήφους, υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία είχε μόλις γεννηθεί. Δεν θα διαρκούσε, όμως, πολύ και οι λόγοι ήταν, για μας που βλέπουμε τα πράγματα ξεκάθαρα από το μέλλον, προφανείς.

Αστάθεια, χρεοκοπία και πόλωση

Η Β’ Δημοκρατία αποδείχτηκε εξαρχής ασταθής. Αρχικά, επειδή δεν ήταν παρά απότοκος της περιόδου του Εθνικού Διχασμού. Οι μοναρχικοί -κατά πλειοψηφία, πλην του Ιωάννη Μεταξά- αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ακόμα και την ίδια την εγκυρότητα του δημοψηφίσματος και τη νομιμότητα του αποτελέσματός του. Ο Εθνικός Διχασμός στην κοινωνία όχι μόνο δεν κόπασε, αλλά επεκτάθηκε στα πολιτιστικά και κοινωνικά ζητήματα. Η συμμετοχή των στρατιωτικών στην πολιτική, φυσικά δεν βοήθησε, αφού διαρκώς υπέσκαπτε τη σταθερότητα. Η οικονομία ήταν ανύπαρκτη και στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ήρθαν να προστεθούν και εκείνοι που συνέρρευσαν μετά από την ανταλλαγή πληθυσμών. Η εκλογική νίκη του Λαϊκού Κόμματος το 1933, προετοίμασε το έδαφος για την επιστροφή στο θρόνο του βασιλιά Γεώργιου Β’.

Με τον κίνδυνο της παλινόρθωσης της μοναρχίας να είναι παραπάνω από εμφανής, οι βενιζελικοί υποδαύλισαν το κίνημα του Μαρτίου του 1935, το οποίο καταστάλθηκε από το υπουργό Στρατιωτικών Γεώργιο Κονδύλη. Στις 10 Οκτωβρίου 1935, αξιωματικοί των Ένοπλων Δυνάμεων έριξαν την κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη και ο Κονδύλης αυτοανακηρύχθηκε αντιβασιλέας. Κατήργησε την αβασίλευτη Δημοκρατία και διοργάνωσε δημοψήφισμα που στις 11 Νοεμβρίου οδήγησε στην παλινόρθωση της μοναρχίας και την επιστροφή του Γεωργίου Β’.

Στη βραχύβια και ταρχώδη πορεία της, η Β’ Ελληνική Δημοκρατία είχε δύο προέδρους: Τον Παύλο Κουντουριώτη και το Αλέξανδρο Ζαΐμη.

1924-1929: Παύλος Κουντουριώτης

800px AlmiranteCoundouritis inheartofgermani00vaka

O πρώτος Πρόεδρος της Β’ Ελληνικής ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης, ναύαρχος και βενιζελικός. Ο Κουντουριώτης είχε γεννηθεί στην Ύδρα, το 1855 και δικαίως η ιστορία τον θυμάται περισσότερο για την καριέρα του στο ναυτικό, η οποία υπήρξε λαμπρή. Διακρίθηκε, αρχικά στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και το 1900, ως κυβερνήτης του καταδρομικού «Μιαούλης», έκανε τον πρώτο εκπαιδευτικό διάπλου του Ατλαντικού Ωκεανού για ελληνικό πολεμικό πλοίο. Το 1908 ονομάστηκε υπασπιστής του τότε βασιλιά Γεώργιου Α’ και ένα χρόνο αργότερα προήχθη σε πλοίαρχο. Λίγο πριν τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο τοποθετήθηκε αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου, ο οποίος κατέλαβε τη Λήμνο, την Ίμβρο, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τα Ψαρά και τη Λέσβο. Ο ίδιος ήταν κυβερνήτης του θρυλικύ θωρηκτού Αβέρωφ.

Kountouriotis and crew on the deck of Averof

Ο Κουντουριώτης και το πλήρωμά του, επάνω στο θωρηκτό Αβέρωφ

Μετά τη λήξη και του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε αντιναύαρχο και έγινε ο πρώτος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού που πήρε το συγκεκριμένο βαθμό μετά τον Κανάρη.

Ο Κουντουριώτης δεν ξέφυγε από την πραγματικότητα της εποχής του, που ήθελε τους στρατιωτικούς να εμπλέκονται με την πολιτική. Διατέλεσε υπουργός Ναυτικών στις κυβερνήσεις του Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη (Σεπτέμβριος 1915-Ιουνιος 1916). Μετά, ακολούθησε τον Βενιζέλο στα Χανιά και στη Θεσσαλονίκη, εκφράζοντας τη διαφωνία του με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετέχοντας στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της Τριανδρίας (Δαγκλής-Βενιζέλος-Κουντουριώτης).

3e9e38eb7a27e24d8ac094e5d479ff5d

Παύλος Κουντουριώτης, Ελευθέριος Βενιζέλος και Παναγιώτης Δαγκλής: Η Τριανδρία της Θεσσαλονίκης

Όταν έφυγε ο Κωνσταντίνος και ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Βενιζέλος, ο Κουντουριώτης επέστρεψε στο υπουργείο Ναυτικών. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του διαδόχου του Κωνσταντίνου Α’, βασιλιά Αλέξανδρου, στις 12 Οκτωβρίου 1920, ο Παύλος Κουντουριώτης άσκησε την αντιβασιλεία. Όμως, μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920, αποστρατεύτηκε. Στις 19 Δεκεμβρίου 1923, μετά την απομάκρυνση του Γεώργιου Β' και με τους Φιλελεύθερους και πάλι στην εξουσία, ο Κουντουριώτης ανέλαβε ξανά χρέη αντιβασιλέα, με απόφαση του Νικόλαου Πλαστήρα.

