Κώστας Γαβρόγλου: Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Ουδέν κακόν αμιγές καλού
Την εβδομάδα που το Ευρωκοινοβούλιο ψήφιζε μια καταδικαστική για την κυβέρνηση και ντροπιαστική για τη χώρα απόφαση για την υπονόμευση του κράτους δικαίου, ο Υπουργός Παιδείας ανακοίνωνε μία ακόμη παραβίαση του Συντάγματος.
Το Άρθρο 16 παραβιάζεται με βάση ερμηνείες συνταγματολόγων οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν γίνει στα περισσότερα από σαράντα χρόνια που ισχύει το Άρθρο 16. Τι ακριβώς ενέπνευσε τις «νέες» ερμηνείες τώρα, ενώ για πολλές δεκαετίες πολλοί από τους ίδιους που σήμερα ισχυρίζονται πως το Άρθρο 16 επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, δημόσια υποστήριζαν τα ακριβώς αντίθετα; Είναι δε θλιβερό για το επίπεδο του δημοκρατικού διαλόγου, πως όσοι συνταγματολόγοι είναι υπέρ της ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων, απαξιώνουν να απαντήσουν στα επιχειρήματα πολλών άλλων, ανάμεσα τους και της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ, οι οποίοι είναι κατηγορηματικοί ότι παραβιάζεται το Σύνταγμα.
Πολλοί καλοπροαίρετοι πολίτες, παρακολουθώντας τη ρητορική της κυβέρνησης θα έχουν την αίσθηση ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ιδρύονται για το καλό των δημοσίων: Ανταγωνισμοί που θα βελτιώσουν την ποιότητα των δημοσίων (μήπως όπως γίνεται με τα νοσοκομεία;), ανταλλαγές επιστημόνων (που ήδη γίνονται και δεν χρειάζεται καμία άλλη ρύθμιση), περισσότερες δυνατότητες ώστε να μην φεύγουν τα παιδιά για σπουδές σε άλλες χώρες (τα οποία η ίδια η κυβέρνηση με παράλογα μέτρα αφήνει έξω από τα πανεπιστήμια), αύξηση του ΑΕΠ της χώρας (για να ισχύσει αυτό που προπαγανδίζει η κυβέρνηση, δηλαδή την αύξηση 1% του ΑΕΠ, χρειάζεται να υπάρχουν 250.000 εγγραφές στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και ο κάθε φοιτητής να πληρώνει από 10.000 τον χρόνο!). Φοβάμαι πως τίποτα από όλα αυτά δεν θα γίνουν, όλες οι ρυθμίσεις θα ευνοήσουν κάποιους ιδιοκτήτες κολεγίων και η χώρα θα συνεχίζει να ζει τον δικό της μύθο, ότι, δηλαδή, τα περίφημα πανεπιστήμια του εξωτερικού θα ανοίξουν οσονούπω τα παραρτήματα τους στην Ελλάδα. Αν ακούσει κανείς την κυβέρνηση, θα μείνει με την εντύπωση ότι τα γνωστά πανεπιστήμια συνωστίζονται για το ποιο θα πρωτοέρθει στην Ελλάδα. Δεν είναι, όμως, περίεργο πως τόσους μήνες που συζητιέται αυτό το θέμα κανένα από τα γνωτά πανεπιστήμια δεν έχει κάνει την παραμικρή νύξη ότι προτίθεται να έρθει στην Ελλάδα;
Η (αν)αξιοπιστία της κυβέρνησης
Όμως, πόσο αξιόπιστη είναι η κυβέρνηση όταν ισχυρίζεται ότι πρώτιστο καθήκον της είναι να ενισχύσει τα δημόσια πανεπιστήμια;
Τέσσερεις είναι οι θεμελιώδεις πυλώνες για να πειστεί μία κοινωνία ότι η κυβέρνηση της όντως ενδιαφέρεται για τα δημόσια πανεπιστήμια: ο αριθμός των προσλήψεων καθηγητών, οι μισθοί των καθηγητών, η άμεση χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό και η φοιτητική μέριμνα. Λοιπόν, όποια αλχημεία και αν επιχειρηθεί, σε όλους αυτούς του δείκτες η Ελλάδα είναι τελευταία στην Ευρώπη, με μεγάλη διαφορά από τους προτελευταίους και οι αποκλίσεις σε σχέση με τι γίνεται στα ευρωπαϊκά δημόσια πανεπιστήμια, συνεχώς διευρύνονται.
