Τα διδάγματα από την υπόθεση Μπελέρη
Ανανεώθηκε:
Ο Φρέντι Μπελέρης εκλέχθηκε δήμαρχος της Χειμάρρας σε πείσμα της σύλληψης του, που αποσκοπούσε πρόδηλα στην τρομοκράτηση των ψηφοφόρων, όπως έγινε λίγο πριν το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας.
Από την αρχή ζητήσαμε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να μην περιοριστεί στην αυτονόητη άσκηση διαβήματος προς τα Τίρανα, αλλά να επιδιώξει την διεθνοποίηση της υπόθεσης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ΟΑΣΕ. Σε κάθε περίπτωση, η περίπτωση Μπελέρη προσφέρεται για συγκρίσεις ανάμεσα στην εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της Νέας Δημοκρατίας.
Είναι αλήθεια ότι η διπλωματία μας έχει ορισμένες πάγιες σταθερές, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κυβερνήσεων. Είμαστε φιλειρηνική χώρα, αποδεχόμαστε το διεθνές δίκαιο ως βάση των διμερών και πολυμερών σχέσεων, επιδιώκουμε φιλικές σχέσεις με όλες τις χώρες του κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υφίστανται σημαντικές διαφορές και ως προς τα μέσα και τον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής και ως προς τη στρατηγική επιδίωξης των εθνικών στόχων. Η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, απορρίπτοντας τη λογική της αδράνειας και της "μη-λύσης", επεδίωξε την ανάδειξη της πατρίδας μας σε ενεργό πρωταγωνιστή. Και δεν αναφέρομαι μόνον στη Συμφωνία των Πρεσπών. Όπως έχουν δεχθεί τόσο ο νυν όσο και ο πρώην Πρόεδρος της Κύπρου, οι κύριοι Χριστοδουλίδης και Αναστασιάδης, ποτέ δεν φτάσαμε τόσο κοντά στη λύση του Κυπριακού όσο στο Κρανς Μοντάνα και μάλιστα, για πρώτη φορά, με θέσεις αρχής που έθεταν επί τάπητος την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση των εγγυήσεων. Θέσεις που χάρη στον αγώνα που έδωσε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα θεωρούνται "κεκτημένο".
Ο χειρισμός των ελληνοαλβανικών σχέσεων αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφορετικής λογικής των κυβερνήσεων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Πάγια επιλογή όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, από τη λεγόμενη Ατζέντα της Θεσσαλονίκης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 2003, είναι η υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των δυτικών Βαλκανίων. Ο στόχος αυτός όμως πρέπει να συνδυάζεται με την προώθηση και των εθνικών μας συμφερόντων, με σεβασμό πάντα και της διεθνούς νομιμότητας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτό, τον Μάρτιο του 2019, όταν ο Αλέξης Τσίπρας είχε βρεθεί στη Ρουμανία για την τετραμερή Σύνοδο Ελλάδας –Σερβίας – Ρουμανίας - Βουλγαρίας, είχε απευθύνει ευθεία προειδοποίηση για την ενταξιακή προοπτική της Αλβανίας, αναφερόμενος σε απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης που καθιστούσε αδύνατη την αναγνώριση της ιδιοκτησίας παραθαλάσσιων περιουσιών της μειονότητας: “Είναι μια υπόθεση που δεν μας δίνει την αισιοδοξία σε ό,τι αφορά την κρίσιμη ευρωπαϊκή προοπτική αυτής της χώρας, που αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί. Οι προϋποθέσεις να κινηθούμε σε αυτή την κατεύθυνση όμως, αν επαληθευτούν αυτές οι πληροφορίες που έχουμε, νομίζω ότι δεν υπάρχουν”, είχε υπογραμμίσει.
Μία ώρα μετά από αυτές τις δηλώσεις Τσίπρα, η αλβανική κυβέρνηση ανακάλεσε την απόφαση. Στη συνέχεια, στις 18 Ιουνίου 2019, στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. για τη διεύρυνση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε για πρώτη φορά ότι μεταξύ των κριτηρίων για να προχωρήσει η ενταξιακή διαδικασία όλων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων (και άρα και της Αλβανίας) είναι το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και τα περιουσιακά δικαιώματα των μειονοτήτων. Οι αλβανικές αρχές δεν έχουν ακόμη ανταποκριθεί με πληρότητα στα κριτήρια αυτά. Για αυτό το λόγο, θύμισε ο Αλέξης Τσίπρας στην προεκλογική διακαναλική συνέντευξη του ότι, όταν ο Έντι Ράμα ζητούσε να συμφωνηθούν αμοιβαίες επίσημες επισκέψεις στην Αθήνα και στα Τίρανα, «δεν το έκανα γιατί είχα θέσει ως όρο την προώθηση των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνική μειονότητας στην Αλβανία». «Τι έκανε ο κ. Μητσοτάκης 4 χρόνια για τα δικαιώματα; Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επικοινωνία. Ιδιωτική εξωτερική πολιτική; Πού είναι τα εθνικά μας συμφέροντα; Και έχει το θράσος να εγκαλεί εμάς για τον πατριωτισμό μας;» πρόσθεσε.
