Έρικ Χέμπορν: O πλαστογράφος που ξεγέλασε τον κόσμο της Τέχνης
Ο έμπορος τέχνης Έρικ Χέμπορν είχε έναν κανόνα: Δεν δούλευε ποτέ με ερασιτέχνες. Όποιος ήθελε να αγοράσει ένα έργο από την γκαλερί του, την Pannini, έπρεπε να είναι επαγγελματίας του χώρου και να ξέρει να ξεχωρίζει έναν Βαν Ντάικ από έναν Μπριγκέλ. Κι αν μετά την αγορά συνειδητοποιούσαν ότι το έργο που αγόραζαν ήταν πλαστό, αυτό ήταν δικό τους πρόβλημα: Ας το είχαν ξεχωρίσει εγκαίρως…
Ο Χέμπορν, ο οποίος πέθανε το 1996, θεωρείται ο μεγαλύτερος παραχαράκτης έργων Τέχνης της σύγχρονης εποχής. Ο ίδιος εκτίμησε ότι δημιούργησε πάνω από 1.000 πλαστά έργα Τέχνης. Κι από αυτά, ελάχιστα έχουν αναγνωριστεί πλαστογραφίες, σε Μουσεία όπως η Εθνική Πινακοθήκη της Δανίας, αφού όμως προηγουμένως είχαν περάσει από αναρίθμητες δημοπρασίες. Ο Χέμπορν είχε πλαστογραφήσει έργα πολλών καλλιτεχνών, εκτός από τον Βαν Ντάικ και τον Μπρίγκελ. Ανάμεσά τους, ο Ρούμπενς, ο Πιρανέζι και ο Κορό.
«Δεν είμαι απατεώνας. Κάνω απλώς αυτό που έκαναν πάντα οι άνθρωποι στην ιστορία», είχε πει στο ντοκιμαντέρ του BBC «Πορτραίτο ενός Δάσκαλου της πλαστογραφίας», του BBC, το 1991. «Οι πλαστογραφίες πρέπει να εκλαμβάνονται ως αυτό που είναι και όχι να αμφισβητούνται γι’ αυτό που δεν είναι», είχε συμπληρώσει. Ο ίδιος, εξάλλου, δεν πίστευε ότι έκανε κάτι παράνομο.
Στα απομνημονεύματά του, ο Χέμπορν λέει ότι πλαστογράφησε αυτό το σκίτσο, το οποίο κατέληξε στη συλλογή του μουσείου Metropolitan. Τόσο το μουσείο όσο και ο πρώην σύντροφός του λένε ότι αυτό δεν ισχύει. Το σκίτσο View of the Temples of Venus and of Diana in Baia from the South» (περίπου 1594) αποδίδεται από το μουσείο στον κύκλο του Ζαν Μπριγκέλ του πρεσβύτερου. @The Metropolitan Museum of Art
«Δεν κάνω τίποτα το παράνομο»
Ο Χέμπορν μεγάλωσε με έναν τρόπο που τον βοήθησε να καλλιεργήσει τα δύο βασικά του ταλέντα: Τη ζωγραφική και την απάτη. Στα 8 του τον κατηγόρησαν άδικα ότι έπαιζε με φωτιές. Ο ίδιος είπε ότι η αντίδρασή του ήταν να κάψει το σχολείο του. Έγινε δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών και κέρδισε και βραβείο για τη χαρακτική του. Όταν αποφοίτησε εργάστηκε στην αποκατάσταση έργων Τέχνης και εκεί εξέλιξε πολύ την τέχνη της πλαστογραφίας, δουλεύοντας κυρίως με πίνακες των Παλαιών Δασκάλων της ζωγραφικής.
Αργότερα άνοιξε την γκαλερί Pannini, μαζί με τον σύντροφό του, Γκράχαμ Σμιθ και άρχισε να αναπτύσσει προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις με πολλές από τις προσωπικότητες του κόσμου της Τέχνης στο Λονδίνο, όπως τον έμπορο έργων Τέχνης Χανς Κάλμαν και τον Κρίστοφερ Γουάιτ, ειδικό στους Παλαιούς Δασκάλους.
Επίσης, έγινε φίλος με τον Άντονι Μπλαντ, σύμβουλο για ζητήματα Τέχνης της βασίλισσας Ελισάβετ, ο οποίος αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν Ρώσος κατάσκοπος.
Ένα χρόνο αφότου άνοιξε την γκαλερί, ο Χέμπορν μετακόμισε στην Ιταλία.