Δεν θα ήταν χρήσιμο για όλους μας εάν ο κ.Πιερρακάκης μπορούσε να βρεί έστω έναν πίνακα, μία γραφική παράσταση ή κάποιο άλλο επίσημο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΟΟΣΑ που να διαψεύδει τον παραπάνω ισχυρισμό; Δεν θα βρει γιατί δεν υπάρχει. Έχει, δε, ενδιαφέρον ότι οι οργανισμοί αυτοί συντάσσουν τους πίνακες τους με βάση τα στοιχεία που λαμβάνουν από τις χώρες μέλη.
Με άλλα λόγια για πέντε χρόνια η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα ώστε να φανεί μια κάποια πρόθεση της να φροντίσει τα δημόσια πανεπιστήμια, δεν ξεκολλάμε από τις τελευταίες θέσεις σε όλους τους παραπάνω δείκτες και η ίδια κυβέρνηση μας υπόσχεται πως όλα θα βελτιωθούν με την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Είναι, επίσης, παραπλανητικός ο ισχυρισμός του Υπουργού Παιδείας ότι έχει αυξηθεί η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων. Η αύξηση δεν είναι δυνατόν να μετριέται με απόλυτους όρους, όταν ο πληθωρισμός, οι τιμές του πετρελαίου, του ηλεκτρικού ρεύματος και αερίου έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια και, άρα, μειώνουν ουσιαστικά την χρηματοδότηση και δεν την αυξάνουν.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού
Και, όμως, υπάρχει κάτι ιδιαίτερα θετικό με τις ρυθμίσεις της κυβέρνησης: η ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων θέτει με δραματικό τρόπο το θέμα της κατάργησης των Πανελλαδικών εξετάσεων. Εξηγούμαι:
Τρείς είναι οι θεωρητικές επιλογές που έχουν όσοι θέλουν να σπουδάσουν στα ιδιωτικά πανεπιστήμια:
- να εγγράφονται στα ιδιωτικά πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις με μόνον το απολυτήριο
- να εξετάζονται στις Πανελλαδικές όπως όλοι οι υποψήφιοι φοιτητές,
- να εξετάζονται στις Πανελλαδικές αλλά για τους υποψηφίους στα ιδιωτικά πανεπιστήμια να ισχύει μια ευνοϊκότερη ρύθμιση
Η πρώτη επιλογή είναι σαφέστατα αντισυνταγματική, μιας και θα υπάρχουν δύο κατηγορίες φοιτητών που θα λαμβάνουν ισότιμα πτυχία αλλά θα έχουν εισαχθεί με διαφορετικούς τρόπους.
Η δεύτερη καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την πρόσβαση στα ιδιωτικά.
Η κυβέρνηση επιλέγει την τρίτη για να δώσει την επίφαση της ισότιμης πρόσβασης αλλά ουσιαστικά ευνοεί τα ιδιωτικά πανεπιστήμια: έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί παραδείγματα με βάση τα οποία εισάγεται κανείς σε Ιατρική Σχολή ιδιωτικού πανεπιστημίου με κάτω από 9.000 μόρια, ενώ στην Ιατρική Σχολή Αθηνών απαιτούνται 19.000 μόρια. Για τη Νομική Αθηνών η βάση είναι 18.125 μόρια, για μία ιδιωτική νομική στην Αθήνα, σύμφωνα με το σύστημα που ανακοινώθηκε χρειάζονται λιγότερο από 9.000 μόρια! Άρα χάος.
Επειδή, όμως, μία τέτοια κατάσταση θα δημιουργήσει εξαιρετικά σοβαρά κοινωνικά και νομικά προβλήματα αν εφαρμοστεί από το 2025 που θα είναι και ο χρόνος έναρξης της λειτουργίας των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ο Υπουργός ήδη μιλάει για Εθνικό Απολυτήριο. Το οποίο, όμως, σύμφωνα με όσα διέρρευσαν από το Υπουργείο θα είναι ακόμη χειρότερο από το σημερινό: τράπεζα θεμάτων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, ποσοστό του βαθμού κάθε τάξης θα προσμετράται στον τελικό βαθμό, απολυτήριες εξετάσεις στη Γ΄ Λυκείου για την απόκτηση του Εθνικού Απολυτηρίου και Πανελλαδικές εξετάσεις για εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Με άλλα λόγια αυξάνεται ο αριθμός των εξετάσεων στο Λύκειο εκθετικά, η παραπαδεία εκτινάζεται και ευνοούνται τα ιδιωτικά σχολεία όπου υπάρχει πληθωρισμός των καλών βαθμών.