Πράγματι, ο κ. Μητσοτάκης ακολούθησε, ως συνήθως, μια διπλωματία που προσανατολιζόταν σε μικροπολιτικά και επικοινωνιακά οφέλη. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το μήνυμα που έστειλε δημόσια από την Αλβανία στους βορειοηπειρώτες, να τον ψηφίσουν. Μετά, ανταποδίδοντας τους επαίνους του κ. Ράμα ότι είναι «ο καλύτερος πρωθυπουργός που είχε η Ελλάδα», οργάνωσε προς τιμή του στο Ζάπειο έκθεση ζωγραφικής για την παρουσίαση των έργων του. Δεν είναι κακό να καλλιεργούνται οι προσωπικές σχέσεις στην διπλωματία. Χωρίς αυταπάτες όμως. (Να θυμίσω ότι ο πρωθυπουργός και στα ελληνοτουρκικά έλπιζε στην αρχή ότι θα αρκούσε η καλλιέργεια προσωπικών σχέσεων με τον κ. Ερντογάν για τη βελτίωση της κατάστασης και για το λόγο αυτό δεν έθιξε καθόλου ζητήματα τουρκικής επιθετικότητας κατά την πρώτη του συνάντηση μαζί του στη Νέα Υόρκη το 2019. Έτσι αιφνιδιάσθηκε πλήρως από την ανακοίνωση, λίγο μετά, του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου. Την περασμένη Κυριακή διαβάσαμε στην «Καθημερινή» ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θεωρεί ότι μετά τις εκλογές μπορεί να υπάρξει μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις «αρκεί ο κ. Μητσοτάκης να κρατήσει τις υποσχέσεις του». Σε πρόσφατο debate με τον κ. Δένδια ρώτησα ποιες είναι οι υποσχέσεις αυτές, χωρίς να πάρω συγκεκριμένη απάντηση.)
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι χωρίς συνέπειες. Ακόμη περιμένουμε την υπογραφή συνυποσχετικού για την από κοινού προσφυγή στη Χάγη για την οριοθέτηση των θαλάσσιων οικονομικών ζωνών, την οποία η Νέα Δημοκρατία όλα αυτά τα χρόνια διαφήμιζε ως άμεσα επικείμενη. Τα δε θέματα της εθνικής μειονότητας μας εξακολουθούν να λιμνάζουν. Στις 24 Δεκεμβρίου 2022, λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη – φιέστα Μητσοτάκη στη Χειμάρρα, ο αντιπρόεδρος της Ομόνοιας, κατά τη διάρκεια συνάντησης με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην Κουμουνδούρου, είχε δηλώσει: “δεν έχουν αλλάξει πολλά ή σχεδόν τίποτα από τη μέρα που κάνατε τη σημαντική εκείνη δήλωση στο Βουκουρέστι”. Ο δε Αλέξης Τσίπρας του απάντησε: “Το γνωρίζω και ένας από τους λόγους που εγώ δεν αποδέχτηκα την πρόσκληση του κ. Ράμα ήταν, διότι ποτέ δεν θα μπορούσα να δεχτώ, χωρίς να έχουν προχωρήσει τα μειονοτικά θέματα, να οργανώνω φιέστες. Η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας πρέπει να συνδυαστεί με πολύ σημαντικά βήματα στο θέμα των δικαιωμάτων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το περιουσιακό βέβαια ζήτημα της ελληνικής μειονότητας διότι ανθρώπινα δικαιώματα και Ε.Ε. πάνε μαζί, δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα. Και θα στηρίξουμε τη γειτονική χώρα στην επιλογή της, αν βεβαίως και αυτή συνάδει με τις αρχές και τις αξίες της Ε.Ε.”.
Ο κ. Μητσοτάκης θα έπρεπε να απολογηθεί στον ελληνικό λαό και στον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό, διότι αντί να επενδύσει σε έναν συντεταγμένο, αμοιβαία επωφελή ελληνοαλβανικό διάλογο, διεκδικώντας απτή πρόοδο στα δικαιώματα της μειονότητας, προτίμησε να κάνει φιέστες με τον Πρωθυπουργό της Αλβανίας με στόχο επικοινωνιακά και πολιτικά οφέλη. Οι ελληνοαλβανικές και οι ευρωαλβανικές σχέσεις μπορούν να προχωρήσουν μόνο σε αμοιβαία επωφελή βάση, στο πλαίσιο ενός ειλικρινούς και συντεταγμένου διαλόγου, απέναντι σε λογικές εθνικισμού, χωρίς μαξιμαλισμούς και προκλήσεις.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και Υπ. Βουλευτής Β1 Βόρειου τομέα της Αθήνας.