Μετά την ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας και το δημοψήφισμα του Απριλίου, ο Κουντουριώτης ανακηρύχθηκε προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Παραιτήθηκε το Μάρτιο του 1926, μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα, υπό τον αντιστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο. Ο Πάγκαλος τελικά ανατράπηκε από τον Γεώργιο Κονδύλη τον Αύγουστο του 1926 και ο Κουντουριώτης επέστρεψε στην Προεδρία. Στις 31 Οκτωβρίου 1927 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του, την ώρα που επιβιβαζόταν στο αυτοκίνητο του μαζί με τον υπασπιστή του, ακριβώς έξω από το Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών. Η σφαίρα εξοστρακίστηκε στο τζάμι του αυτοκινήτου και ο Κουντουριώτης σώθηκε από θαύμα.

Le Général Pangalos Président du Conseil grec

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος

Στις 4 Ιουνίου 1929 επανεξελέγη στο αξίωμα του Προέδρου από τη Βουλή και τη Γερουσία, αλλά παραιτήθηκε οριστικά αυτή τη φορά, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για λόγους υγείας. Πέθανε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο και ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του την Ύδρα, όπως ήταν η επιθυμία του. Είχε παντρευτεί δύο φορές: Την πρώτη στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική Πετροκόκκινου (1865-1903) και τη δεύτερη Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957). Απέκτησε τρία παιδιά με την πρώτη του σύζυγο, δύο κόρες και ένα γιο.

1929-1935: Αλέξανδρος Ζαΐμης

maxresdefault

Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης διαδέχθηκε τον ναύαρχο Κουντουριώτη στην Προεδρία της Δημοκρατίας, όταν ο τελευταίος παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Η πολιτική καριέρα του Ζαΐμη είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή, καθώς κατά τη διάρκειά της διατέλεσε οκτώ φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, δύο φορές Πρόεδρος της Βουλής, πρόεδρος της Γερουσίας, Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης, διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα Πρίγκιπα Γεώργιο, καθώς και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Είναι ο μόνος πολιτικός που κατέλαβε τόσα πολλά σημαντικά αξιώματα στην πολιτική σκηνή της σύγχρονης Ελλάδας.

Ο Ζαΐμης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1855. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στα πανεπιστήμια της Λειψίας, της Χαϊλδεμβέργης και του Βερολίνου και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στις Πολιτικές Επιστήμες.

Πολιτεύθηκε στην επαρχία Καλαβρύτων, όπου και εκλέχθηκε βουλευτής για πρώτη φορά το 1885. Επανεξελέγη σε όλες τις βουλευτικές περιόδους από το 1887 έως το 1915. Την 21η Σεπτεμβρίου 1897 έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός. Παραιτήθηκε από το αξίωμα στις 2 Απριλίου 1899. Επανήλθε και σχημάτισε νέα κυβέρνηση από τις 12 Νοεμβρίου 1901 έως τις 24 Ιανουαρίου 1902. Το 1902 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής και παραιτήθηκε.

Το 1914 εξελέγη διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1920. Το ίδιο διάστημα σχημάτισε τρεις βραχύβιες κυβερνήσεις (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1915, Ιούνιος - Σεπτέμβριος 1916, Απρίλιος - Ιούνιος 1917). Μετά τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 κανένα κόμμα δεν κατάφερε να συγκεντρώσει αυτοδυναμία με αποτέλεσμα να αναλάβει να σχηματίσει οικουμενική κυβέρνηση. Παρέμεινε στην πρωθυπουργία έως τις 4 Ιουλίου 1928, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος έγινε και πάλι πρωθυπουργός.

Μετά την παραίτηση του Παύλου Κουντουριώτη από την Προεδρία της Δημοκρατίας, ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα Προέδρου και στις 14 Δεκεμβρίου 1929, παρά τις αντιδράσεις του Βενιζέλου, εξελέγη από τη Βουλή και τη Γερουσία Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση που διατήρησε μέχρι την πολιτειακή μεταβολή της 10ης Οκτωβρίου 1935 και την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β' στο θρόνο.

Η εκλογή του Ζαΐμη στην Προεδρία της Δημοκρατίας ήταν ένα σφάλμα, σύμφωνα με τον ιστορικό Γρηγόριο Δαφνή, ένα σφάλμα το οποίο με τον τρόπο του οδήγησε και στην πτώση της Δημοκρατίας και την επιστροφή του βασιλιά. Ο Ζαΐμης δεν πίστευε στην δημοκρατία αλλά ούτε και στη βασιλεία: «Ο Ζαΐμης εδέχθη την προεδρίαν ίσως διότι, λόγω μακράς παραδόσεως, είχε συνηθίσει να προσφέρει τας υπηρεσίας του όταν δεν ήτο υποχρεωμένος να αναλαμβάνη πρωτοβουλίας[...] ήτο μια ουδετέρα προσωπικότης».

Πέθανε στη Βιέννη στις 15 Σεπτεμβρίου 1936. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στον οικογενειακό τάφο, στις 22 Σεπτεμβρίου. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς. Υπήρξε παντρεμένος και δεν απέκτησε παιδιά. Την πολιτική παράδοση της οικογένειας συνέχισαν τα αδέρφια του και τα ανήψια του.