ΑΠΟΨΕΙΣ

Φούγκα του Jordi Galceran στο θέατρο Olvio

Φούγκα του Jordi Galceran στο θέατρο Olvio

Εάν θέλουμε να ακούσουμε τη στρουκτουραλιστική ερμηνεία για την οποία κάθε εμπειρία είναι προϊόν μιας προϋπάρχουσας δομής, τότε ο υπουργός Ισίδρο Γκαλιάνα είναι παιδί της κοινωνίας του και της εποχής του, τυπικό δείγμα διαχειριστή της πολιτικής εξουσίας και των οικονομικών ευκαιριών.

Ο Τζόρντι Γκαλθεράν όμως δεν αρκείται στην ισχύ των δομολειτουργικών σχημάτων που παράγουν τυπικές συμπεριφορές και οριοθετημένους χαρακτήρες. Θα έλεγα ότι τέρπεται ακριβώς από αυτό που σπάει αυτά τα σχήματα, είτε αυτό είναι ένας απρόβλεπτος παράγοντας, μια ξαφνική επινόηση ή μια «τραβηγμένη» επιλογή (όπως το βλέπουμε στο εξαιρετικό του Δάνειο) είτε είναι απότοκο του ίδιου αυτού σχήματος, μια στρεβλή αντανάκλασή του.

Η Φούγκα του αποτελεί μια αντιστικτική σάτιρα του ορθού πολιτικού λόγου και της ηθικής συμπεριφοράς στην εκφαυλισμένη μορφή τους. Η ορθότητα και η ηθικότητα αποτελούν το «μελωδικό» σκέλος το οποίο πρέπει να ενταχθεί σε μια πολυφωνική προοπτική και διαδοχικά σε μια ετεροχρονική επαναληπτικότητα. Αυτό που παρουσιάζεται αρχικά ως πρώτη φωνή ή ως πρώτο θέμα, εδώ το ψέμα και η ρεμούλα, θα επαναληφθεί ελαφρώς επεξεργασμένο αρκετές φορές. Έτσι συντάσσεται η δομή της φούγκας, ενός σεπτού μουσικού είδους, αλλά και της απατεωνιάς ─ μας λέει ο καταλανός συγγραφέας.

ΘΕΑΤΡΟ

Το έργο αρχίζει in medias res με τις κωμικά αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας του έκπτωτου πλέον κυβερνητικού αξιωματούχου. Ένα οικονομικό σκάνδαλο και η σοβούσα πολιτική διαφθορά είναι τα ελατήρια της όψιμης ηθικής ευαισθησίας του. Οι διαδοχικές είσοδοι στην υπουργική βίλα μιας πλασιέ και ενός call girl ανακόπτουν το mortido και ξεδιπλώνουν μια πλοκή σχεδόν φαρσική, με γοργούς ρυθμούς και αναπάντεχες ανατροπές, οι οποίες επαναλαμβάνονται η μία μετά την άλλη, η μία μέσω της άλλης.

Προφανώς πρωταγωνιστές είναι η ρεμούλα και το ψέμα, ενώ τα πρόσωπα είναι έξυπνοι συμπλέκτες μιας σπειροειδούς μηχανορραφίας. Έξυπνοι, καθώς η αλήθεια λέγεται και από τους ανόητους, ενώ το ψέμα απαιτεί προσόντα. Και πρώτα από όλα την πειθώ. Ο υπουργός είναι επαγγελματίας της πειθούς, αλλά το ίδιο αποτελεσματικοί αποδεικνύονται και οι υπόλοιποι. Ύστερα απαιτούνται ευελιξία της σκέψης, έντεχνοι χειρισμοί της λογικής, ικανότητα προσποίησης και αρκετά αποθέματα φαντασίας. Ο συγγραφέας προσφέρει αφειδώς τα προσόντα αυτά στα πρόσωπά του για να μπορέσουν οι μεν να στήσουν για τους άλλους την πλεκτάνη.

