ΑΠΟΨΕΙΣ

Κύκλος, χρόνος, ξένος. Ξένοι του Sergio Belbel στο Εθνικό Θέατρο (Νέο Ρεξ)

Κύκλος, χρόνος, ξένος. Ξένοι του Sergio Belbel στο Εθνικό Θέατρο (Νέο Ρεξ)

Ο ξένος είναι πάντα πληθυντικός και ρευστός: πληθυντικός επειδή σε κάθε υποκείμενο κρύβεται πάντα και ο άλλος, ρευστός αφού ανάμεσα στο εγώ και το εσύ είναι ενεργή συνεχώς μια αμοιβαία συμπληρωματικότητα που αίρει τα κλειστά όρια και τις μονοσήμαντες ταυτοποιήσεις.

Το έδαφος κάθε ταυτότητας είναι διάτρητο από υπόγειες εγγύτητες με άλλες ταυτότητες που μοιάζουν διαφορετικές και ξένες. Έτσι το ξένο υπονομεύει το οικείο, αλλά και το συγκροτεί ως τέτοιο. Αυτή η διαδικασία είναι εμφανής στους Ξένους του Sergio Belbel, του Καταλανού συγγραφέα που έγινε γνωστός στην Ελλάδα από το 1999, όταν το θέατρο «Αμόρε» παρουσίασε το Μετά τη βροχή*.

Δεν υπάρχει ούτε ένας κόσμος στην ανθρώπινη ζωή όπου θα μπορούσαμε να νοιώθουμε απολύτως οικεία**, ούτε καν ο οικογενειακός ή ο προσωπικός κόσμος. Ο Belbel αποτυπώνει την ίδια με τον Waldenfels σκέψη με δύο τρόπους: με μία ευσύνοπτη, κάθετη, γεωμετρική τοπογραφία, όπου οι ξένοι διαμένουν στον επάνω όροφο μιας κατοικίας και με μία πιο σύνθετη, οριζόντια, χρονική διήθηση, όπου το ξένο βρίσκεται μέσα μας, στο παρελθόν μας και το φέρουμε σαν μια ανυπόφορη κληρονομιά. Ανυπόφορη, πλην όμως κληρονομιά. Το ενδιαφέρον αυξάνει στη δυσκολία και η προσοχή στην παρακολούθηση της παράστασης εντείνεται όταν οι θεατές διαπιστώνουν σταδιακά ότι ο ένας τρόπος διασταυρώνεται με τον άλλον, ότι υφαίνεται μέσω του άλλου.

πεφανης

Στη διασταύρωση αυτή θα πρέπει να εστιάσουμε στο παράδοξο γεγονός ότι το ξένο είναι το οικείο και μάλιστα το πολύ οικείο, το συγγενικό. Κατά τις αλλεπάλληλες και αμοιβαίες χρονικές διεισδύσεις, σε σκηνικό που εν πολλοίς δεν αλλάζει και με κοστούμια που δεν έχουν παρά ελάχιστες παραλλαγές (Εύα Νάθενα), δημιουργείται ένας στρόβιλος ανάμεσα στα πρόσωπα των ηθοποιών που παραμένουν τα ίδια και στα δραματικά πρόσωπα που εναλλάσσονται διαρκώς. Τους μόνους δείκτες εναλλαγής επωμίζονται οι φωτισμοί (Σάκης Μπιρμπίλης), χωρίς όμως ορατές διαφορές.

Η ζαλιστική αυτή κίνηση δεν αφήνει κατά βάθος παρά μόνο τους οικογενειακούς ρόλους σταθερούς. Έτσι τα πρόσωπα έρχονται και φεύγουν σαν τα κύματα που σπάνε στους βράχους, αλλά είναι συγκλονιστική, για κάποιους ακόμα και εφιαλτική η συνειδητοποίηση ότι αυτοί οι αμετακίνητοι βράχοι είναι οι ρόλοι που έπαιζαν κάποτε αυτοί που μας έφεραν στη ζωή, αυτοί οι ίδιοι που παίζουμε και εμείς σε μία σκοτεινή συνέχεια. Ο Belbel σε αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζει με τις επαναλήψεις της ασθένειας, της ξενότητας και της αποξένωσης, της βαθύτερης υπαρξιακής μοναξιάς.

Κανένα μελόδραμα εδώ (αν και μερικά στοιχεία το θυμίζουν). Το κλίμα είναι πιο «βαρύ», η κατάσταση πιο σύνθετη απ’ ό,τι αφήνει να φανεί εξαρχής η κυκλικότητα του χρόνου. Εάν η ξενότητα βρίσκεται μέσα μας, εάν δεν κατοικεί μόνο στο σπίτι μας, αλλά είναι επιπλέον ένα συστατικό αυτού που είμαστε, τότε θα πρέπει να την προσοικειωθούμε ως έναν δυναμικό παράγοντα στη ζωή μας, εάν θέλουμε να αμφισβητήσουμε τον κλειστό κύκλο, την τυφλή επανάληψη, τους αμετακίνητους βράχους.