Επιμένοντας ότι δεν είναι εγκληματίας, κατάρτισε το δικό του ηθικό κώδικα. Άφηνε τους ειδικούς να κρίνουν τα έργα του και χρέωνε για τις πλαστογραφίες του όσο και για έργα με την υπογραφή του. «Δεν υπάρχει τίποτα το εγκληματικό στο να ζωγραφίζεις ένα έργο με όποιο στιλ επιθυμείς, ούτε είναι έγκλημα να ρωτάς τους ειδικούς τη γνώμη τους γι’ αυτό», έγραψε στα απομνημονεύματά του, το 1991.
Δεν μετάνιωσε ποτέ για όσα έκανε και πίστευε ότι για όλα έφταιγε ο ίδιος ο κόσμος της Τέχνης. Απαξίωνε τους κριτικους που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν έναν αυθεντικό πίνακα από έναν πλαστό κοιτώντας τον και μόνο. Και πίστευε ότι η ικανότητα να ζωγραφίζεις ο ίδιος ήταν απαραίτητη για κάποιον προκειμένου να μπορεί να ξεχωρίσει ένα αυθεντικό έργο από ένα πλαστό.
Λάδι σε καμβά του Χέμπορν, στο στιλ του Κλοντ.
Η αποκάλυψη
Η εμμονή του με τις λεπτομέρειες ήταν αυτή που τελικά έφερε την πτώση του. Πολλά από τα έργα του πέρναγαν τους ελέγχους αυθεντικότητας, επειδή χρησιμοποιούσε χαρτί από την περίοδο στην οποία ανήκε κάθε έργο. Το ίδιο έκανε και με τα χρώματα, τα οποία κατασκεύαζε ο ίδιος προκειμένου να μοιάζουν με εκείνα που υπήρχαν την κάθε εποχή.
Ο Κόνραντ Όμπενχουμπερ, επιμελητής στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον, παρατήρησε ότι δύο πίνακες, που υποτίθεται ότι είχαν φτιαχτεί από διαφορετικούς καλλιτέχνες, είχαν ακριβώς το ίδιο καλλιτεχνικό στιλ και είχαν φτιαχτεί πάνω τον ίδιο τύπο χαρτιού. Ειδοποίησε έναν επιμελητή στο Μουσείο Μόργκαν κι εκείνος παρατήρησε το ίδιο με κάποια άλλα σχέδια. Όλα προέρχονταν από τη γκαλερί Colnaghi, η οποία ακολούθως εξέδωσε μια ανακοίνωση. Σε αυτήν εξέφραζε τις ανησυχίες της για πίνακες Παλαιών Δασκάλων που είχαν αγοραστεί από τον Χέμπορν, αν και δεν τον κατονόμαζαν δημοσίως.
Έργο του Χέμπορν, στο στιλ του Μιελάντζελο
Το συμβάν με την Colnaghi, δεν σταμάτησε τον Χέμπορν. Ο ίδιος έλεγε ότι δημιούργησε άλλες 500 πλαστογραφίες αφότου αποκαλύφθηκε. Και τις πούλησε σε εμπόρους Τέχνης που ήταν πολύ πρόθυμοι να δεχθούν έργα αμφιβόλου προελεύσεως. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα του ζητήθηκε να «βρει» έργα Παλαιών Δασκάλων, τα οποία φυσικά πλαστογράφησε και μετά τους τα πούλησε.
Ο Χέμπορν δεν κατηγορήθηκε ποτέ για κανένα έγκλημα. Στην αυτοβιογραφία του, «Drawn to Trouble: Confessions of a Master Forger», κατηγόρησε τους Sotheby's, τους Christie's, την Colnaghi και το φίλο του Χανς Κάλμαν για μη επαρκή γνώση, η οποία και επέτρεψε στα έργα του να βρουν το δρόμο τους προς μερικά από τα πλέον επιφανή μουσεία του κόσμου.
Το ζήτημα, όμως, δεν τελείωσε εκεί. Πολλά Μουσεία αμφισβητούν το γεγονός ότι κάποια από τα έργα που κοσμούν τους τοίχους τους είναι πλαστά. Τόσο το μουσείο J. Paul Getty, όσο και το Metropolitan λένε ότι δεν έχουν στην κατοχή τους έργα του Χέμπορν. Εάν όμως δεν εξεταστούν όλα τα έργα με επιστημονικές μεθόδους, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσα μουσεία εκθέτουν με περηφάνεια έργα του Χέμπορν, περνώντας τα για αυθεντικά.
Ο πλαστογράφος βρήκε ένα περιπετειώδες τέλος, αντάξιο του μυστηρίου του: Το 1996 βρέθηκε στη Ρώμη, με το κρανίο σπασμένο. Παρότι κάποιοι μίλησαν για την εμπλοκή της μαφίας, δεν έγινε ποτέ καμία σύλληψη για τη δολοφονία του.
The prolific forger whose fake 'Old Masters' fooled the art world, Christy Kuesel, CNNi