Τουρισμός 2024: Ένα απαιτητικό «ταξίδι»
Το 2023 πέρασε στην ιστορία ως μια σπουδαία χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό, «κληροδοτώντας» το 2024 με ένα θετικό πρόσημο.
Ήταν η πρώτη χρονιά χωρίς κανέναν ταξιδιωτικό περιορισμό μετά την πανδημία, σηματοδοτώντας την έξοδο από τη μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισε ο τουρισμός σε παγκόσμιο επίπεδο. Με μια αξιοσημείωτη αύξηση των αφίξεων – τόσο αεροπορικών όσο και οδικών, το 2024 προδιαγράφεται εξίσου θετικό.
Η προαναφερθείσα αύξηση αποτυπώνεται στα Στατιστικά Στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από το ΙΝΣΕΤΕ τον Δεκέμβριο, και αφορούν στο διάστημα Ιανουάριος – Νοέμβριος 2023. Συγκεκριμένα, οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις αγγίζουν τα 23,5 εκατομμύρια, καταγράφοντας αύξηση 11,6% σε σχέση με το 2022, και οι οδικές αφίξεις τα 9,9 εκατομμύρια, παρουσιάζοντας αύξηση σχεδόν 31,6 % συγκριτικά με το 2022. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις - μέχρι και τον Οκτώβριο - διαμορφώθηκαν στα 19,6 δισεκατομμύρια ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 14,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022. Αναμένοντας τα επίσημα οικονομικά στοιχεία για το 4ο τρίμηνο του 2023, και με δεδομένο ότι ο Οκτώβριος παρουσίασε αύξηση εσόδων 10,2%, τα συνολικά έσοδα του 2023 αναμένεται να ξεπεράσουν τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το μέλλον του τουρισμού για το 2024 διαφαίνεται ευοίωνο, με τις προ-κρατήσεις να κυμαίνονται στα επίπεδα του 2023, διατηρώντας έτσι την Ελλάδα στην ελίτ των παγκόσμιων τουριστικών brand.
Μια «κατάκτηση» που οφείλεται στις σωστές βάσεις που τέθηκαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών και στην αποτελεσματική διαχείριση κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που «γεννήθηκαν» το 2023, όπως οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης στη χώρα μας και η μεταστροφή της τουριστικής συμπεριφοράς εξαιτίας της, οι παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες είναι ικανές να απειλήσουν το τουριστικό προϊόν. Άλλο ένα ζήτημα που χρήζει προσοχής είναι ο ανταγωνισμός που εντείνεται ολοένα και περισσότερο αναφορικά με τη σχέση ποιότητας - τιμής του τουριστικού προϊόντος. Τέλος, οι απαιτήσεις που απορρέουν από τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη σε περιβαλλοντικό, πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο αποτελούν μείζον ζήτημα για την περαιτέρω τουριστική άνθηση.
Μια από τις βασικές προϋποθέσεις, ώστε να παραμείνει ο ελληνικός τουρισμός ισχυρός, είναι η διατήρηση και αύξηση του ενδιαφέροντος, κάτι που σύμφωνα με μελέτες συντελείται, με την Ελλάδα να διατηρεί την ανταγωνιστικότητά της – ξεπερνώντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – ως προς την εμπειρία επίσκεψης. Η ενίσχυση της βιωσιμότητας του ελληνικού προϊόντος είναι εξέχουσας σημασίας, και ένα μέσο επίτευξής της είναι η ανάπτυξη των υποδομών, με απαραίτητο προ-απαιτούμενο την κινητοποίηση τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα. Στον ιδιωτικό τομέα καταγράφεται έντονη επενδυτική δραστηριότητα, σε αντίθεση με τον δημόσιο τομέα που ακολουθεί «ασθμαίνοντας». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Μελέτης του ΙΝΣΕΤΕ «Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία», οι επενδύσεις στον τουρισμό εκτιμάται ότι αγγίζουν τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ αποτελούν εγχώρια προστιθέμενη αξία, μετατρέποντας την Ελλάδα σε έναν ολοκληρωμένο τουριστικό προορισμό για τους επισκέπτες.
Για την επίτευξη των στόχων του, ο ελληνικός τουρισμός θα πρέπει να συμβαδίζει με τις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές περιστάσεις, και να αντιμετωπίζει όποιες προκλήσεις εμφανίζονται «στο διάβα» του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΕΤΕ, έχοντας ως προτεραιότητα τη δημιουργία ενός βιώσιμου και ανθεκτικού προϊόντος, έχει προσαρμόσει τη στρατηγική του εντάσσοντας την ανάπτυξη πλάνου μετάβασης των τουριστικών επιχειρήσεων σε βιώσιμη λειτουργία, με συγκεκριμένα εργαλεία και μεθοδολογία, και ορίζοντα υλοποίησης εντός του 2024.