ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιατί η σημερινή κρίση είναι χειρότερη από τον κορωνοϊό

Γιατί η σημερινή κρίση είναι χειρότερη από τον κορωνοϊό
Σε αντίθεση με την πανδημία, η σημερινή ενεργειακή και πληθωριστική κρίση δεν είναι εξίσου «δημοκρατική». Unsplash

Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαντάζει αδιανόητο, όμως οι μακροχρόνιες και δομικές συνέπειες της κρίσης που ζούμε σήμερα είναι σαφώς χειρότερες σε σχέση με αυτή του κορωνοϊού.

Και μπορεί η πανδημική κρίση ακόμη να μην έχει ολοκληρωθεί -με τη Σαγκάη για παράδειγμα να παραμένει σε σκληρό lockdown- όμως ο δυτικός κόσμος και κυρίως η Ευρώπη βιώνει τις συνέπειες της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, έχοντας -ομολογουμένως αρκετά βίαια- περάσει στη μετα-πανδημική εποχή.

Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο κρίσεων που κάνει τη σημερινή να είναι πιο επικίνδυνη αλλά και επώδυνη. Η πανδημία είχε την ιδιαιτερότητα ότι «χτυπούσε» με τον ίδιο τρόπο το σύνολο του πλανήτη, ανεξάρτητα από οικονομική κατάσταση και κοινωνικό status. Και επιπλέον, με την εξαίρεση ελάχιστων κλάδων και κάποιων κερδοσκόπων, η συντριπτική πλειονότητα έβγαινε χαμένη.

Ήταν λοιπόν λογικό να υπάρξει σύμπλευση δυνάμεων αλλά και ένα ενιαίο μέτωπο για την αντιμετώπιση των συνεπειών -οικονομικών και κοινωνικών- με στόχο την όσο το δυνατόν γρηγορότερη επιστροφή στην κανονικότητα. Για του λόγου το αληθές, τα προγράμματα στήριξης ήταν άμεσα και γενναία σε όλο τον πλανήτη, ενώ ακόμα και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι σχετικές αποφάσεις ελήφθησαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.

Γιατί η διαφέρει η σημερινή κρίση

Στον αντίποδα, η σημερινή ενεργειακή και πληθωριστική κρίση δεν είναι εξίσου «δημοκρατική». Υπάρχουν κεφαλαιώδεις διαφορές ανά χώρα, με σαφώς κερδισμένες εκείνες που εξάγουν ενέργεια και χαμένες αυτές που εξαρτώνται από τις εισαγωγές τους.

Έτσι, για παράδειγμα, εντελώς διαφορετικά αντιλαμβάνονται την κρίση οι Ηνωμένες Πολιτείες, που αποκομίζουν τεράστια κέρδη από τις πωλήσεις LNG και εντελώς διαφορετικά η Γερμανία που ακόμη εξαρτάται από την παροχή του ρωσικού φυσικού αερίου.

Τρανή απόδειξη έλλειψης ομοφωνίας είναι αδυναμία συμφωνίας αναφορικά με την απαγόρευση του ρωσικού πετρελαίου στην Ευρώπη, ενώ αντίστοιχα η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να λάβει μέτρα στήριξης έναντι της κρίσης, επιλέγοντας να μην περιμένει πότε και αν θα υπάρξει ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση.

Ακόμη όμως και εντός της ίδιας χώρας, και των κατά τόπους οικονομιών, υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι. Οι έχοντες τη δυνατότητα να αντέξουν τις συνέπειες της κρίσης, για παράδειγμα, βλέπουν σοβαρές ευκαιρίες από τη μείωση των εισοδημάτων των υπολοίπων. Αντίστοιχα, επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην «πράσινη» ενέργεια είναι εξαιρετικά ωφελημένες από την επιτάχυνση των επενδύσεων και άρα θέλουν η τρέχουσα κατάσταση να παραμείνει σε ισχύ.

Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο πως οι δύο κρίσεις δεν είναι ίδιες. Και πως, όπως δείχνουν τα πράγματα, η σύγκρουση συμφερόντων και πολιτικών δίνει καύσιμο για τη μακροημέρευση της σημερινής κατάστασης.

Ώστε, ακόμα και αν -όπως αναμένεται ευρύτατα- υπάρξει μια αποκλιμάκωση κόστους της ενέργειας και του πληθωρισμού μέσα στους επόμενους μήνες, η οικονομική κανονικότητα θα αργήσει πολύ να έρθει.