Όταν βέβαια μπαίνει στο παιχνίδι και η φαντασία, η πειθώ οφείλει να κάνει παραχωρήσεις. Για να χωρέσει η υπερβολή και η ακραία εκδοχή στις σκηνές του Γκαλθεράν πρέπει να συμβιβαστούμε με λιγότερη αληθοφάνεια και έναν πολύ ελαστικότερο ρεαλισμό. Οι σκηνές αυτές δεν είναι ρεαλιστικές, αλλά θα μπορούσαν πράγματι να λάβουν χώρα σε μια κοινωνία σαν τη δική μας. Ακριβέστερα, υπάρχει ένα ιδιαίτερο μείγμα ρεαλισμού και τρέλας, αναγνωρίσιμης εμπειρίας και ακρότητας, που δίνει το ειδικό στίγμα αυτής της γραφής.

Εξυπνάδα, τρέλα, ευαισθησία και παιδική αφέλεια. Σημασία έχει όμως πού θα στηριχθεί ο σκηνοθέτης για να αποδώσει αυτό το στίγμα. Όπως το υπαινίχθηκα και πριν, νομίζω ότι το μυστικό βρίσκεται στο ιδιαίτερο μείγμα των συστατικών αυτών, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει κάπου κρυμμένη να βρίσκεται κάποια ισορροπία λ.χ. ανάμεσα στην παιδική αφέλεια και την εξυπνάδα. Τα όρια μεταξύ τους είναι συχνά δυσδιάκριτα και μπορούν να παγιδεύσουν αμέσως έναν αδέξιο χειρισμό. Δεν μπορείς να στηριχθείς στην αφέλεια (ιδίως εάν της στερήσεις τον αυθορμητισμό της) για να αναδείξεις την εξυπνάδα. Υποθέτω ότι η ευαισθησία για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, πάντα παρούσα όμως στη σκέψη του Γκαλθεράν, μπορεί να τεθεί για λίγο σε δεύτερο πλάνο. Σε δεύτερο πλάνο όμως, όχι να παραχωθεί στα παρασκήνια που ακούγεται ως off voice και μάλιστα με αλλοιωμένο ήχο. Υποθέτω επίσης ότι η τρέλα, με τη μορφή του υπέρλογου και του υπερβολικού, μπορεί να κλέψει για λίγο τα βήματα της φάρσας, αλλά επ’ ουδενί δεν μπορεί να περιοριστεί σε αυτά. Διαφορετικά φθίνει ή φενακίζεται. Έτσι περίπου θα περιέγραφα τη σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη στην προσπάθειά του να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του.

ΘΕΑΤΡΟ 2

Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος έδωσε έναν μονοδιάστατο ρόλο, που μόνο πληρωμένο δολοφόνο δεν θύμιζε. Ο έκπτωτος υπουργός του Λεωνίδα Κακούρη δεν έπεισε ούτε στις σκοτεινές αυτοκτονικές του τάσεις, ούτε στην παγίδα που προσπάθησε να στήσει, πέφτοντας και ο ίδιος μέσα. Η Φαίη Ξυλά είχε χάσει από τις πρώτες σκηνές το μυστηριώδες που διαθέτει ο ρόλος της, οι μεταβάσεις της από τη μία κατάσταση στην άλλη πρόδιδαν μια ευκολία και ήταν μάλλον αναμενόμενες. Η Μπέτυ Αποστόλου ήταν κάπως πιο πειστική ως call-girl, στη συνέχεια όμως έμοιαζε αποπροσανατολισμένη. Το γέλιο προκλήθηκε αυθόρμητα (και αργοπορημένα) από τον μεταμφιεσμένο σε παράλυτη πεθερά Γιώργο Χρανιώτη.

Όπως συνήθως, η Μαρία Χατζηεμμανουήλ μεταφέρει υπεύθυνα στην ελληνική γλώσσα μία από τις σημαντικές φωνές της ισπανόφωνης δραματουργίας. Η Άννα Μαχαιριανάκη στήνει ένα ισορροπημένο σκηνικό της διαπλοκής και η Χριστίνα Θανασούλα το φωτίζει και το σκιάζει εύστοχα. Εν κατακλείδι επιβεβαιώνεται ότι η κωμωδία είναι δύσκολο είδος τόσο στη γραφή, όσο και στη σκηνή.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου