ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Ελλάδα του Μάνου

Η Ελλάδα του Μάνου
Wikipedia

Πώς πεθαίνει κανείς; Άλλοι φεύγουν σαν τα σύννεφα, πετούν αργά στον ουρανό και χάνονται χωρίς τιμές και δόξες. Άλλοι σβήνουν σαν χάρτινα φεγγαράκια, κρατώντας το ζεστό χέρι κάποιου αγαπημένου προσώπου. Άλλοι φεύγουν βίαια, σπρώχνονται στην άβυσσο από ζωές που έγιναν δίκοπο μαχαίρι. Κάποιοι όμως πάνε μια βόλτα στο φεγγάρι και μένουν εκεί για πάντα. Και μας θυμίζουν όλα όσα πέθαναν μαζί τους.

Ο θάνατος του Μάνου Χατζιδάκι, σαν σήμερα, πριν από είκοσι δύο χρόνια, δεν σηματοδότησε απλώς το τέλος ενός ανθρώπου που αποτύπωσε στις παρτιτούρες του την ανάσα μιας εποχής. Όχι. Όσο σπουδαίος κι αν είσαι, μια μέρα θα πεθάνεις και θα σε θάψουν και μετά θα σε θυμούνται μέσα από το έργο σου ή δεν θα σε θυμούνται καθόλου. Όχι, μες στο πρόγραμμα είναι και ο θάνατος. Μια αναπόφευκτη αυλαία και για τους μεγάλους.

Υπάρχουν όμως ορισμένοι που φεύγοντας παίρνουν μαζί τους και μια ολόκληρη εποχή. Και ο χαμός του Μάνου αυτό ήρθε να επισφραγίσει: το οριστικό τέλος μιας αθωότητας που ήδη δοκιμαζόταν, το μεταίχμιο μιας Ελλάδας που άλλαζε, που από τις γλυκές χωμάτινες αντάρες του εικοστού αιώνα περνούσε στην εποχή του θορύβου, της απόλυτης διάβρωσης, του νεοπλουτισμού και των αστραφτερών σαλονιών που αργότερα θα οδηγούσαν στην κατάρρευση.

Ήταν το καλοκαίρι του 1994. Σκάνδαλα είχαμε ήδη δει πολλά. Σκάνδαλα με πάμπερς, ειδικά δικαστήρια, Κοσκωτάδες, έναν Ανδρέα ερωτευμένο... Η 17 Νοέμβρη να γράφει με κηλίδες αίματος μια ιστορία τρόμου. Η Εθνική ποδοσφαίρου να προετοιμάζεται για το τραυματικό Μουντιάλ της Αμερικής. Ήταν η χρονιά που η ελληνική κοινή γνώμη είχε σοκαριστεί από συνεχόμενες, άρρωστες εγκληματικές ενέργειες. Δουρής. Ματθαίος Μονσελάς. Οι σατανιστές της Παλλήνης. Η τηλεόραση συνεχώς ανοιχτή. Ήταν οι μήνες που τα ιδιωτικά ΜΜΕ επικράτησαν κατά κράτος στην ενημέρωση, φέρνοντάς μας απευθείας αντιμέτωπους με τα πρόσωπα του τρόμου και της φρίκης. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά, μια ψυχή φτερουγίζει στον ουρανό. Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε μισό αιώνα πριν δουλεύοντας σαν παγοπώλης και φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά και έφτασε να γίνει μελωδία στα χείλη εκατομμυρίων ανθρώπων από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Το ότι άφησε φτωχότερη αυτή τη χώρα ή το ότι θα τραγουδιέται πάντα, είναι φράσεις κλισέ που μάλλον υποβαθμίζουν το ορόσημο της απώλειας. Όχι. Ο Μάνος έφυγε πάνω που τα πράγματα είχαν αρχίσει να ζορίζουν. Η δεκαετία του ενενήντα είχε ήδη αρχίσει να καταπίνει τούτο τον τόπο. Ήταν η εποχή που το εύκολο χρήμα είχε αρχίσει να κυριαρχεί, που ο οποιοσδήποτε μπορούσε να αγοράσει μια εφημερίδα, μια ποδοσφαιρική ομάδα, μια κυβέρνηση. Η Ελλάδα του Μάνου είχε μείνει βυθισμένη στη σιωπή και παρακολουθούσε αμήχανα την εξέλιξη, δίχως φυσικά να φαντάζεται το τίμημα. Ακόμη και τα πιο ελπιδοφόρα υπερωκεάνια δεν μπορούν εύκολα να διακρίνουν το παγόβουνο που καιροφυλαχτεί στην ομίχλη.

Το τέλος του Μάνου, σαν σήμερα, πριν από είκοσι δύο χρόνια, έγραψε το τέλος μιας αισθητικής. Η Ελλάδα η δική του, του Χορν, του Γκάτσου, της Μελίνας, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Τσαρούχη, του Κουν, του Σικελιανού, η Ελλάδα των ζωγράφων και των ποιητών, η Ελλάδα του Θεάτρου Τέχνης, των μπουάτ, του Φίνου και του ασπρόμαυρου Φρέντι Γερμανού, παρέδωσε και επισήμως τη θέση της στην Ελλάδα της διαπλοκής, των ορθάδικων, της τηλεοπτικής βίας και αυτού του ακατάσχετου δημόσιου διαλόγου που δεν οδηγεί πουθενά. Η οδός ονείρων τώρα πια ήταν ένας δρόμος χωρίς χώμα και με πολλά λαμπερά φώτα, αλλά οδηγούσε προς τον γκρεμό, και οι αφιονισμένοι ταξιδιώτες ζούσαν το νεοελληνικό όνειρο πλουτίζοντας στο χρηματιστήριο και βλέποντας το πρόσωπο της χώρας τους στα μεγαλεία του 2004. Ο Κύκλος με την Κιμωλία όμως εικονίζει σήμερα εκείνη τη χαμένη πνοή των μεγάλων, των πραγματικά μεγάλων. Όχι. Ο Μάνος δεν πέθανε. Δεν είναι στον ουρανό. Είναι μαζί μας. Ζει ακόμη. Και ανασαίνει ακόμη, όπως οι Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη. Αυτό που πέθανε είναι η Ελλάδα των υπερβατικών ταξιδιών. Η μόνη Ελλάδα που σήμερα μπορεί να μας εμπνεύσει πραγματικά.

*Ο Στέφανος Δάνδολος είναι δημοσιογράφος - συγγραφέας