Οι Πανελλαδικές
Πριν τη διατύπωση μιας πρότασης που θα δίνει τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης στα πανεπιστήμια, ας αρχίσουμε από την κατάσταση που έχει διαμορφώσει η εμμονή στις Πανελλαδικές ως τρόπου εισαγωγής στα πανεπιστήμια μας.
- Είμαστε –αριστεροί, συντηρητικοί και κεντρώοι— πολίτες μίας κοινωνίας που συναινεί πως η είσοδος στο πανεπιστήμιο δεν (θα) γίνεται μέσω των σχολείων αλλά από έναν άλλον θεσμό, την ονομαζόμενη παραπαιδεία, με αποτέλεσμα την πλήρη ακύρωση του Λυκείου. Υπάρχει, άραγε, οικογένεια ή παιδιά που να μην το έχουν βιώσει αυτό; Αν είναι έτσι γιατί δεν καταργούμε το Λύκειο; Ειδικά δε την Γ΄ Λυκείου; Γιατί, αλήθεια, όλοι μαζί υποκρινόμαστε ότι έχουμε Λύκειο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουμε και, κυρίως, κάνουμε το παν για να μην έχουμε; Έτσι όπως έχουν τα πράγματα το Λύκειο έχει γίνει το πάρεργο του φροντιστηρίου.
- Ο μόνος ρόλος που επιτελούν οι εξετάσεις είναι διανεμητικός, δηλαδή να διανείμουν τους υποψηφίους στα διάφορα Τμήματα και να αποκλείουν έναν αριθμό υποψηφίων φοιτητών. Με την καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής το μόνο που έγινε είναι πως αποκλείστηκαν δεκάδες χιλιάδες παιδιά. Δημιουργήθηκε πελατεία για τα κολέγια, για τα ιδιωτικά και δημόσια ΙΕΚ και ο μορφωτικός χαρακτήρας των εξετάσεων δεν αναβαθμίστηκε.
- Οι Πανελλαδικές έχουν καταφέρει να είναι αδιάβλητες και σε μία κοινωνία που το αδιάβλητο είναι δυσεύρετο, η κοινωνία έχει “μεταφράσει” ότι το αδιάβλητο είναι και αξιοκρατικό! Άλλο, όμως, αδιάβλητο άλλο αξιοκρατικό.
- Ελάχιστοι αναρωτιούνται για τον μορφωτικό ρόλο των Πανελλαδικών εξετάσεων. Η γνώμη μου είναι ότι δεν προσφέρουν τίποτα απολύτως και μόνον κακό κάνουν όταν η παπαγαλία έχει πια γίνει η κανονικότητα σε όλα σχεδόν τα μαθήματα. Το αδιάβλητο είναι αποτέλεσμα του ότι δεν υπάρχουν διαρροές των θεμάτων από τα πριν και πως οι βαθμολογία κάθε μαθήματος είναι αντικειμενική. Πολλοί, όμως, ξεχνούν πως η αντικειμενικότητα της βαθμολογίας επιτυγχάνεται επειδή οι εξεταζόμενοι παπαγαλίζουν την ύλη για να περάσουν τις εξετάσεις και οι βαθμολογητές ουσιαστικά βαθμολογούν την πιστότητα τω απαντήσεων ως προς το διδακτικό εγχειρίδιο. Τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα για τα φυσικομαθηματικά μαθήματα –λίγο, όμως.