Η δυσανεξία στην κατανόηση και οικείωση του ξένου λοιπόν (παρά το οικείο μετάφρασμα της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ) είναι η κινητήρια δύναμη του έργου, ενός έργου με πολιτικές αιχμές (αφού ο ξένος είναι ο κατ’ ανάγκην μετανάστης) χωρίς να είναι «πολιτικό», με φιλοσοφικές πτυχές (αφού η ξενότητα υπονομεύει το πάλαι ποτέ στέρεο υποκείμενο) χωρίς να είναι «φιλοσοφικό» και έντονες κοινωνικές αναφορές (αφού ανατέμνεται αδίστακτα η οικογενειακή κυψέλη) χωρίς να είναι αυστηρά κοινωνικό. Τo αυγουστίνειο «redi in interiorem hominem» αναδύεται ούτως ή άλλως σε κάθε ατάκα και σε κάθε απεύθυνση: «ψάχνε στο εσωτερικό των ανθρώπων» ακόμα και εκεί που γίνονται δήμιοι επειδή υπήρξαν μάρτυρες, ακόμα και εκεί που το βάρος των κλειστών ρόλων σκεπάζει κάθε εσωτερικότητα.

Οι χαρακτήρες στους Ξένους είναι σμιλευμένοι με το τσεκούρι, περιγραμματικοί, ευσύνοπτοι, σχεδόν συνεκδοχικοί, γι’ αυτό και αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τους ηθοποιούς. Αυτοί καλούνται να τους αποδώσουν την ιδιαίτερη πνοή και τον προσίδιο επιτονισμό. Ο Δημήτρης Πασσάς λ.χ. καλείται να ενσαρκώσει έναν ομοφυλόφιλο γιο, μαλακό σαν την ουλή που δεν έχει θρέψει και, διαδοχικά, έναν σκληρό και άπονο γιο, έναν γόνο χωρίς γονείς ουσιαστικά (άρα έναν γόνο άγονο) αφού τους έχει αποκηρύξει μέσα του.

Επικίνδυνος ο μετεωρισμός, αλλά ο νεαρός ηθοποιός κρατά εν τέλει τις ισορροπίες. Η γρήγορη, συντετμημένη, ενίοτε στακάτη γραφή του Belbel αφήνει πολλά αποσιωπητικά, όπως βλέπουμε στα πρόσωπα του Θέμη Πάνου: αμήχανος σύζυγος στην αρχή, η εξέλιξη του εξαρτημένου γιου στη συνέχεια που αποκτά μιαν αυτοπεποίθηση, αλλά συνεχίζει να κουβαλά σιωπηλά τους δικούς του ξένους με το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής του και την πυκνότητα στην εκφορά του λόγου.

Η σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη κατάφερε να «δέσει» πειστικά δύο τόσο διαφορετικούς ηθοποιούς χωρίς να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά κανενός. Στο διπλό πρόσωπο της μητέρας και της μητέρας που ήταν κάποτε η κόρη και που έφυγε και αυτή από την ίδια αρρώστια που έφυγε και η μητέρα της, η Λυδία Κονιόρδου κρατάει στα χέρια της σφιχτά τον κόμπο που πρέπει να λύσουν οι θεατές, καθώς από αυτόν εξαρτάται όλο το παιχνίδι της λοιμικής επανάληψης. Θεωρώ ότι σωστά οι αποκλίσεις στις δύο ερμηνείες ήταν απειροελάχιστες. Η ίδια μέθοδος, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, υιοθετήθηκε και για τον Νικόλα Χανακούλα που υποδύθηκε διαδοχικά τον σκληρό πατέρα της οικογένειας των μεταναστών και τον κακοποιημένο, αλλά εξίσου σκληρό γιο και τον Κρις Ραντάνοφ ως γείτονα και νέο.

Στον κύκλο των σαράντα ετών, στην καλοκουρδισμένη μηχανή του χρόνου, στα ασταμάτητα γρανάζια της και η Δανάη Σκιάδη, ως κόρη και εγγονή, με το πιτσικάτο παίξιμο που όμως δεν απορροφά όλο το δραματικό έρμα του έργου και στην περιφέρεια του κύκλου, ο μόνος χωρίς διπλό ρόλο, ο παππούς του Παντελή Παπαδόπουλου, χαράσσει με απλότητα τη διάμετρος του κύκλου.

Πρέπει να πιστωθεί στον Μαστοράκη και στο Εθνικό Θέατρο η καθαρή επιλογή ενός σκληρού και συνάμα τρυφερού έργου, μακριά από τα εύκολα ανεμομαζώματα (και τα ακόμα πιο εύκολα ανεμοσκορπίσματα) της σκηνικής σύγχυσης και της εικονοκλαστικής ιδεολογίας.

*Έχουν εκδοθεί πέντε έργα του: Mετά τη βροχή, Oλκός, Αθήνα 1999, Μια στιγμή πριν, Ύψιλον, Αθήνα 2004, Το αίμα, Άπαρσις, Αθήνα 2012, Οφσάιντ-εκτός παιδιάς, Σοκόλη, Αθήνα 2016. Μαζί με τον Jordi Sanchez έχει γράψει το «αντιαισθητικό μιούζικαλ» Είμαι άσχημη, Ύψιλον, Αθήνα 2007.
**Bernhard Waldenfels: Topographie de l’étranger. Études pour une phénoménologie de l’étranger 1, Van Dieren. Paris 2009, σ. 26.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.