ΑΠΟΨΕΙΣ

Η πολυτέλεια δεν «ξέρει» από ύφεση και κρίση

Η πολυτέλεια δεν «ξέρει» από ύφεση και κρίση
Ο αυξημένος πληθωρισμός και ο φόβος για μια επερχόμενη οικονομική ύφεση δεν είναι αρκετά απαισιόδοξα στοιχεία για την αγορά πολυτελών προϊόντων AP - Mary Altaffer

Στα βαθιά επίπεδα της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού, όταν οι απλοί εργαζόμενοι πολίτες έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ του αν θα δουλέψουν για να πληρώσουν το ενοίκιο τους ή αν θα προστατεύσουν την υγεία τους, οι πιο εύποροι πολίτες έκαναν έρευνα αγοράς για να δουν που θα επενδύσουν τα χρήματα τους. Άλλωστε είναι «γνωστό» πως μια περίοδος γενικευμένης κρίσης είναι η καλύτερη περίοδος για τους έχοντες να αγοράσουν σε χαμηλότερες τιμές, αρκεί να είναι «έτοιμο» το κεφάλαιο που απαιτείται.

Το ίδιο φαινόμενο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και τώρα, καθώς παρότι δεν διαφαίνεται σύντομα το τέλος της ενεργειακής κρίσης ή λύση στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας – και με έναν πόλεμο να βρίσκεται σε εξέλιξη, η αγορά πολυτελών προϊόντων βρίσκεται στα καλύτερα της, αν κρίνει κανείς από τα κερδοφόρα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες η LVMH, ιδιοκτήτρια εταιρεία των διάσημων high end brands, Louis Vuitton και Christian Dior, μεταξύ άλλων.

Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις πολυτελών προϊόντων μόδας και δερμάτινων ειδών της LVMH σημείωσαν άλμα 22% για το προηγούμενο τρίμηνο αποδεικνύοντας πως ο αυξημένος πληθωρισμός και ο φόβος για μια επερχόμενη οικονομική ύφεση δεν είναι αρκετά απαισιόδοξα στοιχεία για να μην αγοράσει κάποιος μία από τις πιο ακριβές τσάντες από τον κατάλογο του ομίλου.

Και γιατί όχι άλλωστε. Πέρα από το πολύ απλό, «όποιος τα έχει μπορεί να τα ξοδέψει όπου θέλει», η αγορά πολυτελών προϊόντων είναι πολλές φορές μια πολύ καλή επένδυση, σε οικονομικό επίπεδο.

Ειδικά, αν σκεφτεί κανείς πως η αγορά μιας πολυτελούς τσάντας όπως η Birkin της Hermès θεωρείται από πολλούς ως καλύτερη επένδυση από την αγορά χρυσού ή χρηματιστηριακών μετοχών, καθώς είναι σίγουρο το κέρδος σε μία ενδεχόμενη μεταπώληση (σε καλή κατάσταση). Κυρίως σε ένα περιβάλλον ανασφαλών κινήσεων στα χρηματιστήρια, όπως αυτό που βιώνουμε.

Εξετάζοντας στοιχεία του 2021, από την Art Market Research (AMR) η ζήτηση μιας τσάντας όπως η Hermès Himalaya Birkin (η τιμή της οποίας κυμαίνεται από 9.000 δολάρια έως και 500.000 δολάρια), για αγορά ως δυνητική επένδυση ξεπερνά αυτή της τέχνης, των κλασικών αυτοκινήτων και του σπάνιου ουίσκι. «Οι τσάντες Birkin ξεπέρασαν τον S&P 500 και την τιμή του χρυσού τα τελευταία 35 χρόνια - με την πρώτη τσάντα Birkin να κυκλοφορεί το 1981», έχει γράψει σχετικά το περιοδικό «Time».

Αντίστοιχη αγοραστική άνθηση σημειώνεται και στις δημοπρασίες όπως φαίνεται και από την πιο πρόσφατη πώληση της ακριβότερης τσάντας στην ιστορία του Sotheby’s, μόλις τον προηγούμενο μήνα. Μια Hermès «Kelly», με δέρμα κροκόδειλου, η οποία δημοπρατήθηκε έναντι 352.800 ευρώ.

Σε αυτό, μπορεί να προσθέσει κανείς και το φαινόμενο των «εκδικητικών αγορών», κατά τα «εκδικητικά ταξίδια». Δύο τάσεις που έκαναν την εμφάνιση τους με την άρση των μέτρων περιορισμού λόγω covid-19 σε όλο τον πλανήτη. Μετά τον εγκλεισμό της πανδημικής περιόδου ο κόσμος ήθελε να βγει, να ψωνίσει και να ανεβάσει το ηθικό του σε μια προσπάθεια να αλλάξει το ψυχολογικό κλίμα.

Πλέον αυτό που μένει να φανεί είναι το αν οι πληθωριστικές πιέσεις θα φτάσουν να έχουν αντίκτυπο και στα… μεγαλύτερα πορτοφόλια. Γιατί για τα «μικρά» ξέρουμε ήδη.