- Οι υποψήφιοι ειδικά την τελευταία χρονιά του σχολείου βιώνουν μία καθημερινότητα που είναι σε απόλυτη δυσαρμονία με αυτά που έχουν ανάγκη. Εντάσεις στην οικογένεια, αδυναμία να συνάψουν σχέσεις, φιλίες που χάνονται γιατί δεν “υπάρχει χρόνος” ούτε για αυτές, περιορισμένη ενασχόληση με τα κοινά ή και με δραστηριότητες εκτός σχολείου κτλ. Ποιος, αλήθεια, δίνει το ηθικό δικαίωμα σε γονείς και πολιτεία να επωμισθούν τέτοιες ευθύνες απέναντι στα νέα παιδιά σε μία περίοδο όταν η ψυχική υγεία και η διανοητική ισορροπία των παιδιών αυτών πρέπει να είναι το πρώτιστο καθήκον όλων μας;
Η σταδιακή κατάργηση των Πανελλαδικών
Γιατί δεν μπορούν οι υποψήφιοι να εισάγονται χωρίς εξετάσεις σε εκείνα τα Τμήματα που όντως θέλουν να σπουδάσουν και πρέπει το “σύστημα” να τους στέλνει σε πόλη που δεν επιθυμούν και –το σοβαρότερο-- σε ειδικότητα που δεν είναι στις βασικές τους επιλογές;
Θα υπάρχει ο αντίλογος πως όλοι, τότε, θα θελήσουν να εισαχθούν στην Ιατρική, στη Νομική ή στα Πολυτεχνεία. Είναι ένας ισχυρισμός που δεν βασίζεται σε καμία απολύτως πειστική μελέτη. Ακόμη, όμως, και αν δεχτούμε ότι θα υπάρχει μία τεράστια ζήτηση για τις τρεις αυτές ειδικότητες, θα μπορούσε να συνεχίσει να ισχύειε το υπάρχον σύστημα για αυτές τις ειδικότητες οι οποίες και αποτελούν ένα μικρό ποσοστό των ειδικοτήτων που προσφέρουν τα δημόσια πανεπιστήμια. Δεν θέλουν όλες και όλοι να γίνουν γιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί. Ας διευκολύνουμε, λοιπόν, σε πρώτη φάση, όσους θέλουν να σπουδάσουν τις άλλες ειδικότητες, ενισχύοντας με προσωπικό, και χρηματοδότηση τη λειτουργία των Τμημάτων αυτών και για τα “περιζήτητα” Τμήματα ας ισχύσει το υπάρχον καθεστώς μέχρι νεοτέρας.
Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσε:
- Να συνεχίσουν οι Πανελλαδικές για τα Τμήματα της Ιατρικής, Μηχανικών και Νομικής.
- Να εισάγονται χωρίς εξετάσεις σε Τμήματα σχετικά χαμηλής ζήτησης.
- Να ιδρυθούν επιπλέον Τμήματα μεσαίας ζήτησης. Με βάση τους υπολογισμούς, χρειάζονται περίπου άλλα 20 τμήματα αυτών των ειδικοτήτων και να εισάγονται και σε αυτά με το απολυτήριο.
Στην αρχή της εφαρμογής του συστήματος για περίπου 2 με 3 χρόνια δεν θα λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός του απολυτηρίου για όσους εξετάζονται με Πανελλαδικές, μετά μπορεί να αρχίσει από ένα ποσοστό του 10% και προοδευτικά να αυξάνεται.
Είναι απολύτως προφανές ότι τα παραπάνω απαιτούν έναν στοιχειώδη προγραμματισμό και μία συζήτηση για να πειστεί η κοινωνία. Χρειάζεται μία κυβέρνηση που έμπρακτα θα δείξει ότι πρώτα από όλα ενδιαφέρεται για την ψυχική υγεία των νέων στα σχολεία και την καθημερινότητα τους η οποία είναι σχεδόν αβίωτη όταν ετοιμάζονται για τις Πανελλαδικές. Μία κυβέρνηση που θα πάρει πρωτοβουλίες να προσλάβει επιπλέον καθηγητές από τον τεράστιο αριθμό εξαιρετικών νέων επιστημόνων και ερευνητών. Βέβαια για να λειτουργήσει ουσιαστικά ένα τέτοιο σύστημα, συνεπάγεται αλλαγές στα πανεπιστήμια και στα σχολεία. Κλειδί είναι η αναβάθμιση του απολυτηρίου το οποίο σήμερα δεν αντιπροσωπεύει τίποτα απολύτως. Προτάσεις υπάρχουν.
Οι δικοί μας υπολογισμοί για τα παραπάνω είναι πως σε βάθος τετραετίας χρειάζονται περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ (περίπου 125 εκατομμύρια κάθε χρόνο) ώστε να διπλασιαστεί ο αριθμός καθηγητών στα πανεπιστήμια, να διπλασιαστεί η χρηματοδότηση τους, να διοριστούν μόνιμοι εκπαιδευτικοί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Είναι αλήθεια τόσο μεγάλο το ποσό αυτό με το οποίο θα ενισχυθούν τα δημόσια πανεπιστήμια, και θα αρχίσει το σχολείο να επιτελεί τον κοινωνικό και μορφωτικό του ρόλο;
Αντικειμενικά, λοιπόν, το θέμα της σταδιακής κατάργησης των Πανελλαδικών εξετάσεων είναι πια στο τραπέζι. Ενδεχομένως να είναι το μόνο καλό που προκύπτει από τη συζήτηση για την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός Παιδείας.